Συμπληρώθηκαν σήμερα 24 Μαΐου 2020, 30 χρόνια από την ημέρα του θανάτου ενός μεγάλου Καλύμνιου πατριώτη αγωνιστή και πολιτικού του Νικολάου Μικέ Κουντούρη, την 24 Μάϊου 1990.
Το kalymnos-news.gr κάνει ένα αφιέρωμα στη μνήμη του παραθέτοντας:
1.«ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΚΕ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ»που έγραψαν τα 5 εν ζωή παιδιά του Μικές, Αλφρέδος, Αντώνης, Μαρία και Άννα.
2. Φωτογραφικό υλικό
3. Αφιέρωμα από την ειδική έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ»
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΚΕ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
Συμπληρώνονται σήμερα 30 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Νικολάου Μικέ Κουντούρη, την 24 Μάϊου 1990, ημέρα Πέμπτη και ώρα 13.00 μ.μ., στην Αθήνα, εντός του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου, όπου τελευταία νοσηλευόταν.
Με τη συμπλήρωση των 30 ετών, εμείς, τα πέντε εν ζωή από τα οκτώ παιδιά του, χάριν της ιστορικής μνήμης των Καλυμνίων, καταγράφουμε ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στην οικογενειακή, προσωπική, πολιτική και πατριωτική δράση και συμβολή του στην ανάπτυξη και οικονομική πρόοδο της Καλύμνου.
Γεννήθηκε στον Πειραιά, στις 3 Απριλίου του 1903. Παντρεύτηκε με την Καλλιόπη Θεοδώρου του Αλφρέδου και απέκτησε οκτώ παιδιά. Σπούδασε χημικός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο απεφοίτησε με άριστα, όντας πρώτος της σχολής του, πάντοτε σε όλα τα έτη. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Νέα Υόρκη, στο Pratt Institute of Brooklyn, το οποίο σήμερα θεωρείται από τα μεγαλύτερα Πανεπιστήμια της Πολιτείας αυτής, ευρισκόμενο στον λόφο Κλίντον. Για να ανταπεξέλθει στα έξοδα των σπουδών του, αναγκαζόταν να δουλεύει τις νυχτερινές ώρες στον καθαρισμό των δρόμων και ακόμη και σε εκχιονισμούς. Επιστρέφοντας στην Κάλυμνο άσκησε εμπορία σπόγγων, συνεργαζόμενος με τους κουνιάδους του, αδελφούς Θεοδώρου.
Η ένταξή του ως εθελοντού και η ίδρυση από αυτόν του Συντάγματος Δωδεκανησίων Εθελοντών.
Με την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου έφυγε από την Κάλυμνο και μετέβη στον Πειραιά, όπου μαζί με άλλους Καλυμνίους (Γεώργιο Χατζηαριστείδη, Μιχαήλ Κουντούρη, Θεόδωρο Γιαβάση κ.α.) ίδρυσαν το Σύνταγμα των Δωδεκανησίων Εθελοντών, με διοικητή τον από την Σύμη καταγόμενο Συνταγματάρχη, Μάρκο Κλαδάκη. Θεωρούμε ως κορυφαία ιστορική πράξη της ζωής του, δείγμα της αυταπάρνησης, της αυτοθυσίας και του θάρρους του, το γεγονός ότι, προκειμένου να ιδρύσει το Σύνταγμα Δωδεκανησίων Εθελοντών, εγκατέλειψε την οικογένειά του, καθώς και τα τρία του παιδιά, ηλικίας τότε μόλις 4 και 2 ετών και 6 μηνών, αντίστοιχα (Μικέ, Αλφρέδο και Γιάννη), χωρίς κανένα εισόδημα και καμία προστασία. Κατεγάγη, ως εθελοντής και μετέσχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις που έγιναν στο Αλβανικό Μέτωπο, από τον Νοέμβριο του 1940 μέχρι και τις αρχές Μάϊου του 1941, αρχικώς ως δεκανέας και εν συνεχεία ως λοχίας. Μετά την επικράτηση των Ιταλών και Γερμανών, συνελήφθη από τους Ιταλούς στις 6.5.1941 και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, με βάση κατηγορητήριο που συνέταξε ο Βασιλικός Επίτροπος του Στρατοδικείου της Αθήνας, για τον λόγο ότι, όντας Ιταλός υπήκοος, όπως όλοι οι Δωδεκανήσιοι εκ γενικής πολιτογραφήσεως μετά την παραχώρηση των Δωδεκανήσων από τους Τούρκους στους Ιταλούς το 1912, υπηρέτησε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Στις φυλακές Αβέρωφ παρέμεινε κρατούμενος επί μία 3ετία μέχρι και την απελευθέρωση των Αθηνών.
Εκεί, έφεραν αργότερα στο ίδιο κελί τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον μετέπειτα πρωθυπουργό της απελευθερώσεως, στον οποίο παρεχώρησε το πρόχειρο σομιέ που είχε. Συνεδέθη μαζί του με στενή και προσωπική φιλία, η οποία διήρκεσε αδιατάρακτη, αταλάντευτη και σταθερή, καθ’ όλα τα χρόνια του βίου του Γεωργίου Παπανδρέου.
Μετά την έξοδό του από τις φυλακές, επανήλθε στην κατεχόμενη από τους Ιταλούς και Γερμανούς Κάλυμνο, όπου ανέπτυξε αντιστασιακή πατριωτική δράση, συνεργαζόμενος με τους Νικόλαο Ρήγα και Νικόλαο Καθοπούλη, οργανώνοντας τον επισιτισμό των Καλυμνίων και αναπτύσσοντας ιδιαίτερη δράση εναντίον των αρχών κατοχής, παρέχοντας πληροφορίες και βοήθεια στους Άγγλους κομάντος, οι οποίοι ήρχοντο στην Κάλυμνο για να κάνουν πράξεις σαμποτάζ ή να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τις δυνάμεις κατοχής. Γι’ αυτή του τη δράση, εκατηγορήθη σφόδρα από τις ιταλικές αρχές, οι οποίες ζήτησαν τη σύλληψή του από τις ασκούσες την πραγματική κατοχή γερμανικές αρχές. Παρεπέμφθη στο Στρατοδικείο, διότι, όπως αναγράφεται στα σχετικά έγγραφα της Διοίκησης των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου, ασκούσε «εις το τοπικόν περιβάλλον λυσσώδη αντιταλικήν δράσιν». Συγκεκριμένα εξαίρεται εις το πρόσωπό του, η σφοδρή αντι-ιταλική δράση την οποία ανέπτυσσε, δυναμένη να προκαλέσει «εκμηδένιση του γοήτρου της Ιταλικής αρχής» και ότι συνέστησε τοπική επιτροπή, αποτελουμένη εκ των «χειροτέρων αντι-ιταλικών στοιχείων». Ακολούθως, αναφέρεται ότι λόγω της τέλειας γνώσεως της γερμανικής γλώσσης και του ευπροσήγορου τρόπου της ομιλίας του, ενεργεί εναντίον των ιταλικών αρχών, ότι κατόπιν τεχνασμάτων του, επιδιώκει την έκδοση των πιστοποιητικών του Δήμου, να είναι συντεταγμένα στην ελληνική γλώσσα και ότι συνεστήθη ειδική επιτροπή, με επικεφαλής τον Γερμανό διοικητή, τον αντίστοιχο Ιταλό και τον Λιμενάρχη Λέρου, προκειμένου να ελέγξουν τη δραστηριότητά του. Εν συνεχεία, αναφέρεται ότι εζητήθη η άμεσος απομάκρυνσή του, καθώς όσον αποδεικνύεται ότι υπήρχαν «επανειλημμένες και πραγματικές αποδείξεις ότι είναι στοιχείο βλαβερό για τα ιταλικά συμφέροντα», «ως «υποκείμενο διαταράσσον την δημόσια τάξη και ως επικεφαλής του ελληνικού αλυτρωτισμού», ότι αναπτύσσει έντονο αντι-ιταλική δράση και ότι δεν συνεμορφώθη με τις διατάξεις της ιταλικής διοικήσεως για την έκδοση δελτίου ιταλικής ταυτότητος και δεν έχει παρουσιασθεί στο ειδικό προς τούτο γραφείο. Κατόπιν των ανωτέρω, ζητείται η παρέμβαση της γερμανικής διοικήσεως, προκειμένου «το πρόσωπον αυτό, επαναλαμβάνω άπαξ εισέτι, άκρως βλαβερόν δια τα συμφέροντά μας, επικίνδυνον δε προσέτι δια μίαν ενδεχομένην αύριον δια τους ενταύθα Γερμανούς στρατιωτικούς, απομακρυνθή το ταχύτερον εκ της νήσου».
Οι Γερμανοί, γι’ αυτή του την αντιστασιακή δράση, βομβάρδισαν το σπίτι μας κατά τη διάρκεια της νύχτας, από πολεμικό πλοίο που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Ρίνας του Βαθύ. Την ημέρα το επισκέφθηκαν για να διαπιστώσουν τα αποτελέσματα, αλλά οι βόμβες είχαν πέσει στο φρεσκοσκαμμένο κτήμα και δεν εξερράγησαν.
Συνελήφθη από τους Γερμανούς μαζί με άλλους 16 Βαθιώτες, μεταξύ των οποίων οι Νικόλαος Κουτελάς, Γεώργιος, Εμμανουήλ και Φραγκούλιας Χούλης κ.α. και εστάλησαν στη Λέρο για να δικασθούν από το εκεί Στρατοδικείο για πράξεις σαμποτάζ στις προμήθειες του γερμανικού στρατού, επειδή αρνήθηκαν να παραδώσουν στο γερμανικό στρατό τα μανταρίνια που παρήγαγαν στα κτήματά τους. Ήτο μεγάλη η αγωνία όλων των συγγενών για την τύχη που θα είχαν από αυτή τη δίκη στο Στρατοδικείο. Μετά από τη διενέργεια της δίκης, αθωώθηκαν και όταν επέστρεψαν στην Κάλυμνο, έγινε πολύ μεγάλη συγκέντρωση και υποδοχή στο σπίτι μας, στο Βαθύ, όπου συνέρρευσαν πάρα πολλοί Καλύμνιοι για να τιμήσουν τη δράση τους.
Για την παράδοση των Δωδεκανήσων στις ελληνικές αρχές, ήταν μεταξύ εκείνων οι οποίοι εξεπροσώπησαν την Κάλυμνο.
Στις Δημοτικές εκλογές που έγιναν ευθύς μετά την απελευθέρωση, εξελέγη Δήμαρχος και κατά τη διάρκεια της θητείας του, αλλά και της μετέπειτα πολιτικής δράσης του, έβαλε τα θεμέλια για τον εξηλεκτρισμό της Καλύμνου, την υδροδότηση της πόλεως της Πόθιας, τη διάνοιξη δρόμων, όπως εκείνου του δρόμου προς Βαθύ και την επέκταση του λιμανιού της Πόθιας (τη σχετική απόφαση που είχε προετοιμάσει ο ίδιος, την υπέγραψε ο τότε Πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος, με Υπουργό Δημοσίων Έργων τον Ναπολέοντα Ζέρβα, μέσα στο σπίτι μας στην Πόθια), καθώς και άλλα έργα, τα οποία απετέλεσαν στη συνέχεια τη βάση για την οργάνωση της Καλυμνιακής κοινωνίας και την οικονομική και επιχειρηματική ανάπτυξή της.
Εξελέγη Βουλευτής το 1952 έως το 1956 διεκρίθη για την κοινοβουλευτική του δράση, τη συνεχή παρουσία του στη Βουλή και τις μεστές και εμπεριστατωμένες αγορεύσεις του, για τις οποίες αποσπούσε πάντοτε τον θαυμασμό των συναδέλφων του. Το 1963, καθώς και το 1964, επανεξελέγη Βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος τον περιέβαλε με την προσωπική του φιλία και εκτίμηση και του ανέθεσε το Υφυπουργείο Εμπορίου. Ευρισκόμενος στην κυβέρνηση, συνέχισε το δημιουργικό του έργο, αυξάνοντας, βελτιώνοντας και επεκτείνοντας τις υποδομές της Καλύμνου. Κατά την αναχώρησή του από την Κάλυμνο, φωταγωγήθηκε όλη η πόλη, συγκεντρώθηκε πάρα πολύς κόσμος στην πλατεία και στον προβλήτα και χτυπούσαν χαρμόσυνα οι καμπάνες.
Σε όλη του την πολιτική διαδρομή συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη της σπογγαλιείας, συνεργαζόμενος με τον Γεώργιο Σακελλαρίδη και τους επαγγελματίες πλοιάρχους σπογγαλιείας, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος Γαλόπουλος, ο Μικές Ζηρούνης, ο Μικέλος Λυσγάρης, οι Σπύρος και Στέργιος Ατσάς, ο Παντελής Γκινής –«Ντιρλαντάς» κ.α. Δημιούργησε τον Γεωργικό Συνεταιρισμό Βαθέος, στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι αγρότες του Βαθύ και είχε πολύ μεγάλη οικονομική άνθιση ο Βαθύς, φθάνοντας τους 1.200 κατοίκους. Κατά την παραμονή του στο Υφυπουργείο Εμπορίου, συνεργάσθηκε με κορυφαίους Υπουργούς της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου, όπως τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, Σταύρο Μπίρη, Αλέξανδρο Μπακλατζή κ.α., ώστε να γίνουν μεγάλες επενδύσεις στην Κάλυμνο και έτσι, φτιάχτηκαν δρόμοι, σχολεία, βελτιώθηκαν οι εγκαταστάσεις και έγινε επέκταση του προβλήτα-λιμενοβραχίονα της Καλύμνου, ενώ άνθισε η σπογγαλιεία, με άδειες τις οποίες φρόντισε να παίρνουν από την Αιγυπτιακή και Λιβυκή κυβέρνηση.
Διεκρίνετο για την ευρεία και πολύμορφη ιστορική και πολιτική μόρφωσή του. Ήτο πολύγλωσσος και ομιλούσε απταίστως την αγγλική, γαλλική και ιταλική γλώσσα, ενώ ήτο βαθύς γνώστης της ιστορίας. Κατά τις δημόσιες ομιλίες του ουδέποτε χρησιμοποιούσε χειρόγραφο κείμενο ή σημειώσεις και συνήρπαζε τα πλήθη με την ευφράδεια του λόγου του και την άμεση επικοινωνία και ανταπόκριση που είχε, ανταποκρινόμενος στις επευφημίες του κόσμου, ο οποίος πολλές φορές τον σήκωνε στους ώμους του.
Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας συνελήφθη δύο φορές για την αντιδικτατορική του δράση. Μάλιστα, για να τρομοκρατήσουν και τους υπόλοιπους Καλυμνίους, τον μετέφεραν σιδηροδέσμιο επάνω σε ανοικτό τζιπ, από το Αστυνομικό τμήμα έως και το λιμάνι. Μεταφέρθηκε αρχικώς στα κρατητήρια της Ακτής Μουτσοπούλου στον Πειραιά και στα υπόγεια της οδού Λαμψάκου στην Αθήνα μαζί με τον Θεόφιλο Παπαμιχαήλ και τη δεύτερη φορά στο Στρατόπεδο του Γουδή.
Μέχρι και το τέλος της φυσικής του ζωής, δεν έπαυσε από του να εκφέρει δημόσια τον λόγο του, να εκφράζει θαρραλέα τις απόψεις του και να παρέχει την προσωπική του βοήθεια και συνδρομή σε όποιον Καλύμνιο του τη ζητούσε.
Με τη συμπλήρωση σήμερα των 30 ετών από του θανάτου του, καταγράφουμε αυτά τα λίγα γεγονότα, σαν μικρή συμβολή στην ιστορία της Καλύμνου και θεωρούμε ως κορυφαία στιγμή της ζωής του, ως πράξη αυτοθυσίας και γενναιότητας, την εθελοντική κατάταξή του στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων και τη συμμετοχή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με άγνωστο και απρόβλεπτο τέλος αυτής του της τολμηρής και θαρραλέας απόφασης, παρά το γεγονός ότι είχε οικογένεια με τρία μικρά παιδιά, καθώς και την εν συνεχεία φυλάκισή του.
24 Μαΐου 2020
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ
Μικές, Αλφρέδος, Αντώνης, Μαρία και Άννα
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ




Αφιέρωμα από την ειδική έκδοση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΒΙΟΥ»


