Η ωραιότερη γειτονιά της Καλύμνου.(Η γειτονιά των παιδικών μου χρόνων)-Γράφει ο Νικήτας Καραφυλλάκης*

1558
Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%82.jpg
*Νικήτας Σκ.Καραφυλλάκης, Εκπαιδευτικός, Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Μαράσλειος Παιδαγωγική

Τα παιδικά μαθητικά μας χρόνια, που ακολούθησαν μετά τη λήξη του πολέμου και την απελευθέρωση των νησιών μας, σφραγίστηκαν με μνήμες και βιώματα μοναδικά.

Το 1946 εγκαταλείψαμε τις “Ελιές” και μετακομίσαμε στο σπίτι που είχαμε στην περιοχή του Πέρα Σχολείου, στην Πόθια. Πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια από τη λήξη των βομβαρδισμών της Καλύμνου. Εννιά περίπου χιλιάδες Ποθιανοί γύρισαν στα σπίτια τους από την Παλαιστίνη και τους εξοχικούς οικισμούς της Καλύμνου, όπου είχαν καταφύγει, για να επιβιώσουν. Οι παπάδες ξαναβρήκαν τους ενορίτες τους, οι γονείς τις δουλειές τους κι εμείς τα παιδιά τις δικές μας, τα μαθήματα και τα παιχνίδια…

Κάθε μία από τις 11 ενορίες της πόλης μας είχε τις γειτονιές της και τον δικό της ιερέα. Την καινούργια γειτονιά μας, διεκδικούσαν τρεις ενορίες! Της Καλαμιώτισσας, του Χριστού και του Αγίου Θεολόγου! Αυτό ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα, γιατί και οι τρεις εφημέριοι, καθώς ήταν άμισθοι, πάσχιζαν να έχουν περισσότερες οικογένειες στο ποίμνιό τους… Σε κάθε γιορτή, σε κάθε μας ευχάριστο ή δυσάρεστο γεγονός, έπρεπε οι γονείς να δίνουν το παρόν και να προσφέρουν τον οβολό τους και στους τρεις, για να έχουν την ευλογία των αγίων και τη δική τους!… Αλλά αυτά ήταν ζητήματα που αφορούσαν τους μεγάλους. Εμείς, πάντως, πηγαίναμε στην Καλαμιώτισσα, που είχε πάντα τον ωραιότερο επιτάφιο και τον παπα-Γιώργη Κασσάρα, το “Σιριμάκι”, όπως τον ήξεραν όλοι, τον πιο μελωδικό στην Πόθια, που τη Μεγαλοβδομάδα, στα πάθη του Χριστού, ήταν πάντα δακρυσμένος! …

Η γειτονιά μας είχε πολλές οικογένειες με πολλά συνομήλικα παιδιά, με κοινές προθέσεις για παιχνίδι, καθημερινά. Βρισκόταν σε αναπνοή από την παραλία με τους πολλούς σφουγγαράδικους αχταρμάδες.Τους καμαρώναμε κάθε φορά που κατεβαίναμε με τα καλαμίδια για ψάρεμα στα “κορδόνια” και στον περίγυρο του μεγάλου λιμανιού μας.

Είχε το σχολειό μας στο ψηλότερο μέρος της, για να φωτίζει καλύτερα όλα τα παιδιά της με τα δικά του “φώτα”, όπως μας έλεγαν οι γονείς μας! Στο κάτω μέρος της αυλής του, δίπλα στο σημερινό νεοκλασικό μουσείο του Κυράννη, λειτουργούσε χειρουργική Κλινική με γιατρό τον συμπατριώτη μας Ανάργυρο Στεφαδούρο. Άλλοι δύο γιατροί για τις αρρώστιες μας διάλεξαν να κατοικούν κοντά μας. Ο Θωρής Τηλιακός και ο Θεμιστοκλής Κουλλιάς. Και οδοντίατρο είχαμε, τον Μιχάλη τον Κόκκινο! Δίπλα μας έμενε και η Μαρία η Λοΐζενα, η μαμή που ξεγεννούσε στα σπίτια όλα τα παιδιά της γειτονιάς και όχι μόνο. Και τρεις γυμνασιάρχες, τον Γιάννη Ζερβό, τον Γιώργο Κουκούλη και τον Νικόλα Δράκο! Και δύο καθηγητές, τον Μιχάλη Σωτηρίου και τον Αντώνη Μαγκάκη, ο οποίος κάθε φορά που περνούσε μπροστά από τα σπίτια μας, έκανε αισθητή την παρουσία του, καλημερίζοντας ζεστά, φιλικά και εγκάρδια, με τη στεντόρεια φωνή του, με το μικρό του τ’ όνομα, κάθε γείτονα που συναντούσε! Αλλά και επαγγελματίες, υπαλλήλους και εργάτες του μόχθου και του μεροκάματου. Τους γεωργούς, Αποστόλη Μαμάμα με 9 παιδιά, και τον Συμεών Αλεξιάδη με το ξέφραγο περιβόλι του, που άφηνε τα παιδιά να βγάζουν και να τρώνε τις ρίζες από τα κουνουπίδια του! Και τη Λάμπρενα Τυρίκου, με τη χειροκίνητη αντλία στο πηγαδάκι της, που ζητούσε να γεμίζουμε τη μικρή χαβούζα της με νερό, για να μας επιτρέπει να τρώμε συκάμινα, στην εποχή τους! Είχε επίσης τρεις επιπλοποιούς, τον Γιάννη Γαβαλά, τον Σκεύο Καραφυλλάκη και τον Γιάννη Κουβάρη, οι οποίοι, μαζί και με άλλους συναδέλφους τους από ολόκληρο το νησί, εξόπλιζαν και στόλιζαν σπίτια κι εκκλησιές. Και δύο άριστους τεχνίτες μηχανικούς: Έναν Τούρκο που τον βάφτισε “Μανώλη” ο παππούς τού μαθηματικού Γιώργου Αυγουστίνου, μαζί με τον δικό μου, Λεωνίδα! Και από τον πρώτο πήρε το επίθετο, ενώ στον δεύτερο υποσχέθηκε το όνομα στο πρώτο του αγόρι! Ήταν ο Μανώλης Αυγουστίνος, ο Τουρκομανώλης, και ο γιος του, ο Λεωνίδας, που ‘χαν το καλύτερο Μηχανουργείο στη σημερινή θέση της vodafone! Κι έναν δεύτερο, Ιταλό. Επειδή ήταν πολύ καλός, φιλικός κι ευγενικός, η γειτονιά τον “βάφτισε” με τ’ όνομα “Καλοσυγγενή” κι έτσι τον προσφωνούσε ο κόσμος όλος, όταν τον συναντούσε! Η γυναίκα του Λεριά, ήταν η πρώτη με βαμμένα χείλη στο νησί μας! Άλλες τη ζήλευαν κι άλλες την κατηγορούσαν!…

Ακόμα η γειτονιά μας είχε σφουγαράδες και ψαράδες. Τον κρεοπώλη της Γιάννη Καπετανή, τον τσαγκάρη της Μικέ Ρούσσο, τους τεχνίτες οικοδόμους Μιχάλη και Χαράλαμπο Γαλουζή και τον καπετάνιο της Θωρή Κουρούνη, με το “Αγγελικώ” του, το εμπορικό και επιβατηγό πλοιάριο που συνέδεε καθημερινά το νησί μας με την Κω. Και τον λοστρόμο του, τον Κωσταντή Γάτη, τον οποίο οι Κώτες παραγωγοί παρακαλούσαν στα μεταξύ τους νταλιβέρια να τους κλέβει στα ζύγια και στους λογαριασμούς, “αλλά λίγο(!)” , αφού είχαν μάθει το κουσούρι του! Οι ίδιοι δεν φρόντισαν να πάνε ποτέ σε σχολειό, για να γνωρίσουν τον Πυθαγόρα και τους αριθμούς του!.. Μολύβι και χαρτί δεν είχαν πιάσει στη ζωή τους! Κοντά μας είχαμε και τον παγοποιό Νικόλα Ρήγα και τη γυναίκα του Σεβαστή που ήταν μια από τις πέντε δασκάλες μας. Τους εμπόρους Σταμάτη Κουτούζη, Μιχάλη Κυράννη, Μικέ Μπαϊραμίδη, Αντώνη Τάταρη και Μηνά Βαρδαούλη. Ο τελευταίος τροφοδοτούσε τη μισή Κάλυμνο με κάρβουνα για μαγκάλια, μαγειρέματα και σιδερώματα. Τους πρώτους μηχανοκίνητους μεταφορείς: Τον Παντελή Μαστόρο και τον Μιχάλη Καρδούλια που εφτά ώρες την ημέρα επισκεύαζε τη μοτοσυκλέτα του – απομεινάρι του πρώτου παγκόσμιου πολέμου- και μια τη δούλευε, για να συντηρεί οικογένεια δέκα παιδιών!

Τις μοδίστρες Σεβαστή Βάλλα και Μαρίκα Μαμάκα, στις οποίες μάθαιναν τέχνη, για να γίνουν καλές νοικοκυρές, όσες κόρες δεν συνέχιζαν το σχολειό μετά την αποφοίτησή τους από το δημοτικό. Την Άννα Σκυλλά, χωρίς παιδιά, για να νιώθει τη λαχτάρα τους για παιχνίδι, με το σπίτι της στη μέση του σχολικού μας γηπέδου. Εννιά μήνες τον χρόνο είχε άρρωστη κι ετοιμοθάνατη τη μητέρα της(!) και τρεις μήνες εφτάγειανη(!) , όταν φεύγαμε στις εξοχές για μπάνια και νερό που δεν είχε η πόλη μας, τα καλοκαίρια! Μάλλωνε και απειλούσε κάθε φορά που παίζαμε ποδόσφαιρο, πως θα μας κόψει με ψαλίδι την μπάλα, αν έπεφτε στα χέρια της! Απειλή που δεν τη λογαριάζαμε, γιατί οι μπάλες μας ήταν από κουρέλια και κοψίδια σφουγγαριών που τα παίρναμε από τις αποθήκες και τα εργαστήρια επεξεργασίας, τα οποία αφθονούσαν στο νησί μας. Τα ράβαμε σφιχτά σε σκληρό πανί και σε σχήμα που το φανταζόμασταν στρογγύλο!… Αντίθετα, συμπαθούσαμε τη γειτόνισσά της, Σεβαστή Κυράννη – σε μεσοτοιχία τα σπίτια τους. Κάθε φορά που έπεφτε η σφουγγαρόμπαλα στο κατοικημένο της ισόγειο, στην αυλή ή και μέσα στην κουζίνα της, την παρέδιδε με χαμόγελο στα χέρια μας! Ακόμα στη γειτονιά μας είχαμε έναν φτωχό βιοπαλαιστή με χειροκίνητο κάρο. Έχασε όνομα κι επίθετο, επιστρέφοντας από τη Ρωσία με την οικογένειά του, όταν καταστράφηκε οικονομικά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και τα ‘χασε όλα! Κράτησε την εργατικότητα και την οικογενειακή του αξιοπρέπεια. Ήταν ο Φίλιας, ο πρόθυμος, ο έμπιστος, ο φθηνός και υπεύθυνος μεταφορέας κάθε Καλύμνιου ταξιδιώτη με καράβι, μέρα και νύχτα! Για το ήθος και τις υπηρεσίες του τιμήθηκε αργότερα από τον Δήμο μας

Ακόμα και δύο καλλιτέχνες, γένους θηλυκού, διέθετε η γειτονιά μας! Τη Θεμελίνα Αλαχιώτη και την Άννα Καραφυλλάκη. Αφού στην αρχή δέχτηκαν τις συζυγικές ειρωνείες για το χόμπυ και το ταλέντο τους, στη συνέχεια έπεισαν τους άντρες τους, ότι μπορούσαν να τους απαλλάσσουν από τη σοβαρή δαπάνη των δώρων σε γάμους, βαφτίσια και ονομαστικές γιορτές!

Φιλοτεχνούσαν πίνακες, με τους οποίους οι αποδέκτες θα στόλιζαν τα σπίτια τους που ώς τότε “κοσμούσαν” αποκλειστικά φωτογραφίες όλων των τεθνεώτων συγγενών, μέχρι τέταρτης γενιάς! Για να γίνουν, επιτέλους, πιο φωτεινά και χαρούμενα! Τοπία, από το πλούσιο φυσικό περιβάλλον της Καλύμνου. Θαλασσογραφίες και λουλούδια υπήρξαν τα θέματά τους, με κυρίαρχο την Τέλενδο, την οποία, από τις πολλές φορές, στο τέλος τη ζωγράφιζαν και με κλειστά μάτια!..

Και αρκετές άλλες οικογένειες ζούσαν σε ιδιόκτητα σπίτια στη γειτονιά μας. Στην πλειοψηφία τους πολύτεκνες, με περισσότερα από πέντε παιδιά. Αυτό δεν ήταν πάντοτε ευχάριστο για μας, γιατί συνήθως είχαμε “πλεόνασμα προσωπικού” στα παιχνίδια μας και οι καθυστερημένοι στην προσέλευση δεν έβρισκαν “δουλειά”…

Στη γειτονιά μας ήταν και η έδρα της Φιλαρμονικής του Δήμου, λίγο πιο κάτω από το Παγοποιείο του Νικόλα Ρήγα. Σε κτήρια που στέγαζαν την ιταλική Καζάρμα. Πίσω από το σπίτι μας είχαμε το Φυτώριο του Λάζαρου Ζαραφωνίτη, ο οποίος με το μεράκι και την αγάπη του στο νησί, άρχισε να πρασινίζει τα βουνά και τους δρόμους του. Στη διάρκεια της μαθητικής ζωής κάθε Καλυμνάκι, δύο τρεις φορές τον χρόνο, με μια γλάστρα στον ώμο και αμοιβή την έξοδο από τη σχολική τάξη και το χάσιμο των μαθημάτων, που σήμαινε λιγότερο χρόνο μελέτης για την επόμενη μέρα, ανέβαινε αγόγγυστα στην πλαγιά του Αγίου Πέτρου για φύτεμα, με χαρά και τραγούδι! Απέναντι, τον καλύτερο ξυλόφουρνο της Καλύμνου, του Κλεάνθη Λοΐζου, που προμήθευε με γαλέτες τα περισσότερα σφουγγαράδικα ντεπόζιτα στο εξάμηνο ταξίδι τους στα παράλια της Αφρικής.

Οπως το κέντρο κάθε κύκλου είναι μια κουκίδα, έτσι και το μικρό μαγαζάκι του Θεολόγου Πιζάνια, δίπλα στην Κλινική και το σχολικό προαύλιο, εκεί ακριβώς που σήμερα υψώνεται ένα τετραώροφο κτήριο, ήταν το σημείο αναφοράς για όλες τις οικογένειες. Σ’ αυτό οι νοικοκυρές ικανοποιούσαν την κάθε τους επείγουσα ανάγκη. Από τη βελόνα, τις κλωστές και τα σπίρτα μέχρι το αλεύρι, τα όσπρια, το λάδι και το πετρέλαιο. Αρκεί να έδινε ο πελάτης την παραγγελία … έξω από το μαγαζάκι του, όχι λόγω κορονοϊού, που ευτυχώς δεν είχε εμφανιστεί τότε στο νησί μας, αλλά γιατί δεν χωρούσε άλλος, εκτός από τον ίδιο! Άκληρος και πάσχοντας από μια ασθένεια που οι μεγάλοι την έλεγαν “Πάρκινσον”, από την οποία χέρια, πόδια και ομιλία έτρεμαν, οι μητέρες μας τον στήριζαν. Αλλά κι εμείς, με το αζημίωτο, γιατί ήταν κοντά μας και δεν χασομερούσαμε από τη μελέτη ή τα παιχνίδια, πηγαίνοντας σε μακρινά καταστήματα.

Η γειτονιά μας υπήρξε, για όλα αυτά, μία αυτάρκης κοινωνία, μια μικρή “Χώρα” που ικανοποιούσε κάθε της ανάγκη, χωρίς να κάνει εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών από άλλους νομούς ή περιφέρειες, συγγνώμη, από άλλες γειτονιές ή ενορίες…

Από τη γειτονιά μας περνούσαν τρεις λιθόστρωτοι δρόμοι, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τους μεγάλους στις μετακινήσεις και στις μεταφορές κι εμάς σε πολλά παιχνίδια, για τα οποία η παρουσία τους ήταν αναγκαία. Είχε επίσης στον γύρο της πέντε ελεύθερους χώρους για τη δεύτερη επαγγελματική μας απασχόληση… Και τι δεν είχε! Τη μάντρα αυτοκινήτων, δίπλα στο Φυτώριο, με τα χαλασμένα τζιπάκια που εγκατέλειψαν, Ιταλοί και Γερμανοί, πάνω στα οποία μαθαίναμε οδήγηση! Την πλαγιά του Αγίου Πέτρου, ένα βήμα πίσω από το σχολειό μας! Εκεί, πετούσαμε όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή χαρταετούς, “πουλιά” που σκέπαζαν με τις τεράστιες ουρές τους τον ουρανό για ώρες με κάθε καιρό, ακόμα και στα ψιλοβρόχια! Το μονοπάτι που οδηγούσε στη Χώνη με τα καταπράσινα ελεύθερα χωράφια της, για να βόσκουμε τ’ αρνάκια μας, πετώντας ταυτόχρονα καμουζέλες και τρουμούλες με τα καρέλια κλωστής που κλέβαμε κρυφά από τις μανάδες μας! Αν δεν φύσαγε αέρας, δεν μέναμε άπραγοι. Μαζεύαμε και τρώγαμε γλυκά καρακατσούνια που αφθονούσαν στην περιοχή.

Κοντά μας ήταν και η Φανταρία, ο ιταλικός στρατώνας, όπου μαθαίναμε και κάναμε ποδήλατο με ορθοπεταλιές, γιατί τα ξαδέρφια, Χατζηλάου και Μαμάκας, ενοικίαζαν μόνο ψηλά ανδρικά ποδήλατα και τα πόδια μας δεν φτάνανε στα πετάλια.

Μα εκείνο που την ξεχώριζε και για το οποίο μας ζήλευαν όλες οι γειτονιές της πόλης, ήταν, στα παιδικά μας μάτια, το μεγάλο και το μικρό σχολικό προαύλιο, χωμάτινο με πασχαλιές στον γύρο που μας μεθούσαν με το άρωμά τους. Και οι αλάνες και τα μεϊτάνια γύρω από τα σπίτια μας που κάλυπταν τις ανάγκες για παιχνίδι σε αγόρια και κορίτσια.

Τώρα πια δεν βλέπαμε Ιταλούς και Γερμανούς στους δρόμους, ούτε αεροπλάνα στον ουρανό να μας φοβίζουν, ούτε οβίδες να χτυπούν τα σπίτια μας και μυδράλιες να κροταλιζουν στ’ αυτιά μας.

Το καθημερινό ψωμί και το κρέας, μια φορά τη βδομάδα, δεν έλειπε από κανένα σπίτι κι ας ήταν το βάρος του μισό, από εκείνο που πλήρωναν οι γονείς μας! Το άλλο μισό ήταν τα κόκκαλα και το βαρύ χασαπόχαρτο που τα τύλιγε! Το πρωινό μας μια φέτα ψωμί με λαδάκι κι αλάτι, ή λίγα σύκα στην τσέπη. Στο σχολείο ένα κύπελλο γάλα από σκόνη, μια φέτα ψωμί και λίγο τυράκι στο πρώτο διάλειμμα, μας κρατούσαν γερά στα πόδια, μέχρι να σχολάσουμε. Μετά από μια τέτοια αλλαγή, που την είδαμε πιο φωτεινή και από εκείνη που μας έφερε η μετάβαση, από το αμυδρό φως του καντηλιού και της λάμπας, στο ηλεκτρικό φως της πόλης μέχρι τα μεσάνυχτα, πώς να μη θεωρήσουμε τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τις τραυματικές εμπειρίες του μεγάλου πολέμου, χρόνια χαράς κι ευτυχίας που παραμένουν σαν στρείδια κολλημένα στον νου και στην ψυχή μας; Και πώς να μη θεωρούμε τη γειτονιά μας, τη γειτονιά του Πέρα Σχολείου, ως την ωραιότερη στο νησί μας; Δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από καμιά άλλη. Αντίθετα είχε πολλές αρετές που την ξεχώριζαν απ’ όλες…

(Θερμά ευχαριστώ τον παιδικό φίλο και γείτονα Μιχάλη Κουβάρη και τον συνάδελφο Μιχάλη Κυράννη για τις ανεκτίμητες φωτογραφίες που έθεσαν στη διάθεσή μου.)

1 Φεβρουαρίου 2022

Νικήτας Σκ. Καραφυλλάκης.