
Δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Κάλυμνο μετά τον πόλεμο. Όμως η κοιλιά έχει πάντα τις ίδιες ανάγκες. Δε σταματά η άτιμη να απαιτεί. Θέλει όχι μόνο να γεμίζει, αλλά και να ικανοποιείται από το είδος και την ποιότητα των εδεσμάτων. Και από κοντά θέλει και τα φρούτα και τα γλυκά της.
Καλά όλα αυτά, αφού και κατά πως λέει ο λαός η φτώχεια θέλει καλοπέραση, μα έλα που η καλοπέραση δε θέλει φτώχεια; Τι να γίνει, αναγκαστικά υπήρχε προσαρμογή. Πρώτα η ζήση και μετά η καλοπέραση!
Μέσα στην καλοπέραση λογίζονταν οι γλυκασσές κατά πρώτο, και τα φρούτα κατά δεύτερο. Με τα οικονομικά μέτρα της εποχής εκείνης και την αναγκαστική προσαρμογή των απαιτήσεων σ’ αυτά βολευόταν η κατάσταση.
Ως προς τα γλυκά, τα αγοραστά και ετοιματζίδικα, υπήρχαν ένα δύο ζαχαροπλαστεία. Από αυτά αξίζει να αναφερθεί του Βούρου, μέσα στις Πατήθριες. O ζαχαροπλάστης του ήταν αληθινός μάστορας στη δουλειά του. Μεγάλη η τέχνη του και ακόμα πιο μεγάλη η χουβαρδοσυνη του στα υλικά που χρησιμοποιούσε. Το αποτέλεσμα; Ανώτερο κάθε περιγραφής.


Λουκούμια, χαλβάδες, αμυγδαλωτά, μπακλαβάδες, κοπεγχάγια και γαλακτομπούρεκα, το ένα πιο όμορφο από το άλλο.Η παράδοση συνεχίσθηκε μέχρι και σήμερα από παιδιά, εγγόνια κια δισέγγονα.
Επίσης το εργαστήρι του Μιχαλαρά με τα γαλακτομπούρεκα και τα κοπεγχάγια, δημιούργησαν παράδοση, που ακόμα και σήμερα συνεχίζεται από παιδιά κει εγγόνια .


Σε πιο λαϊκή βάση και ασφαλώς πιο φθηνά σε κατασκευή – πάντως αρκετά όμορφα- και τιμή πώλησης έκαναν γλυκά ο Μιχαλαράς και ο Φέκιας. Αυτοί κουβαλούσαν τα γλυκά τους πάνω σε τάβλα ή και σε καροτσάκι και τα πουλούσαν στις γειτονιές και στους μαθητές έξω από τα σχολεία. Φτιάχνανε και πάστες και ραβανί πάμφθηνα, μα πάνω από όλα προτίμηση είχαν τα αμυγδαλωτά του Φέκια, που πράγματι ήταν ανεπανάληπτα. Μέχρι πριν κάποια χρόνια οι γιοί του πουλούσαν τα αμυγδαλωτά στα πλοία της γραμμής. Βέβαια σιγά – σιγά με το λιγόστεμα του αμυγδάλου άλλαξαν. Τώρα κυκλοφορούν αλλά δεν είναι πια αμυγδαλωτά αλλά καρυδωτά, αφού χρησιμοποιούν στην κατασκευή τους αντί για αμύγδαλο καρύδα.

Ακόμα πιο φθηνές ήταν οι καραμέλες που φτιάχνανε πάμπολοι και πουλούσαν για μια δυο δεκάρες. Η κατασκευή ήταν πολύ απλή. Ζάχαρη, νερό, ψήσιμο, λίγο λεμόνι, για να σφίξει η καραμέλα και λίγη χρωστική ουσία, το γαριβάρδι, που έδινε στις καραμέλες χρώμα ανοιχτοκόκκινο, και έτοιμες οι καραμέλες,τα πετειναράκια ή ακόμα και τα μήλα τα βουτηγμένα στην καραμέλα.

Λίγο πιο παλιά, εγώ δεν το ’φθασα, ήταν ένας τύπος στο Χωριό που πουλούσε μισόζεστη την καραμέλα. Συνεχώς, για να διατηρείται μαλακιά, την τραβούσε φωνάζοντας: ζύμι το καλό προζύμι, ενώ με το άλλο του χέρι σκούπιζε τη μύξα από τη μύτη του, όπως αυτή έτρεχε ακάθεκτη, πάνω σε μόνιμη βάση.
Στην Πόθια υπήρχε ο Παρδάλης, που έδινε μεγάλα κομμάτια από τη ζυμωτή καραμέλα σε βώλους τόσο μεγάλους, που έφραζε το στόμα. Εξ’ ου και το καλύμνικο ρητό: βάλε βώλο τον Παρδάλη.
Ουρά τα πιτσιρίκια, για να αγοράσουν με μια δυο δεκάρες τα τρυπητά, τα πετεινάρια ή τα μήλα του Σισαλουτζιού, που ήταν ο πιο σπουδαίος γλυκατζής – έτσι λέγανε αυτούς που φτιάχνανε καραμέλες – της Καλύμνου. Εξ’ άλλου με λαχτάρα περίμεναν τον πατέρα τους τα παιδιά, όταν αυτός ερχόταν σπίτι από τη δουλειά ή το καφενείο, γιατί σχεδόν σίγουρα κάποιο λουκούμι θα έκρυβαν οι τσέπες του και θα το μοιραζόντουσαν όλα μαζί.
Από κοντά με τις γλυκασσές ερχόντουσαν και οι ξηροί καρποί, τα φυστίκια, τα λουμπουνάρια και οι κούννες. Σε ό,τι αφορά τα φυστίκια και τις κούννες πουλιόντουσαν από πολύ μικρά παιδιά, γεγονός που αποτελούσε εντεταλμένη υπηρεσία πάνω σε καθημερινή βάση, προκειμένου να συμπληρωθεί το οικογενειακό εισόδημα. Για πολλές φτωχές οικογένειες, ορφανεμένες από πατέρα, το κέρδος από την πώληση των φυστικιών και των κουννών ήταν και ο μοναδικός τους πόρος.
Όσο για τα λουμπουνάρια, αυτά τα πουλούσαν λιγοστοί και μόνο εποχικά, κυρίως στις νηστείες. Τώρα θα μου πείτε τα πουλούσαν άμα προλαβαίνανε, γιατί εκεί που τα βάζανε στη θάλασσα, μέσα σε τσουβάλι να ξαρμυρίσουνε, πήγαιναν τα παιδιά και τα κλέβανε. Οι πιο χαρακτηριστικοί λουμπουναράδες ήταν ο Τσικούρης στο Χωριό και η Τουμπλού στην Πόθια, όταν δεν ασκούσε το κανονικό της επάγγελμα, που ήταν το βύζασμα λεχώνων, για να κατέβει το γάλα τους. Μάλιστα δε διέθετε και τα σχετικά για την ειδικότητα αυτή προσόντα, δηλαδή πολύ σαρκώδη χείλη, μεγάλο άνοιγμα στόματος και τεράστια γλώσσα.
Όλα τα παραπάνω τα αγόραζε κανείς. Όμως υπήρχαν και οι γλυκασσές που φτιάχνανε οι μανάδες στο σπίτι, τα γλυκά του κουταλιού όπως το κυδώνι, το σταφύλι και τα ντοματάκια. Βέβαια αυτά τα πράγματα τα φτιάχνανε λίγα σπίτια, τα πιο εύπορα. Άλλωστε εξαφανιζόντουσαν σε ελάχιστες μέρες από την παρασκευή τους. Η πιο εύκολες γλυκασσές ήταν τα υριστούτζια, τα κόλλυβα και οι τηγανίτες – αυτές σπανιότερα και μόνο σε ειδικές περιπτώσεις.
Στις γλυκασσές σίγουρα υπάγονται και τα σύκα με τα φραγκόσυκα. Τα σύκα δεν ήταν απλά φρούτο το καλοκαίρι και γλυκασσά το χειμώνα, αλλά μαζί με τις ελιές, βασικότατη τροφή για τις φτωχές, δηλαδή τις περισσότερες μεταπολεμικές οικογένειες της Καλύμνου, και μάλιστα όχι αγορασμένη, αφού λίγο πολύ όλοι είχαν κάποιο χωράφι με το παραπάνω είδος.
Ως προς τα φραγκόσυκα; Τα προτιμούσαν και τα τιμούσαν με το παραπάνω. Τόσο που υπήρχαν επαγγελματίες – εποχικοί εννοείται – του είδους οι οποίοι πήγαιναν πρωί – πρωί τα έκοβαν τα έφερναν στην πλατεία και τα πουλούσαν. Όταν λέω τα πουλούσαν, εννοώ ότι τα άνοιγαν επί τόπου με μαχαίρι και οι πελάτες τα έτρωγαν στα όρθια, το ένα μετά το άλλο, όπως τα άνοιγε ο φραγκοσυκάς, έτσι τους λέγανε.
Εκτός από τους άντρες ήταν και οι γυναίκες που κουβάλαγαν κάθε πρωί φραγκόσυκα και τα πουλούσανε. Τώρα πάει ξέφτισε και αυτό το επάγγελμα. Που και που μπορεί να εμφανιστεί κανένας φραγκοσυκάς. Μόνο που η πελατεία τώρα δεν είναι και τόσο πρόθυμη. Και πώς να ’ναι, μετά από τόσες μπανάνες και γλυκά του ζαχαροπλαστείου που κυκλοφορούν, μαζί με «τόσες άλλες καλοκαιρινές γλυκασσές»!