“Η Χαρουψά” από το βιβλίο «»ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΥ»και η βελανιδιά του Αρχάγγελου -του Γεωργίου Ι.Χατζηθεοδώρου*

1521

Βλάστηση η Κάλυμνος διαθέτει αρκετή για τα μέτρα της – άσε να τη λένε μερικοί θεόξερη, άνυδρη, φαλακρή – και οι μικρές κοιλάδες της με το ελάχι­στο χώμα είναι χάρη στο μεράκι και την εργατικότητα των Καλύμνιων κατά­φυτες με κάθε λογής δένδρα.

Μερικά από τα δένδρα αυτά έχουν τη δική τους μικρή ιστορία και ξεχωρίζουν από τα άλλα.

Πρόχειρα μπορώ να αναφέρω τη βελανιδιά του Αρχάγγελου*(κόπηκε πριν 2 χρόνια), που η ηλικία της μετριέται με καμιά δεκαριά αιώνες, τουλάχιστον, και είδε στα στερνά της χρόνια να χτίζουν δίπλα της εκκλησιά, τον Αρχάγγελο, και από τη χαρά της την κρατά από τότε σφιχταγκαλιασμένη.

Μέσα στην αναφορά αυτή μπορεί επίσης να είναι και ο μεγαλόπρεπος πλάτανος της Μαρίσκας, το πιο μεγάλο και όμορφο δένδρο του νησιού – τη γλύτωσε μέχρι σήμερα πολλές φορές, παρά τρίχα που λένε, από το κόψιμο που του ετοίμασαν μερικοί οικολογικά ασυνείδητοι και συναισθηματικά άδειοι – που σε συνεργασία με μια μεγάλη συκαμινιά σκίαζε βαθύσκια το γραφικό καφενείο της Μαρίσκας, που ήταν η «θερινή βουλή» των Καλυμνίων στα χρόνια της ιταλοκρατίας, ο πλάτανος των Σκαλιών, που στη ρίζα του έτρεχε πριν από τρία τέσσερα ακόμα χρόνια γάρ­γαρο νερό, από τα καλύτερα της Κάλυμνου, και που πολλές φορές άκουσε τον Πιζανέρο να τραγουδά με την εξαίσια και γνήσια φωνή του καλΰμνικα τραγούδια, ο πλάτανος του Βαθύ, που έδωσε το όνομά του σε ολόκληρη πε­ριοχή, η κουκχονναρζά στις Μυρτιές με το καλό της παλιότερα νερό και τα λιγοστά αλλά τόσο νόστιμα κηπευτικά της αυλής της, από την καλλιέργεια του Μπορσεβίκου και του γιου του, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, η συκα­μινιά της Γαλουζή ενας στη στροφή μετά το χωριό για τα Μπροστά – πάει αυτή την έφαγε ο άσφαλτος του δρόμου – με τα λαχταριστά στους πιτσιρίκους του Χωριού συκάμινά της και τη γριά που τα φύλαε μόνιμα καθισμένη στη ρίζα της, η χαρουψά του Γυμνασίου, στην Πλατζιόοτρατα και τόσα άλλα που δεν τα αναφέρω, γιατί θα μακρύνει πολύ ο λόγος, μια που τώρα είναι μόνο για τη χαρονψά.

Ανεβαίνοντας από την Πόθια για το Χωριό, μετά το Γυμνάσιο, το Νικηφόρειο, και λίγα μέτρα από το σημείο που χωρίζεται ο δρόμος, συναντά κανείς στα αριστερά του μια μεγάλη χαρουπιά.

Παλιότερα η χαρουπιά αυτή σκίαζε σαν πελώρια ομπρέλλα ένα παλιό παραδοσιακό σπίτι και τα κλαδιά της έφταναν σχεδόν μέχρι το δρόμο.

Η χαρουψά λοιπόν αυτή, δίχως βέβαια ποτέ να αποκτήσει τη φήμη άλλων δένδρων της Κάλυμνου, υπήρξε δημοφιλέστατη για πάρα πολλά χρόνια, κυρίως μεταξύ του μαθητόκοσμου – τους λόγους θα τους εξηγήσω στη συνέχεια – και πολύ γνωστή στους διαβάτες, οι οποίοι καθόριζαν το σημείο εκείνο του δρόμου ως το μέρος της χαρουψάς του Γυμνασίου. Θα πρέπει να σημειώσω, ότι υπήρχε και μια άλλη χαρουψά που έδωσε το όνομά της στο μέρος της. Ήταν εκείνη του δασκάλου του Σοφοκλή, μετά τη Σκάφη, όπως κατηφορίζει ο δρόμος για τα Χορταράκια, εκεί που γινόταν το πόζεμα του κάθε στρατοκόπου.

Η χαρουψά, το πιο μεγάλο δέντρο της κοντινής περιοχής, ήταν δημοφιλέ­στατη και διάσημη κυρίως, γιατί αποτελούσε το σημείο συνάντησης όλων των μαθητών που κάνανε σκασιαρχείο από το σχολείο και ιδιαίτερα των Χωριανών, οι οποίοι έτσι και αλλιώς κάνανε πάντα μια στάση σ’ αυτήν, όπως κατέβαιναν, πριν να κτυπήσει το κουδούνι για το μάθημα της πρώτης ώρας.

Ο λόγος της πρωινής στάσης των Χωριανών γυμνασιοπαίδων, εκτός βέβαια από την ανάγκη της καθημερινής πρωινής δημόσιας σχέσης, ήταν και το κυνήγι των μικρών πουλιών που φιλοξενούσαν σε αφθονία τα κλαδιά της, ιδίως τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες, τα οποία περιποιόντουσαν δεόντως με τις σαΐτθες τους οι μαθητές, πριν μπουν στην τάξη.

Στη ρίζα της και κάτω από την απλόχωρη και βαθειά σκιά της, καθισμένοι οι σκασίαρχοι μαθητές του Νικηφορείο Γυμνασίου, κάπνιζαν αρειμανίως το τσιγαράκι τους – εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τσιγάρα ήταν ντόπιας ε­πεξεργασίας δηλαδή «στούκας», σωστός δυναμίτης – διάβαζαν τα πονηρά περιοδικά της εποχής – αθώα βέβαια για τα σημερινά μέτρα – όπως π.χ. το Χτυποκάρδι και το Ντόμινό, ονειροπολούσαν και συνέτασσαν ερωτικές επιστολές, τις περισσότερες φορές δίχως αποδέκτη μια και δεν ήταν πολλές οι ευκολίες για την επίδοσή τους.

Τώρα για τη σύνταξη των επιστολών αυτών δεν κατανάλωναν και πολύ φαιά ουσία. Ας ήταν καλά τα εγχειρίδια της ερωτικής αλληλογραφίας, που άρχιζαν συνήθως με το: καθισμένος κάτω από το χλωμό φως του φεγγαριού… αναπολώ…, τα οποία ξεσήκωναν οι ερωτιδείς, για να γλυτώσουν κόπο και να εξασφαλίσουν ορθογραφία και συντακτικό. Πέρα από τα παραπάνω οι σκασίαρχοι, οι μεγαλύτεροι βέβαια, ενημέρωναν με θερμό ζήλο τους μικρότερους πάνω στην τεχνική του σκασιαρχείου, της πλάκας μέσα στην τάξη, της μικροκλεψιάς – τότε κλέβανε μόνο φαγώσιμα – καθώς και την τέχνη κατάκτησης κοριτσιών, άγνωστο πάντως από πού αντλούσαν εδώ την εμπειρία τους, και βέβαια επιδείκνυαν την ικανότητά τους στον τομέα αυτό μέσα από ατέρμονες φανταστικές διηγήσεις.

Καλόχαρη η χαρουψά φιλοξενούσε όλο αυτό το μαθητομάνι και άκουγε υπομονετικά τα πεταρίσματα της φαντασίας των στερημένων από τις σημερι­νές ανέσεις παιδιών του μεταπολέμου.

Η προτίμηση για τη χαρουψά των μαθητών δεν ήταν μόνο, ότι βρισκόταν κοντά στο σχολείο και το ότι ο χώρος ήταν ειδυλλιακός, αλλά και γιατί εκεί κοντά, από τη μεριά του ποταμού – δεν ήταν τότε δρόμος – υπήρχαν κάτι συκιές, που τα κλωνάρια τους φθάναν μέχρι το χώμα και αποτελούσαν πρώτης τάξης κρυψοόνα, σε περίπτωση εμφάνισης καθηγητή.

Συχνά οι καθηγητές, άμα δεν είχαν μάθημα έκαναν έφοδο στη χαρουψά με τη σιγουριά ότι όλο και κάποιον θα τσάκωναν να έχει φύγει από την τάξη και να κάνει δαχτυλίδια καπνού κάτω από την όμορφη και καλή χαρουψά. Και δεν έπεφταν έξω. Εννοείται πως όποιον έπιαναν τον έστελναν για πέντε -έξι μέρες στο σπίτι του, ήταν η ταρίφα του τότε Γυμνασιάρχη, του Γλόμπου. Δε βαριέσαι όμως. Τι τιμωρία; Τι ξύλο από το σπίτι; Τα παιδιά πάλι στη χαρουψά ξαναπήγαιναν. Ήταν ο αγαπημένος και φιλικός τους τόπος.

Ο τόπος που τα έκανε να νιώθουν ξεκούραση και ανεξαρτησία και από τα μαθήματα και από τους δασκάλους. Γι’ αυτό αγαπούσαν τη χαρουψά που ποτέ δεν τα έδιωχνε- ούτε καν τα μάλωνε. Ενώ οι δάσκαλοι…

Σήμερα υπάρχει ακόμα η χαρουψά, αλλά δε θυμίζει τίποτα από το καλό παρελθόν. Άγνωστη, άσημη, κουτσουρεμένη, κρυμμένη πίσω από τοίχους, δεν την ξέρει κανένα από τα τωρινά παιδιά, σαν να μην υπάρχει. Άλλωστε και ε­κείνη θέλει να υπάρχει απλά και μόνο, επειδή ξέρει ότι τη θυμούνται οι παλι­οί μαθητές, οι μαθητές με τις πολλές στερήσεις και τις φλογερές αναζητήσεις, οι μαθητές του μεταπολέμου

*Πέθανε ο πιό παλιός μας πρόγονος- Γράφει ο Γεώργιος Χατζηθεοδώρου

21 Ιουλίου 2018

Είναι μερικοί άνθρωποι, δέντρα ή και βράχοι (η πέτρα του άη Γιώργη στο ανηφορισμα για το Αργος-Κότσινα φρύτζια), που λόγω της ιδιαιτερότητάς τους (δράση αν  πρόκειται για ανθρώπους, μέγεθος, σχήμα, διάρκεια ζωής κλπ. αν πρόκειται για άψυχα.) έχουν εμβληματική παρουσία  και σημασία για μια περιοχή, ένα τόπο , μια κοινωνία, γιατί σηματοδοτούν σύγχρονες η αλλοτινές εποχές, λίγους  ή και πολλούς  καιρούς που μπορούν να μετρηθούν με λίγες μονάδες χρόνου ή και με αιώνες

Ο λόγος μου εδώ για ένα προγονό μας που πέθανε. Τον πιο παλιό που είχαμε.

Όχι, μη βαστείτε, μην πάει η σκέψη  σας  σε κανένα άνθρωπο…για ένα δέντρο θα μιλήσω. Για τη βελανιδιά του Αρχαγγέλου.

Θα μου πείτε, αξίζει κανείς, μέσα στα τόσα προβλήματα της καθημερινότητας, να απασχολήσει τη σκέψη του ένα δέντρο; Δεν ξέρω, όμως τη δική μου την  απασχόλησε, γιατί αναφέρομαι όχι σε ένα συνηθισμένο δέντρο, αλλά στην πολυαιωνόβια και ιδιαίτερα εμβληματική για την περιοχή  και γιατί όχι για όλη τη Κάλυμνο, βελανιδιά του Αρχαγγέλου.

Πέρασα χθες με το αυτοκίνητό μου από τη εκκλησιά και  η ματιά μου έπεσε πάνω σε ένα κενό. Σταμάτησα πλησίασα και είδα  ότι είχαν κοπεί όλα τα κλωνιά του δέντρου και έμεινε,  νεκρός πια, μόνο ο κορμός. Βλέπετε δεν άξιζε να μένουν, αφού ήδη από καιρό σχεδόν όλα δεν είχαν πια ζωή.

Τι κρίμα. Πριν από λίγα μόλις χρόνια η βελανιδιά αυτή στεκόταν αγέρωχη  και από τη μια της πλευρά αγκάλιαζε στοργικά την εκκλησιά του Αρχαγγέλου και από την άλλη άπλωνε σε όλη την αυλή την πλούσια σκιά της. Στεκόταν  κάπου 800 χρόνια όρθια, τόση υπολόγισαν τη ζωή της οι ειδικοί-ρεκόρ μακροβιότητας για αυτό το είδος. Δηλαδή γύρω στα 700 χρόνια πριν της κάμει συντροφιά η εκκλησιά του Αρχαγγέλου-το πιο παλιό μας δέντρο.

Τι και πόσα θα μπορούσε, αν είχε γλώσσα να μας διηγηθεί.

Για πόσους ανθρώπους γνώρισε, πόσες γενιές και πόσες φυλές. Βυζαντινούς. Φράγκους, Μπαρμπερίνους και άλλους πειρατές, Τούρκους, Ιταλούς, Γερμανούς, Εγγλέζους, μα και Έλληνες στα στερνά της. Τι θα άκουσε να λένε κάτω από τη βαθιά σκιά της. Πόσες ιστορίες, αφηγήσεις, συναισθήματα, καταστάσεις πολιτικές και κοινωνικές. Πόσα γλέντια και  πανηγύρια, τόσα και τόσα της καθημερινότητας στη ζωή των ανθρώπων…Αν είχε μιλιά θα μας τα έλεγε και εμείς πολλά θα μαθαίναμε σημαντικά και ασήμαντα, δεν έχει σημασία,  αφού όλα είναι μέσα στον καμβά της ζωής και του αέναου χρόνου που κυλά και συμπαρασέρνει τα πάντα στο διάβα του.

Όμως « τα πάντα ρει  και ουδέν μένει » ,όπως είπε και ο Ηράκλειτος. Έτσι ήρθε  το πλήρωμα του χρόνου και για τη βελανιδιά. Τώρα θα μου πείτε σαν κάπως απότομα δεν ήρθε; Νομίζω πως ναι. Πριν από λίγα ακόμα  χρόνια ήταν πολύ θαλερή και έδειχνε να έχει ακόμα κάποιους αιώνες ζωής. Μήπως έφταιξε τίποτα; Δεν ξέρω. Ίσως το τσιμέντωμα της αυλής της, ίσως  κάποιες γύρω  αυτήν άλλες επεμβάσεις ή και μολύνσεις… ίσως όμως τίποτα από όλα αυτά. Μπορεί απλά να ήρθε η  η ώρα της, που λένε, και πέθανε.

Όπως να έχουν τα πράγματα ένας πρόγονός μας, ο πιο παλιός πέθανε και τώρα θα μείνει μόνο ως ανάμνηση σε όσους τη γνώρισαν. Όσο να’ναι νιώθει κανείς στη θέα του άψυχου κορμού της βελανιδιάς  ένα σφίξιμο στο στομάχι, έστω και αν δεν πρόκειται για άνθρωπο, όχι μόνο επειδή βλέπει κάτι που πέρασε και έφυγε παίρνοντας μαζί τους τόσες αναμνήσεις, αλλά και γιατί του υπενθυμίζει και τη δική του κοινή  αδυσώπητη  μοίρα.

Και κάτι άλλο. Φέτος, τώρα δηλαδή που κόπηκε η βελανιδιά, λες από συγκυρία, δεν έγινε το γλέντι για τη γιορτή της Αγίας Μαρίνας, που είχε καθιερωθεί εδώ και χρόνια να γίνεται κάθε χρόνο κάτω από τη σκιά της

Δείτε το ρεπορτάζ του kalymnos-news.gr στις 22 Ιουλίου 2020 με τον εφημέριο του ΙΝ Αρχαγγέλου να μας μιλά για το κόψιμο της βελανιδιάς

22-07-2018 Κόπηκε Βελανιδιά 800 χρονών