Απαλλάχθηκαν με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου τα δέκα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου και δύο σύμβουλοι, από την κατηγορία της κακουργηματικής απιστίας που είχε ασκηθεί σε βάρος τους.
Η υπόθεση πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης μετά από μήνυση που κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, συμπολίτης μας ο οποίος είχε αγοράσει μερίδες της τράπεζας αξίας άνω των 100.000 ευρώ.
Σύμφωνα με όσα ο ιδιώτης καταγγέλλει στη μήνυση του, παρά το γεγονός ότι είχε ζητήσει να του ρευστοποιήσουν τις μετοχές, εντούτοις οι παράγοντες της τράπεζας δεν το έκαναν με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Η μήνυση διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου και μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, η υπόθεση τέθηκε αρχικά στο αρχείο, όμως ο ιδιώτης άσκησε τον Δεκέμβριο του 2014 προσφυγή και έτσι εκδόθηκε διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή και παραγγέλθηκε η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος των κατηγορουμένων για απιστία σε βαθμό κακουργήματος.
Ακολούθησε η διενέργεια κύριας ανάκρισης από τον Ειδικό Ανακριτή Ρόδου τον Απρίλιο του 2017 οπότε και οι εμπλεκόμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς όρους.
Εν συνεχεία, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου το οποίο και με το υπ. αρ. 18/2017 αποφάσισε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των δώδεκα εμπλεκομένων καθώς κρίνει ότι «δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος τους για την αποδιδόμενη σ’ αυτούς αξιόποινη πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ που φέρονται να τέλεσαν στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από τις 18-10-2011 έως 30-06-2013».
(Πηγή: ΡΟΔΙΑΚΗ)