Το ποκίνημα και οι καλύβες.-Από το βιβλίο «ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΥ» του Γεωργίου Ι.Χατζηθεοδώρου.

1272

Από το βιβλίο «ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΥ» του Γεωργίου Ι.Χατζηθεοδώρου

Στην Κάλυμνο του πιο παλιού καιρού, μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει δύο μεγάλες προετοιμασίες, ποκινήματα τις λέγανε, για φευγιό.

Η μια ήταν εκεί­νη που γινότανε, όταν επρόκειτο να φύγουν οι σφουγγαράδες, για να πάνε ταξίδι – λεγόταν και ξεκίνημα – στα παράλια της Αφρικής και αλλού για το βούτθος, δηλαδή το ψάρεμα των σφουγγαριών, και η άλλη, όταν επρόκειτο να πάνε στην εξοχή οι καλύμνικες οικογένειες, για να ξεκαλοκαιριάσουν.

Το ποκίνημα για το ταξίδι των σφουγγαράδων αφορούσε την αγορά και προετοιμασία όλων εκείνων των ειδών που ήταν εντελώς απαραίτητα, για την πολύμηνη απουσία τους.

Τενεκέδες βούτυρο κατά προτίμηση τριαντάφυλλο, ο καβουρμάς – τσιγαρισμένο βοδινό δίχως κόκκαλο χωσμένο μέσα στο λίπος του – που έφτιαχναν μέσα σε μισά καζάνια, παρέες – παρέες, συνοδεύοντας το ψήσιμο με το απα­ραίτητο γλέντι. Οι γαλέτθες – ειδικά κατασκευασμένα ψωμάκια, εντελώς αφυ­δατωμένα, για να μη σκουληκιάζουν – το λάδι και ακόμα το νερό, αν και αυτό το συμπλήρωναν σε κάθε πρώτη ευκαιρία εκεί που βρισκόντουσαν. Όλα αυ­τά, μαζί βέβαια και με την απαραίτητη κουμπάνια από όσπρια, ζυμαρικά κ.α.

Το άλλο ποκίνημα γινόταν στην αρχή και στο τέλος του καλοκαιριού. Πριν όμως από την περιγραφή, χρειάζεται παρένθεση.

Η Κάλυμνος παρουσιάζει κλιματολογικά το καλοκαίρι δύο όψεις. Η νότια της πλευρά ψήνεται στη ζέστη, ενώ η βόρεια με τη βοήθεια του μελτεμιού είναι αρκετά δροσερή. Αυτό σίγουρα συμβαίνει και σε άλλα νησιά, αλλά στην Κάλυμνο ένα παραπάνω, λόγω της κλίσης των βουνών που περιβάλλουν την Πόθια.

Οι κάτοικοι της Καλύμνου αυτό το εντόπισαν από παλιά και έτσι το καλοκαίρι έφευγαν στην πλειοψηφία τους από τη νότια περιοχή, δηλαδή την Πόθια και το Χωριό, και πήγαιναν στη βόρεια,στα Μπροστά, είχαν δεν είχαν ε­ξοχικό σπίτι. Αυτό γίνεται μέχρι σήμερα.

Το φαινόμενο αυτό έχει και μια άλλη εξήγηση.

Ο μικρός χώρος του νησιού είναι φυσικό να προκαλεί, περισσότερο από ό,τι σε πιο μεγάλα μέρη, μονοτονία διαμονής στους Καλύμνιους.

Η μεταφορά επομένως για δυο τρεις μήνες στην εξοχή, δημιουργεί εκτόνωση και ικανοποιεί τη γενική ανάγκη αλλαγής από το υπόλοιπο χρονικό διάστημα του έτους. Ο λόγος αυτός δίνει και την εξήγηση του φαινομένου της μα­ζικής μετακίνησης.

Όταν ερχόταν η μέρα του πηγαινομού στην εξοχή, ήταν όλοι στο πόδι και αφορμή εξαιρετικής χαράς όλων, ιδιαίτερα των μικρών. Η ημέρα δε αυτή ήταν και για άλλο λόγο ξεχωριστή. Επειδή συνέπιπτε με το τελείωμα των μαθημάτων και το κλείσιμο του σχολείου. Καταλαβαίνετε !

Πολύ πρωί όλη η οικογένεια ήταν έτοιμη, στο πόδι. Η προετοιμασία είχε τελειώσει και δεν υπήρχε λόγος για καμιά άλλη αναβολή ή καθυστέρηση. Και η οικογένεια ξεκινούσε. Μπρος πήγαινε η κατσίκα, που πάντα υπήρχε, γιατί ήταν απαραίτητη με το γάλα της στην οικογένεια. Την κρατούσε συνήθως η μεγάλη κόρη. Ακολουθούσαν τα παιδιά με τις κατουμάες με τα ρούχα και τη σκάφη με τα πουλιά -έβαζαν για τη μεταφορά τις κότες μέσα στη σκάφη που είχαν για το πλύσιμο των ρούχων, αφού προηγουμένως τις έδεναν δυο – δυο από τα πόδια. Κατόπιν ερχόταν η μάνα, φορτωμένη συνήθως με κάποιο παιδί στην αγκαλιά, εκτός βέβαια από κείνο που βρισκόταν, σχεδόν σε μόνιμη βάση, στην κοιλιά και με κάτι άλλο στο κεφάλι.

Μαζί και ο πατέρας, φορτωμέ­νος αυτός συνήθως με παλούκχους για την καλύβα.

Ο πατέρας πάντως σπάνια βρισκόταν, γιατί οι περισσότεροι λείπανε στο σφουγγάρι όλη την περίοδο, α­πό τον Απρίλη μέχρι και του Σταυροΰ το Σεπτέμβρη.

Ακολουθούσε το γουρλί, δεμένο με σχοινί, που το κρατούσε ή κάποιο από τα πιο μεγάλα αγόρια ή η παλιά.

Το γουρλί, βλέπετε, ήταν από τα πιο σπουδαία για την οικιακή οικονο­μία ζώα της οικογένειας. Δεν έλειπε ποτέ, γιατί εξασφάλιζε το κρέας του χειμώνα το κάνανε καβουρμά  και το βούτυρο, τη γλύνα που με τόση όρεξη τρώγανε τα παιδιά το χειμώνα πάνω στο ψωμί και αρτιζόντουσαν τα φαγητά.

Το κομβόι συμπληρωνόταν με το τσουβάλι που είχε μέσα δεμένο τον κάτθη της οικογένειας μια και έπρεπε και αυτός να την ακολουθήσει στην εξοχή, αφού έτσι και αλλιώς, και αν δεν τον έπαιρναν, θα έβρισκε το δρόμο και θα πήγαινε μόνος του μια – δυο μέρες αργότερα.

Όταν έφθαναν στην εξοχή, στο χωράφι, όσοι είχαν σπίτι, καλά – αυτοί πάντως ήταν πολύ λιγότεροι. Όσοι δεν είχαν αρχινούσαν το στήσιμο της καλύ­βας, και το άπλωμα της βουτζιάς μέσα και γύρω από αυτή για να κρατά τα αρ- πετά και για να μην σηκώνουνται χώματα. Τέλος στηνόταν η παρατσά και η σταμνοθάκη για το μαγείρεμα και τις λαήνες με το νερό αντίστοιχα.

Σχετικά με τις καλύβες: Όσοι είχαν σπίτι στην εξοχή δεν είχαν και πρόβλημα. Εκείνοι πάλι που δεν είχαν το έλυναν με τον καλύτερο τρόπο. Φτιάχνανε καλύβες από τσουβάλια. Έτσι κανένας δεν έμενε δίχως εξοχή.

Τις καλύβες τις έστηναν κάτω από κάποια συκιά ή ελιά ή και αμυγδαλιά. Κατά προτίμηση το στήσιμο γινόταν κάτω από συκιά όχι βέβαια για τον καθαρό της αέρα, γιατί ως γνωστό είναι βαριά η σκιά της, αλλά για την προφύλαξη των προϊόντων της, των σύκων, που ανέκαθεν αποτελούσαν βασική τροφή των Καλυμνίων. Άλλωστε ήταν πολύ χαρακτηριστικό ότι κάτω σχεδόν από κάθε συκιά υπήρχε καθισμένη και μια γριά, για να τα φυλάει.

Οι περισσότερες καλύβες στηνόντουσαν κατά μήκος του δρόμου που πάει για τα Μπροστά και δημιουργούσαν ένα ξεχωριστό ντεκόρ σ’ αυτόν. Τα χρό­νια όμως της τελευταίας δικτατορίας, στη δεκαετία του 60, απαγορεύτηκε, ανοήτως, από τις Δημοτικές αρχές να στήνονται καλύβες, γιατί, λέει, δυσφήμιζαν την Κάλυμνο. Και όμως πολλές από αυτές ήταν αριστοτεχνικά φτιαγμέ­νες, με πάνες εξωτερικά και εσωτερικά σεντόνια, αρκετές με δύο χώρους, ασπρισμένες αυλές κ.λπ. Εν πάση περιπτώσει.

Πολλές φορές έστηναν καλύβες και σε ξένα χωράφια, που οι νοικοκυραίοι τους απούσιαζαν εκτός Καλύμνου, ή ακόμα κάτω από αερφικά δέντρα – αυτά ήταν δέντρα που το κάθε ένα είχε πολλούς ιδιοκτήτες, συνήθως δε ήταν ε­λιές.

Το ποκίνημα είχε και την αντιστροφή του με τις πρώτες βροχές του Σε­πτέμβρη. Όταν δε τύχαινε να πιάσει καμιά τέτοια πρόωρη νεροποντή, έβλε­πες να φεύγουν τρέχοντας κρατώντας στα χέρια παιδιά και νοικοκυριά. Πά­ντως, έτσι ή αλλιώς, όλοι έμεναν ευχαριστημένοι και οι πλούσιοι και οι φτωχοί.

Ας μη ξεχνάμε ότι το καλοκαίρι είναι για ούλο το γκόσμο και ιδίως για τους φτωχούς, όπως λέει και ο λαός της Καλύμνου, που ίσως πήρε αυτή του την παροιμία από τις καλύβες και το ποκίνημα