Αφιερωμένο στην Καλυμνιά Μάνα
Θεμελίνα η κλαοφόρα
Από τις πολιτισμικές καταγραφές
«Βιγλάτορες στα ριζιμιά του Κάστρου Χώρας Καλύμνου»
«Τετράη και Παρασκευή να παίρνει το σσοινί ντης
να πα σου φέρνει τα κλατζιά πάνω στην κεφαλήν της
να ζυμώνει, να φουρνίζει και να ψιλοκοσκινίζει
και να μη σου μουρμουρίζει … »
Απόσπασμα από το Καλύμνικο Δημοτικό τραγούδι « Σαν θες γυναίκα για να παντρευτείς, εμένα να ρωτήσεις…»
Απ’ την μπούκα της Λαγκάς, το άνοιγμα του μεγάλου φαραγγιού κάτω απ’ το Βυζαντινό και Μεσαιωνικό κάστρο του «Χωριού» (Χώρας παλιάς πρωτεύουσας της Καλύμνου), πού ’βγαινε το νεβόλεμα* προς το ψηλό βουνί του προφήτη Ηλία και τα γύρω πλαΐτζια, άρχισαν να ροβολούν μια – μια οι κλαοφόρες. Γυναίκες μεστωμένες, θεριά μοναχά, αλαμάνες* στο τρικυμισμένο πέλαγος της ζήσης, φορτωμένες στην κεφαλή ολάκερο (δ)εμάτι τα κλατζιά ( χινοπόδια, θυμάρια, αστοιβές κ.α. ) για τ’ άναμμα ή του δικού τους φούρνου ή κατά παραγγελιά, να τα πουλήσουν σ’ άλλες νοικοκυρές πού ’ταν αδύνατο ν’ ανέβουν στο βουνό.
΄Ηταν τα χρόνια ’κείνα τα παλιά (το τέλος τους φτάνει ως την δεκαετία του 1950), που οι γυναίκες του νησιού ετοίμαζαν μόνες τους το ψωμί της φαμελιάς. Οι ίδιες να σκάψουν με την αξίνα ένα χέρσο σπορί*, να σπείρουν, να θερίσουν, ν’ αλωνίσουν, ν’ αλέσουν στο χερόμυλο το μαξούλι, να ζυμώσουν και ν’ ανέβουν και στα ξεροτράχαλα υψώματα να κουβαλήσουν κλαδιά για το φούρνισμα.
Α, νάτην κι η Θεμελίνα της «΄Ορτσας ». ΄Ετσι παρανόμιαζαν το συγχωρεμένο τον άντρα της γιατί κάθε φορά που ξεκινούσε για κάπου, έκανε το σταυρό του και μονολογούσε φωναχτά. – « ΄Ορτσα τα πανιά …». Το δεμάτι της βαρύ, τη γονατίζει. Κοψομεσσασμένη ξεπόζεψε* τ’ ασήκωτο κλαωτό φορτίο της σε μια πεζούλα, να ξαποστάσει μια νεμοσταλιά,* να πάρει αγέρα. ΄Εβγαλε τον άσπρο φουτά*, σκούπισε τον ιδρώτα της, ξεκρέμασε απ’ τη μέση της την γουργούλα* με το νερό, έριξε πρώτα λίγο στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της, ήπιε μια δυο γουλιές, πήρε βαθιές ανάσες και αργά έφερε μια γύρα το βλέμμα της πέρα ως πέρα στα κακοτράχαλα πετράδικα, όλο ξεραΐλα βουναράκια. Η ματιά της αρμένισε μέχρι και τον Κάβο Τράχηλα. Δυο ώρες περπάτημα να πας, κι άντε να βγάλεις τα κλατζιά, να τα φορτωθείς και πάλι τα μπρος πίσω. Έσβηνε η μέρα πάνω στο βουνί, στην μαύρη ερημιά παρέα με τις κουρούνες και τα αγριοπούλια, τις βιτσίλες τους αναποπάες, τα βαρβάκια και τα αγριοπερίστερα, τρυπαλίτες που φώλιαζαν στις κουφάλες των απότομων γκρεμών. Τουλάχιστο στα μενόρια του Άη Φώτη και του Τράχηλα ένιωθες και τη δροσιά του πουνέντη (Ζέφυρου) που κουβαλούσε η θάλασσα του Λεβέτθου και της Αστροπαλιάς!
Αναλογίστηκε κι αναστέναξε βαθιά. Πόσες και πόσες φορές δεν τα περπάτησε για να’ βρει νέα μεϊντάνια με κλατζιά; Χαροκαμένη, χήρα σφουγγαρά, πάνω στα νιάτα της, με δυο μυξιάρικα κουτσούβελα, χωρίς στήριξη από πουθενά, δεν είχε από πού να παντηχτεί. Η ανάγκη όμως για πόρεψη την έκανε να νεσκουμπωθεί* και ν’ αντιπαλέψει τη μοίρα της μ’ αξιοπρέπεια. ΄Οπου και όπως μπορούσε! Και ξενοδουλέματα έκανε σε ξένα σπίτια και εργατίνα στο ψαλίδισμα σφουγγαριών στις σφουγγαροαποθήκες πήγε και κοσκινίστρα σε φουρνάρικα πού’ φτιαχναν τόνους τη σφουγγαράδικη γαλέτθα. Τις πιότερες όμως φορές έκανε την κλαοφόρα. Το βγάλωμα του ήλιου την εύρισκε ψηλά στα κατσάβραχα να βγάζει με την αξίνα κλαδιά.
΄Εριξε μια ματιά στο δεμάτι της. Βάρυνε κι αυτό! Μα πιο βαριές κι ασήκωτες ήταν οι έγνοιες πού’ χε στον εμυαλό της. Τα δυο παιδιά της μεγάλωσαν. Η κόρη της ήταν της παντρειάς και το σπιτικό της άδειο· τέσσερα καντούνια! ΄Ο,τι είχε απ’ τα δικά της προικιά, τα δικά της νυφοστόλια. Ο γιος της βγήκε των γραμμάτων. Ο Θεός των προίκισε με γερό μυαλό. Τώρα βρισκόταν στην Αθήνα και σπούδαζε γιατρός, με χίλιες δυο στερήσεις. ΄Ο,τι κομπόδεμα* περίσσευε του τό’ στελνε. Δούλευε και κείνος όπου εύρισκε. Κουτσοπορευόταν η κατάσταση! Τώρα όμως προς τα τελειώματά του ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Τα ξενοδουλέματά της λιγόστεψαν, ακόμα κα το κουβάλημα των κλαδιών. Μετρημένες έμειναν πια οι νοικυρές που φούρνιζαν στο εδικό τους φούρνο το ζυμωτό ψωμί της εβδομάδας, τις κρίθινες κουλούρες και τα πεντανόστιμα κρίθινα λουκχούμια*. Δεν μπορούσαν, έλεγαν, να χορτάσουν το ξενόφερτο χάσικο* ψωμί, που ξεντρόπιαστα* πήρε τη θέση του στο καλύμνικο τραπέζι! Εξάλλου την πήραν και τα χρόνια, οι δυνάμεις της κόπηκαν. Βάρυνε κι απ’ τις έγνοιες της φαμίλιας της.
Δεν έφταναν όλα τούτα, νά σου και το προξενιό. Τις προάλλες ήρθε και τη βρήκε ο ίδιος ο καπ – Γιάννης, πρωτοκαπετάνιος σφουγγαράς και της έκαμε πρόταση για το γιο της. Τον ήθελε γαμπρό για τη μοναχοκόρη του. Αυτός θ’ αναλάμβανε τα έξοδα , να ’ποτελειώσει τις σπουδές του και θα της έδινε και γερή προίκα σε μετρητά, να παντρέψει το θηλυκό της.
Η πρόταση του καπ- Γιάννη την τιμούσε. Η κόρη του νοικοκυρά απ’ τις λίγες στο νησί. Το σπιτικό της, καράβι φορτωμένο! Τα υποστατικά της, μετρημό δεν είχαν. Είχε και το περβόλι της με μπόλικο μαξούλλι*. ΄Ηταν και κόρη καλοτυπωμένη! Μόνο που, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήταν ψιλομύτθα*. Θυγατέρα βλέπεις μεγαλοκαπετάνιου. Νεθράφηκε μ’ούλα τα καλά· μοσχαναθρεμμένη!
Ο καπ- Γιάννης, μυαλωμένος καπετάνιος, δούλεψε τη θάλασσα χρόνια με τους γιους του· την έφαγε με το κουτάλι! Είχε καλό τεμόνι κι έκαμε προκοπή. Τώρα ήθελε καλό γαμπρό για τη κόρη του, γαμπρό γραμματιζούμενο, επιστήμονα να πρεπίσει την οικογένειά του, τ’ όνομά του, να μεγαλώσει την υπόληψή του στην κοινωνία του νησιού. Και να δεις, πως τούτοι οι γραμματιζούμενοι έβγαιναν από σφουγγαράδικες φτωχοφαμελιές, που τις είχε στη δούλεψή του κι ήταν περιζήτητοι γαμπροί. Οι παραλήδες του νησιού γνώριζαν το τι τραβούσαν οι μεροκαματιάρηδες γονείς τους για να τους σπουδάσουν και…έτσι στις ώρες της ανάγκης τους, τους αναλάμβαναν αυτοί, μπάζοντάς τους στο σπιτικό τους.
Η Θεμελίνα η κλαοφόρα τά’βαλε ούλα κάτω. Τώρα ήταν που η φαμίλια είχε την ανάγκη. Τι να κάμει; Θά’ γραφε του γιου της τα μαντάτα. Από κείνη δε θά’ χε αντίρρηση. ΄Ο,τι ήθελε αποφασίσει ’κείνος. Πάντως ένιωθε πως ο γιος της θ’ άραζε σε σίγουρο λιμάνι, μα τ’ αραξοβόλι τούτο θά’ταν ξένο γι αυτήν, την παντέρμη σαπιόβαρκα που καλάρισε νερά μεσοπέλαγα. Το μπουγάζι πού’χε ακόμα μπροστά της μεγάλο και κείνη πεθυμούσε ένα μικρολίμανο γι απάγκιο!
Νεσηκώθη η Θεμελίνα, σταυροκοπήθηκε, έκανε καϊράτι*, στέριωσε στην κεφαλή της τ’ ασήκωτο δεμάτι και πήρε το στρατί το μονοπάτι για το Χωριό. Βαριά έπεσε πάνω της η σκιά του Κάστρου. Η Λαγκά λες και στένεψε και ψήλωσε ακόμα πιο πολύ. Αγρίεψαν τα κοφτά βραχομέρια της. Ούλα τα στοιχειά πού ’κλεινε νεμαζεύτηκαν κι άρχισαν να βαρούν ταμπούρλα και να στριγκλίζουν δαιμονισμένα. Ο κρότος κι οι κραυγές τους αντιβοούσαν ως τα κατάβαθα της ταραγμένης ψυχής της.
Στην γκρεμισμένη καστροπολιτεία ψηλά, κείνη την ώρα, ένα τόσο δα σαμιομυτθάκι* έκανε να διαβεί το στερνό σαπιοσαρακοφαγωμένο δοκάρι της πεσμένης πια σκεπής ερειπωμένου χαμόσπιτου, μα δίστασε μην και δεν τ’ αντέξει το βάρος του!
Κάλυμνος, Μάης 2018
Γιάννης Αντ. Χειλάς
Δάσκαλος, Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου
Γλωσσάρι :
αλαμάνα = γυναίκα δυναμική, μαχητική όπως οι αλαμάνες, τα μεγάλα
μαυροθαλασσίτικα καΐκια που αντιπάλευαν με τα κύματα.
γουργούλα = νεροκολοκύθα, φλασκί για νερό
καϊράτι = αντοχή, απεμονή
κομπόδεμα = αιματηρή οικονομία, δεμένη κόμπο σε μαντίλι
λουκχούμια = κρίθινα παξιμάδια ψημένα σε χωριάτικο φούρνο
μαξούλλι = σοδιά, συγκομιδή
νεβόλεμα = ανήφορος
νεμοσταλιά = μια σταλιά, μτφ. για λίγο
νεσκουμπώνομαι = ανασηκώνω τα μανίκια μου για εργασία – δράση
ξεποζεύω = κατεβάζω το φορτίο που σηκώνω
σαμιομυτθάκι = σαυράκι
σπορί = μικρό κι άγονο χωραφάκι
φουτάς = άσπρο κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής, για τον ήλιο
χάσικο ψωμί = άσπρο ψωμί από επαγγελματικό φούρνο. Για τις παλιές Καλυμνιές
ήταν ντροπή ν’ αγοράζουν, χάσικο ψωμί. Πίστευαν ότι ήταν δείγμα
τεμπελιάς και κακονοικοκυροσύνης
ψηλομύτθα = μτφ. η υπερόπτισσα γυναίκα