Το παλιό Καλύμνικο Καφενείο-Γράφει ο Νικήτας Σ.Καραφυλλάκης.

707
Nikitas Karafyllakis

Νικήτας Σκ.Καραφυλλάκης,Εκπαιδευτικός, Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία

Το σύγχρονο καφενείο στο νησί μας μπορεί να στεγάζεται σε μεγαλύτερους χώρους, να διαθέτει περισσότερα τραπέζια, αναπαυτικότερα καθίσματα, μεγαλύτερη και πλουσιότερη ποικιλία σε υγρά ή στερεά σκευάσματα που να ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό πελάτη τους, όμως έχει χάσει την αίγλη, τη ζεστασιά,τον κοινωνικό, οικονομικό και παιδευτικό ρόλο που είχε πριν και μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ο παλιός παραδοσιακός καλύμνικος καφενές.

Σε μια εποχή, που η τηλεόραση δεν είχε ανακαλυφθεί, που το ραδιόφωνο βρισκόταν σε ελάχιστα σπίτια των πιο ευκατάστατων Καλύμνιων και οι εφημερίδες δεν κυκλοφορούσαν στο νησί, τα καφενεία ήταν ο χώρος συναναστροφής, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας του ανδρικού πληθυσμού, ο οποίος σύχναζε σχεδόν στο σύνολό του σ’ αυτά.

Τον βασικό ρόλο στην ενημέρωση και τον σχολιασμό των γεγονότων είχαν αναλάβει, βέβαια, οι σπουδασμένοι και φωτισμένοι συμπατριώτες μας, οι οποίοι είχαν τις γνώσεις και τον τρόπο να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο.

Από τα καφενεία, τα νέα, οι σκέψεις, οι απόψεις και οι κρίσεις μεταφέρονταν στα σπίτια και στις οικογένειες. Έτσι, δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί η άποψη ότι το καφενείο της προπολεμικής και μεταπολεμικής περιόδου ήταν ο διαμορφωτής της Κοινής Γνώμης στην Κάλυμνο!

Δεν χρειαζόταν να “βλέπει” κανείς τα φλιτζάνια τού καφέ των συμπατριωτών του, για να υποστηρίξει με σιγουριά ότι το εθνικό και πατριωτικό φρόνημα, όσων σύχναζαν στα καφενεία, γινόταν όλο και πιο ακμαίο και δυνατό. Το αντίκρισε στα αδρά χαρακτηριστικά των προσώπων, στην αγέρωχη κορμοστασιά, στο θάρρος και τη θέρμη του λόγου και της συμπεριφοράς τους, ακόμα και στα πιο δύσκολα και επικίνδυνα χρόνια της σκλαβιάς και του πολέμου, τα οποία πολλές φορές έθεταν σε κίνδυνο την προσωπική ελευθερία και τη ζωή τους. Η εκτίμηση και ο σεβασμός στα γράμματα και σ’ αυτούς που τα θεράπευαν στο νησί ήταν συναισθήματα διάχυτα και καθολικά.

Στο καλύμνικο καφενείο γεννήθηκε και πραγματώθηκε η ιδέα της ίδρυσης και λειτουργίας του Αναγνωστηρίου, του οποίου η ονομασία αφιερώθηκε στις Μούσες,τις θεραπαινίδες των Γραμμάτων και των Τεχνών. Το μοναδικό πνευματικό ίδρυμα σ’ ολόκληρη τη Δωδεκάνησο με την πανελλήνια αναγνωρισμένη προσφορά του στον πολιτισμό και το Έθνος. Το πνεύμα, το φρόνημα, η ανυπότακτη στάση και δράση των Καλύμνιων στον αντιστασιακό αγώνα κατά των Ιταλών κατακτητών γαλουχήθηκε και γιγαντώθηκε στον ιερό χώρο του. Στον καλύμνικο καφενέ έκλειναν τα συμβόλαια οι καπεταναίοι με τους δύτες και τα πληρώματα, οι χρηματοδότες με τους πλοιάρχους και τους σπογγεμπόρους.

Στο καφενείο έβρισκαν κι έκλειναν δουλειές οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι καλλιεργητές, οι ναυτικοί, οι ψαράδες. Στεριανοί και θαλασσινοί, συνήθως απόμαχοι της δουλειάς, με τον ναργιλέ ή με το στριφτό σέρτικο τσιγάρο, έπαιρναν το ελληνικό καφεδάκι, το λουκούμι ή τη ρακή τους στα ξύλινα τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες στους πολυάριθμους καφενέδες της Πόθιας και του Χωριού. Σχολίαζαν την καθημερινότητα, τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τα βάσανα τους, τις επιτυχίες και τα κατορθώματά τους. Με τη βαριά δωρική προφορά τους, με το μοναδικό, πλούσιο κι εκφραστικό καλύμνικο γλωσσικό τους ιδίωμα που δεν το περιφρονούσαν ούτε οι εμβριθέστεροι γνώστες της αρχαιοπρεπούς καθαρεύουσας!

Για τους Καλύμνιους δύτες το καφενείο λειτουργούσε όπως σε παλαιότερες εποχές το πανδοχείο στους κουρασμένους οδοιπόρους στα μακρινά και επικίνδυνα ταξίδια τους.

Ο Καλύμνιος σφουγγαράς για τον μισό χρόνο που έμενε στο σπίτι και στο νησί του, στον καφενέ και την ταβέρνα ξεχνούσε και διασκέδαζε τους φόβους και τους κινδύνους που αντιμετώπιζε καθημερινά στα ψυχρά, σκοτεινά και αφιλόξενα βάθη της θάλασσας. Έβρισκε στον χορό, το τραγούδι, το ποτό και τη μέθη, τη λήθη στις απάνθρωπες συνθήκες της δουλειάς του. Περιφρονούσε, ξόδευε και σπαταλούσε ασυλλόγιστα το χρήμα που κέρδιζε, γιατί δεν ήξερε, αν στο επόμενο ταξίδι θα είχε την τύχη να γυρίσει γερός και ζωντανός. Κερνούσε όλους σε όλα τα τραπέζια, για ν’ ακούσει από τα χείλη τους τ’ όνομά του και την ευχή τους: “Στην υγειά σου”, την οποία καθημερινά ζητούσε και από τον Αη- Νικόλα, τον προστάτη όλων των θαλασσινών, που για χάρη του κτίστηκε μεγαλόπρεπη εκκλησιά πάνω από το λιμάνι. Εκεί πήγαιναν τα έσοδα της τελευταίας βουτιάς τού σφουγγαρά κάθε χρόνο!

Όλες οι καθημερινές επαγγελματικές και ψυχαγωγικές ανάγκες των νησιωτών στο καφενείο μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Να πάρουν μερικές βαθιές ανάσες από τον καθημερινό μόχθο, να αλλάξουν παραστάσεις, να αστειευτούν, να πειράξουν, να παίξουν, να ξεχάσουν για λίγο τις δυσκολίες και τα οικογενειακά τους προβλήματα. Μακριά από τα σπίτια, τις έγνοιες και τη βαβούρα των παιδιών τους, τα οποία πολλές φορές ξεπερνούσαν σε αριθμό ένα μεγάλο μονοθέσιο σχολείο!

Το καλύμνικο καφενείο μετατρεπόταν σε κέντρο διασκέδασης την περίοδο της Αποκριάς. Μια τσαμπούνα, ένα λαούτο, μια κιθάρα, ένα βιολί στα χέρια κάποιου ερασιτέχνη μερακλή αρκούσε, για να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα. Να γλεντήσουν ώς τα ξημερώματα μικρές συντροφιές φίλων, συναδέλφων ή συγγενών.

Σε καφενεία και ταβέρνες γιόρταζαν σημαντικά προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά γεγονότα: Ονομαστικές γιορτές, βαφτίσια, αρραβώνες, γάμους. Σε θερινά καφενεία με μεγάλα προαύλια στον Γαϊδουρόραχο, στις Ελιές, στη Μαρίσκα, στο Τσουκαλειό, στον Αρχάγγελο, περιφερόμενοι θίασοι Καραγκιόζη έδιναν παραστάσεις,τις οποίες τιμούσαν όλες οι ηλικίες!

Οργάνωναν χοροεσπερίδες σε πίστες με Καλύμνιους τραγουδιστές, την Κάκια Μέντρη, τον Μιχάλη Ζουλουφό, τους αδελφούς Γουρλά και πολλούς άλλους αυτόκλητους καλλιτέχνες. Το παλιό καλύμνικο καφενείο δημιουργούσε τόσο δυνατές σχέσεις γνωριμίας και φιλίας που σχεδόν πάντα οδηγούσαν και στη σύναψη στενότερων δεσμών πνευματικής συγγένειας μεταξύ των θαμώνων του. Έχοντας οι περισσότεροι πολυμελείς οικογένειες, βάφτιζαν ή πάντρευαν μεταξύ τους παιδιά. Γιαυτό και όταν ένας Καλύμνιος έμπαινε στο καφενείο, δεν υπήρχε περίπτωση να μη δοθεί παραγγελιά για κέρασμα από φίλους, συντέκνους, κουμπάρους, γαμπρούς ή συμπεθέρους. Τα επίθετα ήταν για τους νησιώτες περιττά. “Με το μικρό του τ’ όνομα ένας τον άλλο κράζει”- για να θυμίσουμε έναν ωραίο στίχο ποιητή για τους συγχωριανούς του.

Στα καφενεία έφερναν τα “γράμματα ” των ξενιτεμένων παιδιών και συγγενών τους οι αγράμματες Καλυμνιές, για να τους τα διαβάσει κάποιος “γραμματισμένος”. Να δώσουν τέλος στην αγωνία τους, να μάθουν τα “περί υγείας τους”. Τα είχαν ανοίξει, φυσικά, νωρίτερα στο σπίτι, είχαν βρει και φυλάξει το “τσεκάκι” που συνήθως συνόδευε την κάθε επιστολή τους και είχαν δώσει χίλιες ευχές για τη διπλή χαρά που τους πρόσφεραν!…

Τέλος, στο μικρό παλιό παραδοσιακό καλύμνικο καφενείο, σε κάποια γωνιά του, μακριά από τα περίεργα και αδιάκριτα βλέμματα των συμπατριωτών του, ο πατέρας ή ο προξενητής έπαιρνε κι έδινε πληροφορίες, ή ζητούσε γαμπρούς και νύφες, αφού το συνοικέσιο και ο γάμος ήταν υπόθεση των γονιών και όχι των νέων!…

Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε η εποχή της εξέλιξης και της προόδου!… Τη θέση του παραδοσιακού καφενείου πήρε η καφετέρια, περισσότερο αναπαυτική, πιο φωτεινή και λαμπερή, περισσότερο όμορφη και γοητευτική με την παρουσία και του ωραίου φύλου, του οποίου το” άβατο” κατήργησε. Με καπουτσίνους, φρέντους, εσπρέσσους, στιγμιαίους ζεστούς ή παγωμένους και αρωματισμένους καφέδες, με γλυκά, μπύρες και αναψυκτικά, κέρδισε το μεγαλύτερο μερίδιο της πελατείας του και το οδήγησε στην ανυποληψία και την παρακμή. Κάποιοι, με εικόνες, μνήμες και βιώματα από το χαμένο μακρινό παρελθόν του νησιού μας, εξακολουθούν να παραμένουν πιστοί στον παλιό καλύμνικο καφενέ, όπως τον γνώρισαν στα περασμένα…

Με τα μικρά ξύλινα τραπεζάκια και τις ψάθινες καρέκλες, συντροφιά με τους ανθρώπους του μόχθου!… Όπου τον συναντήσουν, τον στηρίζουν με την παρουσία τους. Παραγγέλνουν έναν καφέ κι ένα λουκούμι, αν τους το επιτρέπει το σάκχαρό τους!… Βρίσκουν το περιβάλλον του πιο οικείο και φιλικό. Τη γεύση τού καφέ περισσότερο απολαυστική. Το άρωμά του πιο νοσταλγικό!…

Απόσπασμα, σε διασκευή, από ηθογραφικό κείμενο στον ΚΑ’ τόμο τν Καλ. Χρονικών. Κάλυμνος, 17 Αυγ. 2021 Νικήτας Σκ.Καραφυλλάκης