Γ. Bαληνάκης: «Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να δημιουργηθούν hotspots στα νησιά μας»

914

Για θέματα εξωτερικής πολιτικής μιλάει στην “Δημοκρατική της Ρόδου” ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Βαληνάκης.

Τη συνέντευξη αυτή αναδημοσιεύουμε:


Ο Γιάννης Βαληνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Χάλκη και την Κάλυμνο των Δωδεκανήσων. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διεθνές δίκαιο και πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ολοκλήρωσε μεταπτυχιακά προγράμματα στη διεθνή πολιτική, στην αμυντική πολιτική και στην ιστορία των διεθνών σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι Ι) από το οποίο αναγορεύθηκε διδάκτορας των διεθνών σχέσεων με άριστα το 1981. Σήμερα είναι Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ και μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του Wilfried Martens Centre for European Studies στις Βρυξέλλες. Διετέλεσε Υφυπουργός Εξωτερικών (2004 – 2009), Βουλευτής Δωδεκανήσου με τη Ν.Δ. και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Έχει συγγράψει βιβλία σχετικά με τις διεθνείς σχέσεις ενώ έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα και μελέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
• Κύριε Βαληνάκη, να ξεκινήσουμε από την συνεχή προκλητικότητα της γείτονος Τουρκίας απέναντι στην χώρα μας και τις απαιτήσεις που έχει στο Αιγαίο. Τι θα πρέπει να κάνει η Ελλάδα;
Δυστυχώς η ιστορία και η γεωγραφία μας καταδίκασαν να έχουμε στα ανατολικά μας την Τουρκία για γείτονα, κι όχι χώρες ευρωπαϊκές που λύνουν τα προβλήματά τους μέσω της διπλωματίας.
Η τουρκική προκλητικότητα αυξάνεται συνεχώς όσο περνάει ο καιρός διαψεύδοντας όλους αυτούς στη χώρα μας που επί δεκαετίες πίστευαν πως οι γείτονές μας, είτε απλώς εξήγαγαν τα εσωτερικά τους προβλήματα, είτε με κάποιο μαγικό ραβδί θα εξαναγκαζόταν η Άγκυρα να αποσύρει τις διεκδικήσεις της. Δυστυχώς, η Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 δεν επέδειξε -με μικρές τιμητικές εξαιρέσεις- την πρέπουσα σοβαρότητα στην αντιμετώπιση της γείτονος.
Απέναντι σε ένα κράτος που από παράδοση και χαρακτήρα έχει αναπτύξει μεθοδικό σχεδιασμό, ροπή στη στρατιωτική βία και αποφασιστικότητα, η χώρα μας δεν κατάφερε να χαράξει μιά ολοκληρωμένη και διαχρονική εθνική στρατηγική για να αντιμετωπίσει τον απειλητικό γείτονα. Το μεγαλύτερο ίσως εμπόδιο ήταν ο γνωστός αφορισμός της δεκαετίας του 1980, ότι η Ελλάδα «δεν διεκδικεί τίποτε». Το δόγμα αυτό λειτούργησε παραλυτικά και οδηγηθήκαμε τελικά σε πλήρη μακαριότητα και εθνική αδράνεια.
Σε μιά περίοδο που σφραγίστηκε με την υπογραφή της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982), η Ελλάδα πέτυχε το παγκόσμιο ρεκόρ απραξίας στις θαλάσσιες ζώνες, αφού από τα δεκάδες δικαιώματα που δικαιούται να αντλήσει, επί 40 σχεδόν χρόνια δεν υιοθέτησε ούτε ένα. Φυσικά, δεν ισχυρίζομαι ότι ήταν και κάτι απλό, ούτε και υπάρχει μιά μαγική λύση, όπως πχ. η προσφυγή στη Χάγη που πολλοί υποστηρίζουν χωρίς να ξέρουν τους κινδύνους. Χρειάζονται πολλά που πρέπει να γίνουν γρήγορα και παράλληλα και να εφαρμοστούν βάσει σοβαρού σχεδιασμού με διαχρονική και διακομματική συναίνεση και σταθερότητα.
Σε βιβλίο μου που θα παρουσιαστεί στις 13 Μαρτίου στην Αθήνα από τις εκδόσεις Σιδέρη παρουσιάζω ένα τέτοιο ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της Τουρκίας που σχεδίασα ως σύμβουλος του Κώστα Καραμανλή την περίοδο που ήμασταν στην αντιπολίτευση (1998-2004) και τμήματά του εφαρμόσαμε στη συνέχεια κατά την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ.
• Πολύς λόγος έχει γίνει για την στάση της ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Προειδοποιούν ότι θα επιβληθούν κυρώσεις, αλλά δεν προχωρά τίποτε στην πράξη. Πρέπει να περιμένουμε κάτι παραπάνω;
Η Ε.Ε. και οι εταίροι μας έκαναν σημαντικές δηλώσεις καταδίκης της Τουρκίας και της απαράδεκτης τυχοδιωκτικής συμπεριφοράς της.
Χρήσιμα είναι όλα αυτά και δεν πρέπει αφοριστικά να μηδενίζονται. Όμως πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτά τα κείμενα εποικοδομητικά, βάσει σχεδίου και με πρωτοβουλίες. Δεν πρέπει να περιμένουμε να έρθουν οι άλλοι Ευρωπαίοι να κάνουν για μας αυτά που δεν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε εμείς οι ίδιοι. Αν λοιπόν κάποιοι επαναπαύονται νομίζοντας ότι κάποιες χώρες θα έρθουν με τις στρατιωτικές τους δυνάμεις να λύσουν το πρόβλημα του βίαιου γείτονα που μας έτυχε, πλανώνται πλάνη οικτρά. Πρέπει επιτέλους να «σηκώσουμε τα μανίκια μας».
• Να περάσουμε στο Μακεδονικό. Κατά την εκτίμησή σας, μετά την Συμφωνία των Πρεσπών και την ονομασία Βόρεια Μακεδονία, μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για την βελτίωση των σχέσεών μας; Κι από την άλλη, η Ελλάδα πρέπει να στηρίξει την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας αυτής στην Ε.Ε.;
Η Συμφωνία αξιοποίησε σε ένα βαθμό ένα παράθυρο ευκαιρίας από μιά κυβέρνηση απείρως πιο συνεργάσιμη στα Σκόπια από εκείνες που είχαμε αντιμετωπίσει επί της δικής μας περιόδου. Βέβαια χρειάζονται παραπέρα βελτιώσεις και θέλω να ελπίζω ότι θα υπάρξει πρόοδος.Ως προς την παραπέρα διεύρυνση της ΕΕ με νέα μέλη θέλω όμως εδώ να επισημάνω ότι η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να είναι πολύ απαιτητική ως προς τα κριτήρια της καλής γειτονίας με τους γείτονές της. Δεν μπορεί δηλαδή να υπογράφει η Αλβανία το 2009 συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με τη χώρα μας, με διάφορα τερτίπια να την ακυρώνει μονομερώς το 2010, και οι κατοπινές ελληνικές κυβερνήσεις να μην αναγάγουν το θέμα αυτό σε προϋπόθεση για την παραπέρα πορεία της προς την ΕΕ. Αφήσαμε εξάλλου να μπούν στην Ένωση χώρες που στη συνέχεια «μας έβγαλαν τη γλώσσα» σε καίρια εθνικά θέματα και καμία αλληλεγγύη δεν επέδειξαν.
Ούτε καν κατανόηση για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Αυτά δεν πρέπει να ξανασυμβούν και τη δυνατότητα να το πετύχουμε μας την δίνει το Διαπραγματευτικό Πλαίσιο των πολιτικών όρων και προαπαιτουμένων για ένταξη που πετύχαμε το 2005 απέναντι στην Τουρκία. Ανάλογα πρέπει να προβλεφθούν και για τα νέα υποψήφια κράτη. Καλό είναι οι φιλικές χώρες να γίνονται μέλη, αλλά καλύτερα να γίνουν αποδεδειγμένα ακόμη φιλικότερες, και μάλιστα πριν μπούν στην Ένωση…
• Θα ήθελα το σχόλιό σας για το προσφυγικό – μεταναστευτικό. Είναι ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. ενώ η Ελλάδα έχει σηκώσει μεγάλο βάρος. Ποιοι θα πρέπει να είναι οι σωστοί χειρισμοί, κατά την άποψή σας;
Όπως είχα επανειλημμένα τονίσει ήδη κατά την εποχή που ήμουν υφυπουργός Εξωτερικών, το ζήτημα αυτό είναι μεγάλης σημασίας, για όλη την Ευρώπη, ακόμη περισσότερο για τη χώρα μας, αλλά για τα νησιά μας ειδικά το θεωρώ ύψιστης επικινδυνότητας. Γιατί; Πρώτον, οι ροές δεν πρόκειται εύκολα να μειωθούν, ενώ το αντίθετο παραμένει πιθανότερο. Δεύτερον, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να δημιουργηθούν hotspots στα νησιά μας. Τρίτον η Τουρκία απέκτησε δια του μεταναστευτικού μια στρόφιγγα άσκησης εκβιασμών πάνω στη χώρα μας αλλά και σε όλη την Ευρώπη κι αυτό το πληρώνουμε σε αδυναμία των Ευρωπαίων να αντισταθούν στην Τουρκία.
Το βλέπουμε με το “άνοιγμα” των συνόρων από τον Ερντογάν και στον Έβρο. Τέταρτον, η Άγκυρα, μέσω των Μουσουλμάνων (κατά πλειοψηφία) που αποβιβάζονται στις ακτές μας αποκτά ένα μοχλό αλλοίωσης της πληθυσμιακής μας σύνθεσης. Αυτό πρέπει άμεσα να διακοπεί! Ας μην εθελοτυφλούμε εστιάζοντας στις ανθρωπιστικές πτυχές του ζητήματος που βέβαια δεν πρέπει να παραβλέπονται. Οι εθνικοί κίνδυνοι δεν υπάρχουν ίσως τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα, όμως στα νησιά μας είναι δυστυχώς άμεσοι και βέβαιοι, και πρέπει να ληφθούν αμέσως δραστικά μέτρα. Όταν χειρίστηκα το μεταναστευτικό ως υφυπουργός στην κυβέρνηση Καραμανλή, πετύχαμε α) και τα σύνορα να φυλάξουμε με διπλή αποφασιστικότητα , β) και να μην υπάρξει καμία δομή στα νησιά μας, γ) να εξασφαλίσουμε πρακτική και οικονομική ευρωπαϊκή βοήθεια, και δ) να γίνουν σύνορα της Ευρώπης. Η επιχείρηση Ποσειδών που καθιερώσαμε τότε με τη Frontex έστησε ένα πυκνό και αποτελεσματικό δίκτυο περιπολιών από σκάφη και αεροσκάφη των εταίρων μας κατά μήκος των ελληνοτουρκικών θαλασσίων συνόρων. Επιπλέον, ο Κώστας Καραμανλής αξιοποίησε την ιδέα μου και καταθέσαμε το 2004 πρόταση για δημιουργία Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής.
Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια προσπαθειών αλλά τα καταφέραμε και προ διετίας έγινε πραγματικότητα. Έτσι φτάσαμε σήμερα που μιλάμε να προσλαμβάνονται 10.000 άτομα που θα στελεχώσουν τη φύλαξη των συνόρων. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη τόσο μεγάλη ελληνική πρωτοβουλία που να έγινε και πανευρωπαϊκή πολιτική. Ως βουλευτής τότε Δωδεκανήσου μου ήταν αδιανόητο να γίνει αυτό που έγινε αργότερα με τα hotspots στα ανατολικά νησιά. Είχαμε εξάλλου (2009) συμφωνήσει με την ολλανδική κυβέρνηση να μας παραχωρήσει ένα ειδικά διασκευασμένο πλοίο, στην ουσία ένα πλωτό hotspot με τον εξοπλισμό του. Διαπραγματευόμουν παράλληλα την δωρεά προς το ελληνικό κράτος από Έλληνες εφοπλιστές ενός άλλου πλοίου για την περίπτωση που θα προέκυπτε η ανάγκη. Τα πλοία αυτά θα έκαναν χρέη κέντρων πρώτης υποδοχής και στη συνέχεια θα μετέφεραν τους παράτυπους μετανάστες στη Σύρνα ή άλλο ακατοίκητο νησί που με ευρωπαϊκή και διεθνή βοήθεια θα μετατρεπόταν σε κλειστό προαναχωρησιακό κέντρο.
Όλα αυτά θα λειτουργούσαν φυσικά κυρίως αποτρεπτικά διώχνοντας το πρόβλημα από τα νησιά μας. Στα μεγάλα προβλήματα αντιδράς με δραστικές αποφάσεις. Αλλιώς υφίστασαι αυτά που υφιστάμεθα αλλά και τα ακόμα χειρότερα που θα δούμε αν δεν πάρουμε έγκαιρα θαρραλέες αποφάσεις. Βλέπω τις τελευταίες μέρες με τα γεγονότα στα νησιά του Ανατ.Αιγαίου να γίνεται αντιληπτό το αδιέξοδο στο οποίο θα φτάσουμε αν δεν πάρουμε τις σωστές αποφάσεις.
• Πώς βλέπετε το μέλλον της Ευρώπης, μετά την αποχώρηση τη Μεγάλης Βρετανίας; Απειλείται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα;
Από μιά άποψη άνοιξε μια πόρτα εξόδου που μπορεί να βρει μιμητές. Από μια άλλη, έφυγε μιά χώρα που δημιουργούσε αρκετά προβλήματα με τη νοοτροπία της πρώην αυτοκρατορίας. Ειδικά εμάς ως Ελλάδα δεν μας βοήθησε η Μεγ. Βρετανία ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πάντα έτρεχε να υποστηρίξει την Τουρκία. Ακόμα λιγότερο βοήθησε την Κύπρο. Η Ευρώπη όμως περνάει μια μεγάλη και πολυεπίπεδη κρίση και χρειάζεται τολμηρές αποφάσεις. Η χώρα μας είναι άλλωστε από αυτές που έχουν τα περισσότερα να χάσουν αν η κρίση στην ευρωπαϊκή ενοποίηση συνεχιστεί και μάλιστα διευρυνθεί.