Καλέ μου αδελφέ Θεοφίλη,
Ως κεραυνός εν αιθρία, έπεσε στα κεφάλια μας η αιφνίδια αναχώρησή σου στην ουράνια πατρίδα μας.
«Τις οίδε νουν Κυρίου»; Τα μεταφυσικά δεν μπορεί να τα αντέξει, να τα ερμηνεύσει ο νους και η καρδιά αφού είναι χωματένια. Τα πώς και τα γιατί δεν παίρνουν απαντήσεις.
Στεκόμαστε με δέος μπροστά στις πάνσοφες αποφάσεις του Θεού.
Όταν μετά από τρεις κόρες γεννήθηκες εσύ, ο κόσμος της τοπικής μας κοινωνίας βούιξε στο άκουσμα πως ο τότε δήμαρχος, Γιάννης Μπουλαφέντης, γέννησε το γιο, ένα γιο που δεν απέκτησε τα διπλώματα του πατέρα του, αλλά τις ουράνιες περγαμηνές των ψαράδων, των απλών και άδολων μαθητών του Κυρίου.
Αθόρυβος, μες στην απλότητα και την αφάνεια δούλευες ασταμάτητα για να καταφέρεις να αυξήσεις το τάλαντο, που σου εμπιστεύτηκε ο Κύριος.
Η ταπείνωση, η καλωσύνη, η ευπροσηγορία, η γλυκύτητά σου, το χαμόγελο σου, που δεν έλειπε ποτέ από τα χείλη σου, όσο συννεφιασμένος κι αν ήταν ο ουρανός της καθημερινής σου πάλης, τα άκακα μάτια σου, συνέθεταν όλα αυτά το γνήσιο, το χωρίς μάσκα και φαρισαϊσμό πρότυπο του αληθινού χριστιανού.
Τον κάθε άνθρωπο τον έβλεπες ως εικόνα του Θεού και του χαμογελούσες. Η καρδιά σου κτυπούσε για το Χριστό. Με δίψα ρουφούσες τις ασύγκριτες πνευματικές χαρές που γευόμαστε σε εσπερινούς και λειτουργίες σε ναούς και εξωκκλήσια.
Ως καλλικέλαδος ιεροψάλτης μας απογείωνες στους ουρανούς. Πώς να ξεχάσω, καλέ μου Θεοφίλη, τα δοξαστικά εσπερινών και όρθρων, το «το τρέμω την φοβερά ημέρα της κρίσεως», εκείνων το χερουβικό ύμνο, που μου ‘λεγες πως στον είχε μάθει ο πρωτοψάλτης του ιερού ναού Σωτήρος Χριστού, Ο θείος ο Νίκος Χατζηθεοδώρου!
Απ’ την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση το στόμα σου έψαλλε ύμνους του Θεού και τα χέρια σου δούλευαν.
Σαν το μελισσάκι έτρεχες εδώ και κει εξυπηρετώντας όχι μόνο την οικογένειά σου, συγγενείς και φίλους, αλλά και όποιον ζητούσε τη βοήθειά σου.
Φάνηκες αντάξιος της προσωπικότητας του πατέρα μας.
Η καλή μας μητέρα, σοφά σου υπέδειξε να επιλέξεις για σύντροφο της ζωής σου τη δεύτερη κόρη της ηρωίδας μάνας, Μαρίας Μπίλλη, που τη γαλούχησε με τα νάματα της ευσεβείας και τη θωράκισε με την πανοπλία του Χριστού, ώστε απρόσκοπτα να βαδίσει τα δύσβατα και κακοτράχαλα μονοπάτια αυτού του κόσμου.
Μαζί χέρι χέρι γαντζωμένοι, πάνω στον ασάλευτο βράχο της πίστης υπερπηδούσατε τα θεόρατα κύματα της φουρτουνιασμένης θάλασσας του βίου μας, χωρίς καταποντισμούς. Κάνατε καλά παιδιά, χαριτωμένα εγγονάκια.
Άφησες κι εσύ με τη σειρά σου την ανεξίτηλη σφραγίδα του ιεροψάλτη μέσα στην άγια μας εκκλησία.
Ο Κύριος έκλεισε τον κύκλο της ζωής σου στα 78 σου χρόνια, γιατί βιαζόταν να προσθέσει ακόμα μια ψηφίδα στο ψηφιδωτό της αυλής του παραδείσου.
Τι χαρά Θεοφίλη μου! Είσαι πια τώρα ουρανοπολίτης, μαζί με τους γονείς μας και την αγία ψυχή της αδελφής μας Ειρήνης, που την έχει λαμπικάρει πια σα χρυσάφι στο καμίνι του πόνου.
Είμαι σίγουρη πως όταν παρουσιαστείς ενώπιον του Βήματος του αδέκαστου Κριτή με τα πεντακάθαρα και γεμάτα χέρια σου, θα ακούσεις το «ευδούλε αγαθέ και πιστέ… είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου».
Τότε ικέτευέ Τον να ενισχύει και μας που ζούμε σ’ αυτά τα χρόνια της ασύλληπτης και πρωτοφανούς σαρωτικής θύελλας του κακού και της ανομίας και μετά την έξοδό μας από το μάταιο αυτό κόσμο να μας ελεήσει και να μας εξασφαλίσει μια γωνίτσα να γείρουμε, να ξαποστάσουμε και τότε όλοι μαζί να θωρούμε αχόρταγα, αιώνια, ατελεύτητα το άκτιστο φως της Τριαδικής Θεότητας.
Καλέ μου αδελφέ σε αποχαιρετώ προσωρινά.
Αιωνία σου η μνήμη