Το κείμενο είναι του αείμνηστου Γεωργίου Εμ. Γιαννικουρή (π. Παντελεήμων) και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ“
Η Κάλυμνος, αμέσως μετά την απελευθέρωση, προσπαθούσε σιγά – σιγά να σταθεί στα πόδια της. Ένα νησί λαβωμένο, από την καταπίεση πουυπέστη από τους κατακτητές και περισσότερο μάλιστα από τους τελευταίους «Χριστιανούς», «Ευρωπαίους», «πολιτισμένους» φασίστες Ιταλούς και «Αρίους» Γερμανούς.
Οι πολύπαθοι κάτοικοί του με πολύ κουράγιο και δύναμη ψυχική, συνέρχονταν, επιδιδόμενοι σε ατέρμονους αγώνες επιβίωσης, μα πάντα με την αξιοπρέπεια που τους χαρακτηρίζει.
Η οικονομία των κατοίκων του νησιού σε κακά χάλια. Η ανοικοδόμηση ελάχιστη και η μόνη «βιομηχανία» που έδινε το λιγοστό ψωμί, στους πολλούς, ήταν αυτή του σφουγγαριού, σε όλες της τις μορφές, δηλαδή, αυτής της παραγωγής και της επεξεργασίας, με τα γνωστά αποτελέσματα. Η κατάσταση του νησιού απελπιστική.
Οι δρόμοι χωμάτινοι, με μόνες εξαιρέσεις κάποιους κεντρικούς δρόμους και σοκάκια της Πόθιας και λιγότεροι ακόμα στο Χωριό, που ήταν πλακόστρωτα. Για να μπορέσεις να κινηθείς, κατά κύριο λόγο για να πάς στην δουλειά σου, ή για να ψωνίσεις τα λιγοστά και απαραίτητα, ή ακόμα για την οποιαδήποτε ανάγκη που τυχόν παρουσιαστεί, ο μόνος τρόπος ήταν, ο ποδαρόδρομος, ή όπως το έλεγαν αστειευόμενοι, «δια ποδαρίας», και άλλοτε «δια του δύο», ή με γαϊδάρους, όσοι μπορούσαν βέβαια να έχουν τέτοιου είδους … πολυτέλεια.
Το εμπόριο λιγοστό και αρκετά δύσκολο, αφού η φτώχια μεγάλη, και η δύσκολη μεταφορά των εμπορευμάτων χειροτέρευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα.Η θαλάσσια μεταφορά ανεπαρκής, όσον αφορά την επαφή με τα άλλα νησιά ή τον Πειραιά και στην Κάλυμνο μοναδικό μέσο μεταφοράς εμπορευμάτων της εποχής ήταν οι «μοτοζάτορες».
Βέβαια και τα μικρά καΐκια που μετέφεραν ανθρώπους και εμπορεύματα στην Τέλεντο, την Ψέριμο, τα Αργινώντα, στα Σκάλια, στον Εμποριό, στα Βλυχάδια, στο Βαθύ.Η χερσαία συγκοινωνία σχεδόν ανύπαρκτη, σημαντικός λόγος η μορφολογία του νησιού, που ήταν υπεύθυνη κατά κύριο λόγο στην δυσκολία της χάραξης και ύπαρξης δρόμων. Για Γεωργία ούτε να το συζητάμε, εκτός από το μήνα της συγκομιδής των πορτοκαλιών και των μανταρινιών του Βαθύ, αλλά δεν ήταν το φάρμακο για την … ασθένεια.
Η κτηνοτροφία δε, άσε καλύτερα, αστεία πράγματα. Ο μέχρι τότε μοναδικός χαραγμένος δρόμος, ξεκινούσε από την Πόθια, περνούσε από το Χωριό και τον Πάνορμο και τέλειωνε στον Γαϊδουρόραχο και φυσικά χωμάτινος. «Την δεκαετία του ’50, γίνεται η πρώτη προσπάθεια ασφαλτόστρωσης δρόμου και αυτό το τμήμα ήταν, από το σημείο που χωρίζει ο δρόμος στο Νικηφόρειο Γυμνάσιο για καμιά διακοσαριά μέτρα προς την Πόθια. Λίγο μετά συνέχισε για το Χωριό όπου το χαλίκι για την άσφαλτο το φτιάχνανε σπάζοντας μεγάλες πέτρες με τη βοήθεια σφυριών» γράφει στο βιβλίο του ο Γ. Χατζηθεοδώρου«Στην Κάλυμνο του Μεταπολέμου», από το οποίο αντλούμε και κάποιες άλλες πληροφορίες. Η μετανάστευση ή η δουλειά στα καράβια, φαίνονταν σαν η πλέον ιδανική οικονομική διέξοδος για τον Καλύμνιο.
Όμως, όχι για όλους. Αυτοί που μένουν προσπαθούν να επιβιώσουν και αναγκαστικά σκέφτονται τι μπορούν να κάνουν για να βγάλουν το ψωμί τους. Το πρώτο λόγο φυσικά έχει η σφουγγαροδουλειά.
Όμως άλλοι έψαχναν κάτι διαφορετικό. Κάποιοι λοιπόν, οι οποίοι είχαν την τύχη να αποκτήσουν διπλώματα από το στρατό ή από την Μέση Ανατολή (κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), σκέφτηκαν ή άκουσαν την συμβουλή κάποιων άλλων, και αγόρασαν τα πρώτα φορτηγά, Λεωφορεία, αυτοκίνητα δημοσίας χρήσεως. Γίνεται λοιπόν αδιαμφισβήτητα, ένα μεγάλο βήμα ανάπτυξης για το νησί.Αρκεί ένας να κάνει την αρχή. Έτσι γίνεται ανέκαθεν, στην Κάλυμνο.Και η αρχή έγινε από κάποιους όπως ο Μανώλης Μεϊμάρης, νοικοκύρης και μερακλής, με το περιποιημένο του FIAT «Αρντίτα» το αυτοκίνητο που κινήθηκε ο Πλαστήρας όταν ήλθε στην Κάλυμνο.
Σύγχρονός του, με το αυτοκίνητο του ο Μιχάλης Ξυπολιτάς. Πολυτελέστατο για την εποχή του και το οποίο το είχε αγοράσει από την Ρόδο αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο πρώτος ιδιοκτήτης του ήταν ο γαμπρός του Μουσολίνι ο Τσιάνο, ο οποίος το είχε χαρίσει αργότερα στον τότε στρατιωτικό Διοικητή της Δωδεκανήσου τον De Vecchi. Μάλιστα για πολύ καιρό, στα πλάγιά του, είχε ακόμα τον θυρεό του Τσιάνο. Με αυτό κινήθηκε ο Βασιλιάς Παύλος, όταν είχε έλθει στην Κάλυμνο.
Μιας και μιλάμε για πολυτελή αυτοκίνητα να μην ξεχάσω να αναφέρω και το αυτοκίνητο του Θωρή του Ατσά το Ford Galaxy με το οποίο μετεφέρθη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Β΄ και το πολυτελέστατο επίσης Konso του Γιώργου Καλικάντζαρου, στο οποίο ένας πελάτης του, βοσκός από τα Βόρεια χωριά της Καλύμνου, μη γνωρίζοντας ότι το αυτοκίνητο είχε και … πόρτα που άνοιγε για να μπεις μέσα, προσπάθησε να μπει από το παράθυρο, βάζοντας πρώτα το πόδι και το κεφάλι του και ο Γιώργης φανερά ενοχλημένος τον απεκάλεσε «πίθηκο», παρατσούκλι που έμεινε για στον αδαή βοσκό και στην υπόλοιπη ζωή του.
Αργότερα (1953 περίπου) έρχονται και τα πρώτα Λεωφορεία, τα οποία έγραψαν την δική τους ιστορία, με αξέχαστο για όσους το πρόλαβαν, τον «Τάκχο». Και του έδωσαν αυτό το παρατσούκλι γιατί, κάθε φορά που σταματούσε έπρεπε ο οδηγός του να βάλει ένα τάκχο στις ρόδες του, «για να μην πάρει δρόμο» μοναχό του. Ιδιοκτήτης του ο Σωφρόνιος ο Εγγλέζος, παπουτσής στο επάγγελμα, με οδηγό τον γιο του Σακελλάρη, τον Πλαστήρα τον Νικόλα και αργότερα τον Γιάννη τον Μυλωνά.
Πολύ αργότερα (1963 περίπου), τα αδέλφια Σκυλλά έφεραν και το λεωφορείο του Βαθύ, το«ηρωικό και τρομερό», αφού αν και ο δρόμος ήταν στενός και επικίνδυνος, η ικανότητα οδήγησης ήταν πολύ μεγάλη, η εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους τεράστιες και έτρεχαν πάρα πολύ για την κατάσταση του δρόμου με αποτέλεσμα οι επιβάτες, έμπαιναν νέοι με μαύρα μαλλιά και έβγαιναν γέροι με άσπρα από τον φόβο τους.
Για την ιστορία να πούμε ότι τα αδέλφια Σκυλλά είχαν και το θαλάσσιο ταξί, την θρυλική«ΗΛΕΚΤΡΑ» ένα καΐκι που μετέφερε ανθρώπους και εμπορεύματα στο Βαθύ.Άλλα μέσα μεταφοράς, τα καμιόνια. Αυτοκίνητα φορτηγά που έμειναν από τον πόλεμο, των Παπαθανάση, Ντρή (που το οδηγούσε ο Μαρίνος) και Κάτρη, του επονομαζόμενου «Αστυπαλίτη», λόγω της καταγωγής του και ο οποίος αργότερα αποδείχθηκε «εμπορικό δαιμόνιο» με την μεγάλη και επιτυχημένη επιχείρηση που δημιούργησε.
Το γεγονός της άφιξής των αυτοκινήτων αυτών, ιδιαίτερα σε περιοχές απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες του νησιού (Μυρτιές, Μασούρι κ.λ.π.), ήταν κάτι σαν γιορτή.Τα αυτοκίνητα ονομάστηκαν ταξί, αλλά σίγουρα εκτελούσαν χρέη λεωφορείου, αφού έβαζαν πάρα πολλούς επιβάτες. Άλλοι μέσα στο αυτοκίνητο, ο ένας πάνω στον άλλο και άλλοι κρεμασμένοι από αυτά στηριζόμενοι απ’ τα φτερά των τότε αυτοκινήτων και φυσικά τα παιδιά που κατά ομάδες, κατ’ αρχήν έτρεχαν πίσω τους και ακολούθως οι ικανότεροι «κασκαντέρ», κρεμόντουσαν απ’ τις σκάρες τους, για όσο άντεχαν, έτσι για παιχνίδι.
Ο σταθμός ταξί σιγά – σιγά γεμίζει με 22 αυτοκίνητα «ταξί» και ανάμεσα στους πρώτους οδηγούς είναι οι: Μανώλης Μεϊμάρης, Μιχάλης Ξυπολιτάς, Ατσάς, Αντώνης Μαϊλακάκης, Αριστοκλής Ατσάς Κουμπαράς η «Συμπετθέρα», Γιάννης Ηλιάδης, Γιώργος Καλικάντζαρος, Νικήτας Τσουκάλης, Μανώλης Τσεσμελής, Μαρίνος Καμπουράκης, Θωρής Ατσάς, Γιώργος Τεζάρης, Βασίλης Σκυλλάς, Δημήτρης Ατσάς, Βασίλης Μαστροβασίλης, Αρτεμιανάκης, Μανώλης Καμπούρογλου, Γιώργος Πιζάνιας, Γιάννης Μυλωνάς,Μανώλης Τσεσμελής , Γαβαλάς, Γιώργος Κουφός το «Πετεινάρι», Θεοφίλης Κώτης, Ονούφριος Κυπραίος, Νικόλας Τσάταρος, Σπύρος Ψυρής, Λουλουδιάς Θεοφίλης.Ακολουθούν Χαράλαμπος Χατζηδημητρης, Νικόλας Γ.Τεζάρης, Γιάννης Νέσκες ,Μαύρος, τα αδέλφια Βλάμου, Γιάννης Λουκάκης ,Αντώνης Σπανός ,Συνδικάκης Νικήτας, Σαρούκος Κώστας και άλλοι που ίσως να μας διαφεύγουν τα ονόματα τους.
Φυσικά υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες αυτοκινήτων ταξί, τα οποία όμως, κινούσαν άλλοι οδηγοί όπως ο Γιάννης Κουκουβάς, καπετάνιος Σφουγγαράς από το Άργος, που μαζί με το αδελφό του Θεοφίλη, είχαν δύο αυτοκίνητά του οδηγούσαν οι Χαλκίτης Μιχ, Γιάννης Τάλιας, Παύλος Παύλου, ο γιος του και αργότερα αυτοκινητιστής ιδιοκτήτης φορτηγού Νικόλας Κουκουβάς, ο άλλος του γιος Θεόδωρος Κουκουβάς, που αργότερα απέκτησε και δικό του ταξί, ο Μιχ. Κουγκράς που και αυτός αργότερα απέκτησε δικό του ταξί
Οι μάρκες των αυτοκινήτων ήταν OPEL Capital, Ford 8V, Ford Galaxy, Ford Caster, πολλές Chevrolet, Mercedes, αργότερα Toyota και μετά από λίγα χρόνια ο συναγωνισμός έκανε όλους να έχουν πολυτελέστατα αυτοκίνητα και να συναγωνίζονται για το ποιος έχει το καλύτερο.
Στους νεότερους της δεκαετίας 60 και 70 ,να αναφέρουμε ακόμα κάποια ονόματα: Θεολόγος Βρεττός, Γρηγόρης Ηλιάδης, Γιάννης Καλίτσης, Γιάννης Πίκος, Γιάννης Καλικάτζαρος, Αντώνης Λεβέντης, Αντώνης Τρουμουλιάρης, Στέργος, Αριστοτέλης, Γιάννης Μειμάρης, Σκεύος Καμπούρης.Όμως και σταθμάρχης υπήρχε ο οποίος με την στολή του και τη σφυρίχτρα του κρατούσε τη «σειρά» για τους «σοφεραίους». Θρυλικός έμεινε, κατά κοινή ομολογία, ο Κουτρούλης ο Γιώργος ο επονομαζόμενος «Μπούτσης» Η δουλειά δύσκολη. Πολλοί από τις πρώτες πρωινές ώρες 03:00, περίμεναν κρατώντας την «σειρά» στο σταθμό του Χωριού, για να πάρουν κάποιους από τους εργάτες που δούλευαν στην Πόθια.
Άλλοι περίμεναν στο καφενείο του Χρύσανθου, ενώ άλλοι κοιμόντουσαν μέσα στα αυτοκίνητά τους, ακουμπισμένοι στην πόρτα του αυτοκινήτου με το χέρι τους για μαξιλάρι.Αλλά να που, αν και το φθηνό εισιτήριο, πολλές φορές ήταν πολύ ακριβό για πολλούς από τους μεροκαματιάρηδες και έτσι κάποια από τα ταξί έφευγαν άδεια, αφού προτιμούσαν άλλοι το «δια ποδαρίας» και άλλοι το «δια του δύο» αντί για το αυτοκίνητο.
Τα αυτοκίνητά τους, αποτελούσαν το μοναδικό μέσο αποστολής ακόμα και της … «καστανιάς του εργάτη και μεταφοράς εμπορευμάτων, επι αντιτίμου φυσικά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι οι γυναίκες ή οι μανάδες των εργατών από τις διάφορες περιοχές του νησιού, έδιναν τις καστανιές με τα ονόματα τους γραμμένα πάνω τους, στα ταξί και οι σοφεραίοι τις άφηναν στο «Φαρμακείο» στο σταθμό και οι εργάτες τις έπαιρναν.
Το κτίριο βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι η πρώην κλινική Ζαϊρη και που κάποτε ήταν και τα γραφεία της Δ.Ε.Η. Στον ίδιο χώρο επισκευάζονταν και τα αυτοκίνητά τους, από τους ιδίους τις περισσότερες φορές, αφού ήταν εξ ανάγκης και μηχανικοί. Όμως, κάποιοι από τους σοφεραίους διάλεγαν μέσα από τις καστανιές το καλύτερο φαγητό και το έτρωγαν με την ησυχία τους ακόμη και στου Κίτσου πολλές φορές, αφήνοντας κάποιους πεινασμένους. Ευτυχώς αυτό γίνονταν από ορισμένους και όχι πολύ συχνά.
Πολλά τα ανέκδοτα, οι γκάφες και οι πλάκες οδηγών αλλά και επιβατών που ακόμα εξιστορούνται από κάποιους. Πολλοί από τους οδηγούς αυτούς, μπορούμε να πούμε, ότι έγραψαν την δική τους ιστορία.
Ανάμεσά τους η «Συμπεθέρα» ο Σακελλάρης ο Κουμπαράς. Ένας πολύ καλός άνθρωπος, καλόχαρος, βολικός, αγνός ο οποίος δεν μπορούσε να πει σε κανένα όχι και έτσι, έβαζε όποιον του το ζητούσε στο αυτοκίνητό του, χωρίς να ξεχνάει ότι και στον αποθηκευτικό χώρο, το «καπό», του αμερικάνικου μεγάλου αυτοκινήτου του, χωρούσαν κάμποσοι.
Γι αυτό άλλωστε είχε και άλλο παρατσούκλι, χαρακτηριστικό, το «Τσουβαλού». Άλλος που το χαμόγελό του και η καλοσύνη του, αλλά κάποιες φορές και η νευρικότητά του, τα … «ψαρέματα» και οι «κυνηγετικές του εξορμήσεις» έμειναν παροιμιώδεις, ήταν ο Μαρίνος.
Με ιδιαίτερη αγάπη στη ρετσίνα, και στους … παπάδες. Πάντα με το χαμόγελο, πάντα με το αστείο του, πάντα με ένα καλό λόγο για όλους. Ο Μαρίνος, που την ημέρα της Γιορτής του, στις παράγκες του στον Πάνορμο που «εξοχίαζε», με τα εγγόνια του στην αγκαλιά του κι ένα λουλούδι στο αυτί του, με την τραγιάσκα του πάντα σηκωμένη προς τα πάνω και λίγο πίσω, έπινε την ρετσίνα του παρέα με το παπά Μηλιανό και τον συμπέθερο του, το Γιάννη το Κουκουβά, κερνούσε όλο τον κόσμο, καθήμενος σε ένα τραπέζι κάτω από τον τεράστιο Πλάτανο.
Και ήταν πολλοί που τον αγαπούσαν και ήταν πολλοί που ερχόντουσαν για να του ευχηθούν. Η ατραξιόν της βραδιάς, ήταν το άκουσμα του μοναδικού σε ήχο και μακρόσυρτου ροχαλητού του, για την ηχογράφηση του οποίου φρόντιζε το Θεμελίνη η Κουτούζη, με «συνυπεύθυνες» την αδελφή της το Βδοκιούλη, την αγαπημένη φίλη και γειτόνισσά τους το Γιαννούλη την κόρη του Κόλια και φυσικά τη «συνεργασία» της κόρης του Μαρίνου, της Τσαμπίκας.
Διάδοχός του ο γιος του Αντώνης και ο εγγονός του Μαρίνος.Επίσης άξιος να αναφερθεί για την καλοσύνη του, για τα παροιμιώδη αστεία του και για την πάντα περιποιημένη του, άσπρη αν δεν κάνω λάθος, Μερσεντές 190, λάτρης και αυτός της παρέας και του καλού κρασιού, είναι ο Σπύρος ο Ψυρής, ο οποίος άφησε και αυτός διαδόχους, τους γιους του το Μανώλη και τον Κώστα.
Μετά το 1965 τα ταξί, στολίζονται για να μεταφέρουν τους νεόνυμφους. Τα χρόνια περνούν. Βάζουν κι αυτοί ένα λιθαράκι στην ανάπτυξη του νησιού, με την διευκόλυνση στη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων, μικραίνοντας τις αποστάσεις και γενικά κάνοντας ευκολότρεη τη ζωή των Καλυμνίων. Σιγά – σιγά έχουν μπει στην ζωή του μικρού νησιού, έχουν ήδη εμφανιστεί και τα λιγοστά ιδιωτικά αυτοκίνητα, όπως του Τσάλη του Αμερικάνου, του γιατρού του Τάταρη και ω του θαύματος η πρώτη γυναίκα σοφερίνα η Τρούμενα η Αμερικάνα, με τον Κωστή τη «μαξέλλα» άλλοτε για συνοδηγό και άλλοτε να ρυθμίζει την κυκλοφορία με μια σφυρίκτρα στη Μαρίσκα κάτω από τον πλάτανο. Το αυτοκίνητό τους για τους περισσότερους, γίνονταν, σπίτι τους.
Στολίζονταν, κατά την συνήθεια της εποχής, με κάθε είδους στολίδι και απαραιτήτως τις φωτογραφίες των οικείων τους. Οι ποιο νέοι και μερακλήδες τα πλούτιζαν και με … ηχοσυστήματα, τα πικάπ, που έβαζαν τις μικρές τις «πλάκες», με τους ήχους των λαϊκών αηδών της εποχής να ακούγονται στη διαπασών. Κι έκανε χρυσές δουλειές ο Αγγελής που έφτιαχνε τα χαλασμένα από το ταρακούνημα του δρόμου ηχοσυστήματα και πουλούσε παράλληλα τις «πλάκες», δηλαδή τους δίσκους μουσικής. Πολύ αργότερα δε ο αείμνηστος ο Γιάννης ο Νέσκες, έβαλε μέχρι και τηλεόραση στην καινούρια του τότε Μερσεντές, που οδηγούσαν μετά ο γιος του Μανόλης και ο Γιος του ο Σεβαστός
Σήμερα τα ταξί είναι πάρα πολλά σύγχρονα και εξυπηρετούν τους κατοίκους και τους επισκέπτες του νησιού. Οι σημερινοί «σοφεραίοι», οι περισσότεροι παιδιά και εγγόνια των «ηρωικών» πρώτων ταξιτζήδων, προσπαθούν με κάθε τρόπο να κινηθούν σε ένα νησί με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα από τα πολλά οχήματα που κυκλοφορούν στους δρόμους του. Δεν πτοούνται όμως και προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια. Τα νεύρα και η αγωνία για να κερδίσουν τον άρτο το επιούσιο, κάποιες φορές κάνει ορισμένους από τους πολίτες να δυσφορούν και να καταφέρονται εναντίον τους.
Όμως θα πρέπει να τους δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι αυτό είναι το επάγγελμά τους, εργάζονται πολλές ώρες γεμάτες άγχος και από αυτό ζουν τις οικογένειές τους. Δεν έχουν την πολυτέλεια, αλλά ούτε και την υπομονή πολλές φορές να περιμένουν κάποιους από εμάς που με το πάσο μας οδηγούμε ακριβώς στη μέση του δρόμου, ή να βλέπουν κάποιον νέο οδηγό, να αποφασίσει πότε και ποια μανούβρα θα κάνει, η κάποιον άλλο που έχει διπλοπαρκάρει σε δρόμο στενό για να κάνει κάποια δουλίτσα του, αδιαφορώντας για το αν παρεμποδίζει την κυκλοφορία.
Ας τους συγχωρήσουμε τα μικροπαραπτώματα στην συμπεριφορά τους δικαιολογώντας τους, χωρίς να παραβλέπουμε ασφαλώς και το γεγονός ότι υπάρχουν και οι ασυγχώρητοι ανάμεσά τους, οι οποίοι μάλιστα από όσο μπορώ να γνωρίζω, τιμωρούνται από τους ιδίους. Ευτυχώς είναι λίγοι και ας μην χαρακτηρίζουμε όλους τους υπολοίπους από αυτούς τους λίγους.
Ας προσπαθούν όμως και αυτοί να είναι πάντα στο ύψος των περιστάσεων.
Ευχόμαστε η προσπάθειά της «Νησιωτικής Διαδρομής» να θυμίσει σε γεροντότερους και να γνωρίσει στους νεότερους την ιστορία μιας τάξης ανθρώπων που η συμβολή τους στην ανάπτυξη του νησιού μας ήταν σημαντική, πέτυχε. Σίγουρα έχω ξεχάσει και εγώ, με τις δικές μου μνήμες, αλλά και ο Γιάννης ο Πιζάνιας και ο Νικόλας Τεζάρης, παλιοί ταξιτζήδες, και ο Γιάννης ο Χατζηϊωάννου, που με βοήθησαν δίνοντάς μου πληροφορίες, κάποιους από τους παλιούς.
Ας είναι η μνήμη, όσων από αυτούς έφυγαν, ζωντανή. Το αξίζουν.