Αυτοί που εξόπλισαν και στόλισαν τις εκκλησιές και τα σπίτια μας-Του Νικήτα Καραφυλλάκη*.

719
*Νικήτας Σκ.Καραφυλλάκης, Εκπαιδευτικός, Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Μαράσλειος Παιδαγωγική

Κανένας επαγγελματικός κλάδος δεν πρόσφερε τόσα πολλά στον εξοπλισμό, τη λειτουργία και τον ευπρεπισμό του καλύμνικου σπιτιού, όσα ο κλάδος των Επιπλοποιών. Ο μαραγκός-επιπλοποιός στις προπολεμικές περιόδους στην Κάλυμνο, ήταν εκείνος που ανελάμβανε, μετά τους οικοδόμους, να δώσει πνοή και ζωή στο κτίσμα που θα στέγαζε τις ελπίδες και τα όνειρα σε κάθε νοικοκυριό. Προστασία από κάθε φυσικό ή ανθρώπινο κίνδυνο, τοποθετώντας κουφώματα και παραδίδοντας κλειδί.

Ήταν ο τεχνίτης που φρόντιζε να το εξοπλίσει με κρεβάτια, ντουλάπια, τραπέζια, καρέκλες, συρτάρια και ό,τι άλλο ο κάθε νοικοκύρης έκρινε χρήσιμο για τις δικές του απαιτήσεις. Να του δώσει λειτουργικότητα και εικόνα, οι οποίες να υπηρετούν τις καθημερινές οικιακές χρήσεις και να ικανοποιούν τις αισθητικές και συναισθηματικές του ανάγκες. Να του δημιουργήσει ατμόσφαιρα που να τον παρακινεί να παραμένει περισσότερο χρόνο κοντά του. Να νιώθει ασφαλής κι ευτυχής στον χώρο του.

Ο επιπλοποιός της “προμηχανικής” περιόδου υπήρξε ένας καλλιτέχνης, ένας γλύπτης, ο οποίος δεν διέφερε από εκείνον του χαλκού ή της πέτρας παρά μόνον στην πρώτη ύλη, από την οποία φιλοτεχνούσε τα δημιουργήματά του. Ήταν η εποχή που όλα γινόντουσαν στο χέρι. Μια τέχνη που απαιτούσε μακρόχρονη εκπαίδευση και εμπειρία, κοπιαστική και δύσκολη. Πολλά εργαλεία, δυνάμεις, αντοχές, ικανότητα σχεδιασμού και ακρίβεια.

Σήμερα οι νεότεροι συνάδελφοί του έχουν περιοριστεί στο καθαρά ξυλουργικό κομμάτι, αφού η βιομηχανική παραγωγή τούς εκτόπισε από το έπιπλο, όπως οδήγησε σε μαρασμό και εξαφάνιση τη ραπτική, την υποδηματική και πολλές άλλες τέχνες. Έχουν τόση εμπειρία οι σύγχρονοι ξυλουργοί στην κατασκευή του, όση έχουν οι αλουμινάδες στα κουφώματα που τοποθετούν και οι φαρμακοποιοί στην παρασκευή των σκευασμάτων που χορηγούν στους ασθενείς τους…

Δεν είναι εύκολο να δώσω τα πορτρέτα όλων εκείνων των ταλαντούχων επαγγελματιών. Υπάρχει ο κίνδυνος να παραλείψω ή να αδικήσω μερικούς. Ούτε ο περιορισμένος χώρος ενός αφιερώματος στη συμπαθητική συντεχνία τους το επιτρέπει. Θα περιοριστώ στους τέσσερεις κορυφαίους της ξυλοτεχνίας, έχοντας ως κριτήρια, τη χρονική διάρκεια που άσκησαν το επάγγελμά τους (πάνω από 40 χρόνια ο καθένας),τη μεταβατική περίοδο ( από το χέρι στη μηχανή), τον μεγάλο αριθμό ικανών διαδόχων που ανέδειξαν και το γεγονός ότι ήσαν οι μόνοι, ως οικογένειες ή άτομα, που έφεραν στο νησί όλα τα μυστικά της τέχνης, από την ελεύθερη Ελλάδα, ή την κοσμοπολίτικη Σμύρνη. Από κέντρα και σχολές που είχαν παράδοση και διέθεταν καλλιτέχνες που δεν είχε η Κάλυμνος, πριν από αυτούς.

Η περίοδος της οικοδομικής έκρηξης, την οποία γνώρισε η Κάλυμνος στη χρυσή εποχή της μεγάλης σπογγαλιευτικής παραγωγής στη διάρκεια της πρώτης τριακονταετίας του εικοστού αιώνα, βοήθησε στο να στραφούν πολλοί νέοι με ζήλο σε μια τέχνη, η οποία θα τους κρατούσε μακριά από τον ξεριζωμό, ή τη θάλασσα με τα αναρίθμητα θύματά της. Να αποκτήσουν ένα όπλο ικανό να τους κρατήσει στη στεριά και στον τόπο τους, κοντά στους φίλους και συγγενείς τους. Να ευδοκιμήσουν και να προκόψουν στο νησί που τόσο αγαπούσαν. Ήταν η συγκυρία, κατά την οποία συναντήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες με τους κατάλληλους ανθρώπους, για να σταθεί η Κάλυμνος ικανή να καλύψει από μόνη της και στον τομέα αυτό τις αυξημένες ανάγκες που δημιουργούσε η ραγδαία οικονομική της ανάπτυξη.

Διακρίθηκαν πολλοί και αξιόλογοι τεχνίτες, οι οποίοι σταδιοδρόμησαν με επιτυχία στην ιδιαίτερη και στη μεγαλύτερη πατρίδα τους αλλά και στο εξωτερικό. Ποιος από τις δύο προηγούμενες γενιές δεν έχει ακούσει τα ονόματα Θεόφιλου, Μικέ και Γιάννη Γαβαλά, Σκεύου Καραφυλλάκη, Γιώργου Ρούσσου, Μικέ Γαλαζομάτη, Γιάννη Κουβάρη, Σκεύου Καλαφάτη, Θωμά Σταματίου, Μιχάλη και Σταυρή Μιχαήλου, Δημήτρη Κορφιά, Πέτρου Σκυλλά, Νικόλα Λελέκη, Νικόλα Σκουμπουρδή* και πολλών άλλων στην πόλη και στη Χώρα της Καλύμνου;

Το καλύμνικο σπίτι, οι ναοί, τα μοναστήρια και τα σχολειά μας, τους γνώρισαν, τους ξεχώρισαν και τους εμπιστεύτηκαν.

Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους Καλύμνιους της επιπλοποιίας που άφησαν βαθύ το αποτύπωμά τους στο νησί, αξίζει ένα αφιέρωμα.

Όσοι προηγήθηκαν, δεν γνώρισαν την επανάσταση που έφεραν στο επάγγελμα τους οι ξυλουργικές μηχανές και όσοι ακολούθησαν, δεν μπορούσαν να κρύψουν τις δυσκολίες και αδυναμίες να τους μιμηθούν… Υπηρέτησαν την τέχνη με αγάπη, ευσυνειδησία, εντιμότητα και συνέπεια. Με επαγγελματικό και συναδελφικό ήθος. Είχαν την ικανότητα να φτιάχνουν τα πάντα. Από το ταπεινό σκαμνάκι μέχρι το πιο περίτεχνο έπιπλο και μεγαλόπρεπο τέμπλο. Καναπέδες, κομοδίνα, γραφεία, καρέκλες, τραπεζαρίες, κρεβάτια, μπουφέδες, κρυσταλιέρες, περίτεχνες σκάλες, ταβάνια, πατώματα, κεραμοσκεπές και κουφώματα. Όλα στο χέρι, χωρίς την αρωγή ηλεκτροκίνητων ή ρομποτικών μηχανημάτων που ξέρουν σήμερα από μόνα τους να σχεδιάζουν, να υπολογίζουν, να μετρούν, να κόβουν, να λειαίνουν, να συναρμολογούν, να συνδέουν και να κατασκευάζουν. Τα χειροποίητα δημιουργήματα των καλλιτεχνών- γλυπτών της καρυδιάς, της οξιάς, της βελανιδιάς και άλλων ποικιλιών ξύλου έφεραν τότε την υπογραφή σημαντικών επιπλοποιών και σκαλιστών που σφράγισαν με την παρουσία τους τρεις ολόκληρες γενιές, από τη δύση του 19ου αιώνα, μέχρι την άφιξη και χρήση της πρώτης ηλεκτροκίνητης μηχανής στην Κάλυμνο, το 1960

Όλη η γενιά εκείνη με τους τόρνους, τα χειροπρίονα, τα κοροστάρια, τις πλάνιες, τα σκαρπέλα, τα μαντικάπια τις ζήβες, τα νταβίδια, τις ψαρόκολλες, κάλυψαν τις πολλαπλές ανάγκες του νησιού στον τομέα του οικιακού εξοπλισμού. Έδωσαν εργασία κι έμαθαν τέχνη σε πολλούς νέους, την οποία άσκησαν στη συνέχεια στον τόπο τους, ή σε άλλες χώρες ως μετανάστες, όπου πρόκοψαν, απόκτησαν περιουσίες και δίδαξαν τα μυστικά της τέχνης και στη δεύτερη πατρίδα τους.

Επειδή η δουλειά τους ήταν χρονοβόρα, η κάθε επιπλοποιία έπρεπε να έχει πολλά χέρια για τον επιμερισμό της εργασίας, ανάλογα με την εμπειρία τους. Όπως και μεγάλους χώρους για να εργαστούν. Ο Αλέξης Σάμιος, ο οποίος δούλεψε πάνω από 30 χρόνια κοντά στον επιπλοποιό Σκεύο Καραφυλλάκη, θυμάται ότι υπήρχε εποχή που δούλευαν στο μαγαζί τους, στις Πατήθριες, περισσότερα από 12 άτομα σε 8 πάγκους! Μέχρι επτά “καρφάδες” απασχολούσε και ο Μικές Γαβαλάς στο μαγαζί του σε κεντρικό σημείο της Πόθιας, με τα τρία παιδιά του, τον Νικόλα, τον Θεοφίλη και τον Βασίλη. Αλλά τόσα είχε και ο Γιώργος Ρούσσος, με τα πέντε, επίσης, αγόρια του, τον Τάσο, τον Ηρακλή, τον Μιχάλη, τον Γιάννη και τον Αντώνη. Απολάμβανε τέτοια εκτίμηση και σεβασμό το επάγγελμα του μαραγκού-επιπλοποιού, ώστε κάθε πολύτεκνη οικογένεια παρακαλούσε τους τεχνίτες να δεχτούν ένα τους παιδί ως μαστορόπουλο, για να μάθει την τέχνη που τη θεωρούσαν και ιερή, γιατί την άσκησε ο Ιωσήφ, ο πατέρας του Χριστού.

Ο ΜΙΚΕΣ ΓΑΒΑΛΑΣ (1911-1992) ανήκε σε μια καλλιτεχνική ξυλογλυπτική οικογένεια με ρίζες καταγωγής από Σαντορίνη. Κορυφαίος ξυλογλύπτης με θαυμάσια ξυλόγλυπτα έπιπλα υπήρξε ο θείος του Θεόφιλος Γαβαλάς, ο επονομαζόμενος Χατζής, όπως τον ήξερε και τον αποκαλούσε όλη η Κάλυμνος. Ο Χατζής διδάχτηκε την τέχνη σε εργαστήριο ξυλογλυπτικής στη Σμύρνη μαζί με τον επίσης εξαίρετο επιπλοποιό και σκαλιστή Μικέ Τσαγκάρη (Γαλαζομάτη).

Ο Μικές ξεκίνησε από την ηλικία των 14 χρόνων, κοντά στον θείο του, ο οποίος είχε ήδη επιστρέψει και ανοίξει στο νησί δικό του επιπλοποιείο.

Πολύ γρήγορα η φήμη του Μικέ ως προικισμένου ξυλογλύπτη απλώθηκε μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου στα γύρω νησιά και κυρίως στην Πάτμο, με αποτέλεσμα να αφοσιωθεί σχεδόν αποκλειστικά με ξυλόγλυπτες δημιουργίες. Ο Καλύμνιος, γνωστός για τη βαθιά θρησκευτική πίστη και αφοσίωση στις παραδόσεις και την ορθοδοξία, πρώτα έκτιζε τις εκκλησιές του και μετά τα σπίτια του! Κανένα άλλο νησί δεν έχει τόσα διάσπαρτα μοναστήρια. Εκατοντάδες λευκές ή γαλάζιες ιερές πινελιές στολίζουν ιδιοκτησίες, νησίδες, πλαγιές και κορυφές βουνών στο δεύτερο μετά την Πάτμο ιερό νησί της Δωδεκανήσου. Ο Καλύμνιος μπορεί να κάνει εκπτώσεις στην εικόνα του σπιτιού του, ποτέ όμως στους οίκους των αγίων του. Όλοι αυτοί οι ναοί έπρεπε να αποκτήσουν το τέμπλο, το προσκυνητάρι, το παγκάριο, τις κορνίζες, τα αναλόγια, τα στασίδια τους. Τον μεγαλύτερο κύκλο της δουλειάς του κάλυπταν τα συγκεκριμένα έργα. Ο Μ.Γ. διέθετε ικανότητα στο σχέδιο και επιδεξιότητα να το αποτυπώνει στο ξύλο. Στον χώρο αυτό διακρίθηκε, όσο κανείς άλλος.

Από τα χέρια του βγήκαν ικανοί επιπλοποιοί και σκαλιστές που διακρίθηκαν στην Δωδεκάνησο και στο εξωτερικό: Ανάμεσά τους οι: Γιώργος Μονοκανδηλος, Θέμελης Σκυλλάς, Νικόλας Πιζάνιας, Νικόλας Αργυριδάκης, Γιώργος Γιαλλάφος, αλλά και τα παιδιά του, Νικόλας, Αντώνης, Βασίλης και ο εγγονός του, Μικές.

Σε ογκώδη πολυτελή έκδοση της Μητρόπολης του πρώην Επαρχείου Καλύμνου περιλαμβάνεται ειδικό αφιέρωμα της Μαρίας Ζαΐρη στον ξυλογλύπτη Μικέ Γαβαλά και στα έργα του, τα οποία κοσμούν κατοικίες, μονές και ναούς.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΒΑΛΆΣ. (1921-1982). Ήταν γιος του Θεοφίλη Γαβαλά και πρωτοξάδελφος του Μικέ. Έφερε και ο ίδιος τα καλλιτεχνικά οικογενειακά γονίδια που μεταβίβασε ο Βασίλης, ο Σαντορινιός παππούς του. Υπήρξε πολύπλευρο ταλέντο. Ασχολήθηκε και διακρίθηκε όχι μόνο στην επιπλοποιία αλλά και τη γλυπτική του ξύλου και του γύψου, με τον οποίο φιλοτεχνούσε προτομές κατά παραγγελία. Στην περίοδο της επαγγελματικής του ωριμότητας μετανάστευσε στην Αμερική, όπου εργάστηκε για 5 χρόνια αναλαμβάνοντας μεγάλες καλλιτεχνικές σκηνοθετικές δημιουργίες. Μετά την απόκτηση οικονομικών πόρων που θα του επέτρεπαν να στήσει μια ισχυρή βιοτεχνική μονάδα στην Κάλυμνο, επέστρεψε στο νησί. Αγόρασε σύγχρονα ξυλουργικά μηχανήματα και συνέχισε να εργάζεται μέχρι τον πρόωρο θάνατο του, στην ηλικία των 61 χρόνων. Απέκτησε 7 παιδιά. Υπήρξε ως άνθρωπος απρόβλεπτος και ιδιόρρυθμος και ως πατέρας πολύ αυστηρός. Κανένα από τα 4 αγόρια του δεν ακολούθησε την τέχνη του. Την περιουσία του κληροδότησε με διαθήκη εξολοκλήρου στο Βασιλικό Ναυτικό! Τα παιδιά του θα έπρεπε από μόνα τους να βρούν τον δρόμο τους!… Και ευτυχώς τον βρήκαν!

Ο ΣΚΕΎΟΣ ΚΑΡΑΦΥΛΛΑΚΗΣ (1911-1992). Ο πατέρας του μετανάστευσε στην Αμερική μετά τη λήξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η μητέρα του μετακόμισε με τά 4 παιδιά της στην Αθήνα, λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, για να σπουδάσει το πρώτο της αγόρι, ο Αντώνης, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Σκεύος, έχοντας αποφοιτήσει από το Σχολαρχείο του Νικηφορείου Γυμνασίου Καλύμνου, καθώς βρέθηκε ανέλπιστα στην πρωτεύουσα, σε ηλικία 15 χρόνων, εγγράφεται και παρακολουθεί μαθήματα επιπλοποιίας σε ξυλογλυπτική βιοτεχνική σχολή. Δείχνει τόση έφεση και αγάπη στην τέχνη, ώστε με τη συμπλήρωση του δεύτερου χρόνου κρίνεται ικανός να αμείβεται!… Από την ηλικία των 17χρόνων συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας, όταν ο πατέρας του τραυματίστηκε ως εργάτης στην Αμερική και υποχρεώθηκε να επιστρέψει χωρίς αποζημίωση στην πατρίδα. Σε ηλικία 23 χρόνων, γνωρίζοντας άριστα την τέχνη του επιπλοποιού, ικανού να κατασκευάζει τα πάντα, επιστρέφει στην Κάλυμνο, και πολύ σύντομα καθιερώνεται. Γνωστές οικογένειες, (Αικατερίνης Βουβάλη, Χριστοδουλάκη, Καπελά, Οικονόμου, Τσαγκάρη, Κουτούζη, Ζαΐρη,Τσακριού κ. α.) τον στηρίζουν. Δημιουργεί τη μεγαλύτερη βιοτεχνική μονάδα απέναντι από το περίφημο ζαχαροπλαστείο του Μιχάλη Βούρου, στις Πατήθριες. Σε μικρό χρονικό διάστημα η φήμη του εκτοξεύεται, το επαγγελματικό, κοινωνικό και ηθικό κύρος που τον συνοδεύουν οδηγεί ακόμα και έμπειρους τεχνίτες κοντά του!

Όσοι ένιωθαν μετα από μερικά χρόνια τα χέρια τους επιδέξια και ικανά να ασκήσουν την τέχνη από μόνοι τους, άνοιγαν δικές τους δουλειές, η μετανάστευαν και σταδιοδρομούσαν στο εξωτερικό. Ο Σ.Κ. διακρίθηκε και ξεχώρισε στην κατασκευή εύχρηστων και κομψών επίπλων, επιλέγοντας και αντιγράφοντας με μοναδική πιστότητα και τα πιο δύσκολα και περίτεχνα σχέδια, από φιγουρίνια που παράγγελνε, μέσω φίλων και συγγενών του από τη Γαλλία. Ο συνεταίρος του σε κάποια χρονική περίοδο, Μικές Γαβαλάς, τον θεωρούσε καλύτερό του στον τομέα αυτό, όπως ομολογεί ο γιος του Νικόλας, που συνεχίζει την τέχνη του πατέρα του μέχρι σήμερα. Ήταν από τους λίγους που έκανε παράλληλα και ταπετσαρίες.

Το παράπονο του Σ.Κ. ήταν πως κανένα από τα τρία αγόρια του δεν ακολούθησε την τέχνη του! Γι’ αυτό φρόντισε να κάνει γαμπρό του έναν τεχνίτη που έμαθε και συνέχισε τη δουλειά μετά τη συνταξιοδότησή του. Κοντά του έμαθαν τέχνη οι περισσότεροι επιπλοποιοί της Καλύμνου. Ανάμεσά τους, ο Σκεύος και ο Αποστόλης Κάννης, ο πατέρας του Γιάννη, του γνωστού πολιτευτή και πρώην υπουργού στον Καναδά. Επίσης οι Μανώλης Ζαγοριανός, Νικόλας Κλειδομύτης, Μιχάλης Αργυριδάκης, Γιάννης Βαζανέλλης, Μιχάλης Λυμπέρης, Κώστας Μπιλλήρης, Λευτέρης Μαστόρος, Φίλιππος Μάγκος, Αντώνης Πιζάνιας, Θεόφιλος Μπουλαφέντης, Δρόσος Πιζάνιας, Μιχάλης Πολίτης, Ηλίας Πολυτάρχης, Αντώνης Σκυλλάς, Γιώργος και Γιάννης Καληδόνης, Μιχάλης Σφηνάρης, Αντώνης Πιζάνιας, Γιάννης Γιαλλάφος, Παύλος Μαγκούλιας, Αλέξης, Πέτρος και Χρίστος Σάμιος, Αντώνης Τηλιακός, Νικήτας Μίχας κ. α.

Ο ΓΙΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ. (1908-1972). Στην τέταρτη θέση τον κατέταξε η αλφαβητική σειρά του επιθέτου του και όχι η υστέρησή του έναντι των άλλων συναδέλφων του.

Υπήρξε από κάθε άποψη ισάξιος με εκείνους που προαναφέρθηκαν. Διέθετε τόση αξιοπιστία, τιμιότητα, επαγγελματική κατάρτιση και αίσθηση του ωραίου, ώστε οι πελάτες του τον περιέβαλλαν με τυφλή εμπιστοσύνη ως προς το κόστος και την ποιότητα των εργασιών που ανελάμβανε. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που πολλοί, μεταναστεύοντας σε Αυστραλία ή Αμερική, του ανέθεταν μετά το κτίσιμο κατοικίας τους στην Κάλυμνο, να τους παραδώσει κλειδί ενός πλήρως εξοπλισμένου και επιπλωμένου σπιτιού κατά το δικό του καλλιτεχνικό γούστο, για να το κατοικήσουν, όταν θα επέστρεφαν στο νησί! Πάντοτε το παρελάμβαναν με απόλυτη ικανοποίηση και ενθουσιασμό για το χαμηλό ύψος της δαπάνης, τη διαρρύθμιση, τα χρώματα, την εικόνα και τη λειτουργικότητά του, τα οποία έκριναν ωραιότερα από κάθε προσδοκία τους!

Ο Γιώργος Ρούσσος έμαθε την τέχνη κοντά στον θείο του, Γιάννη Σκουμπουρδή, ξυλογλύπτη στον Πειραιά, όπου ήρθε ως πρόσφυγας από τη Σμύρνη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δούλεψε από το 1925 μαζί με τον Μικέ Γαλαζομάτη, έναν έμπειρο ξυλογλύπτη, μέχρι το 1927, όταν άνοιξε δική του επιχείρηση, την οποία κράτησε μέχρι τον θάνατο του που τον βρήκε τη χρονιά που θα έβγαινε στη σύνταξη (1982). Δημιούργησε μια μεγάλη οικογένεια από εννιά παιδιά. Παρέδωσε και στα 5 αγόρια του, Τάσο, Ηρακλή, Γιάννη, Μιχάλη και Αντώνη, την τέχνη, την οποία υπηρέτησαν με υψηλή κατάρτιση, ευσυνειδησία και εντιμότητα σε Κάλυμνο και Αυστραλία. Ο τελευταίος, ο Αντώνης και ο εγγονός του Γιάννης, συνεχίζουν την παράδοση μέχρι σήμερα στην περιοχή των Βασιλικών. Εκτός από τα παιδιά του ανέδειξε και πολλούς άλλους αξιόλογους τεχνίτες, μεταξύ των οποίων οι: Γιαλλάφος, Εγγλέζος, Καλογρίδης, Καμμάς, Σβουρένος, Λόλιας, Μανώλης και Γιάννης, παιδιά του ξαδέρφου του Μικέ Ρούσσου, Κουρούνης, Σκώττης κ.α.

Στο σωματείο των ξυλουργών – επιπλοποιών υπήρξε καθιερωμένος ο θεσμός μεταγραφών εργαζομένων μεταξύ τους, ανάλογα με τις ανάγκες που προέκυπταν στον κύκλο εργασιών τους! Έτσι εξηγείται η διαδοχική παρουσία κάποιων σε δύο ή περισσότερους εργοδότες.

Στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και οι τέσσερεις, για να συντηρήσουν τις πολύτεκνες οικογένειές τους, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την τέχνη τους και να γίνουν πρόσφυγες ή να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται με βάρκες και κουπιά στα ελεύθερα κυκλαδίτικα νησιά, για να επιβιώσουν!

Η γενιά εκείνη των δασκάλων και μαθητών της τέχνης του ξύλου που κόσμησαν με την παρουσία και τις κατασκευές τους το καλύμνικο σπίτι εξακολουθούν να παραμένουν ζωντανοί μέσα από τα έργα τους και να μνημονεύονται από εκείνους που τα χαίρονται ως ιδιοκτήτες ή τα απολαμβάνουν ως επισκέπτες και θαυμαστές τους.

*Τα παιδιά του, Σακελλάρης και Αγαπητός, δημιούργησαν, εδώ και πολλά χρόνια στην Κάλυμνο και την Κω, τη μεγαλύτερη βιοτεχνική μονάδα ξενοδοχειακού και οικιακού εξοπλισμού.

Κάλυμνος, Οκτώβρης 2022.