«Το πανουργότατον των μαλακίων» Αριστοτέλης
« Είναι μεγάλη σουπσά …!» Από τη Συλλογή « Σοφές κουβέντες των θαλασσινών μας»
Καθημερινά κατεβαίνω τα πρωινά μου στην παραλιακή πιάτσα, από «Δημοτική Αγορά» – ευτυχώς υπάρχει ακόμα στο νου και στην «καρδιά» όσων βίωσαν τη γραφική παραδοσιακή ομορφιά της – μέχρι την παραλία Βου(β)άλη, όπου συναντώ τους φίλους μου, τους θαλασσινούς. Είναι ο Κόσμος που γεννήθηκα, μεγάλωσα και συνεχίζω να τον ζω στην απλοϊκή του μεγαλοσύνη. Στάση πρώτη στο ιχθυοπωλείο της Βαλαντούλας Σακ. Κυπραίου, όπου συναντώ τον καλό μου φίλο Σάκη Κυπραίο «καπετάνιο» στη στεριά και «κουμάντο» στη θάλασσα! Χαίρομαι την πληθώρα των φρέσκων ψαριών και «απολαμβάνω τη θαλασσινή ψαρίλα». Εκεί στον πάγκο τους πριν λίγες μέρες είδα ένα τελάρο με φρεσκότατες μεγάλες σουπιές, καταχρισμένες και καταμουζαλωμένες όμως μέσα στα μελάνια τους.
– Σακελλάρη, του λέω, ξέπλυνέ τες και λιγάκι, πολύ μαυρίλα και μελάνια!
– Και που τις πλένω, δάσκαλε, πάλι μαύρες γίνονται. Άσε που στους πελάτες αρέσουν τα μελάνια . Τελευταία τις μαγειρεύουν όπως είναι.
– Τις δοκίμασα με τα μελάνια τους. Δεν μου πολυμπαίνουσι. Μαυρίζει το τσουκχάλι μαυρίζει … και το στομάχι! Τη γεύση τη δίνει μόνο η ίδια η σουπιά. Παλιά οι μανάδες μας τις ξέπλεναν δέκα νερά, πριν τις μαγειρέψουν!
Θέλησα να τον πειράξω
– Σακελλάρη, κοίταξες ποτές τις σουπιές σου βαθιά στα μάτια;
Τις κοίταξε και κρυφοχαμογέλασε. Άρπαξε το μήνυμα. Έπειτα κοιταχτήκαμε και μείς με το δικό μας τρόπο. Γνώριμοι απ’ τα χρόνια των παππούδων μας, – θραφήκαμε στους ίδιους χώρους- καταλαβαίνουμε πάντα ο ένας τον άλλον, δεν χρειάζονται περισσότερα. Ένιωσα τι ήθελε.
– Σάκη, Απριλομάης· Μαγιάπριλο δεν έχουμε; Εποχή που λαπιεύβγουν οι σουπιές. Τι λες; να γράψουμε γι’ αυτές, να τις μάθει ο κόσμος; Ο βίος και η πολιτεία τους έχει πολύ ενδιαφέρον! « Περί σηπίας» λοιπόν.
Τις θαλασσινές σουπσές τις έμαθα καλά από πολύ μικρός. Το πατρικό μου σπίτι (του Θ. Καμπουράκη, το καφενείο όλων των παλιών θαλασσινών του νησιού μας) ήταν κτισμένο κατάγιαλα, πάνω στο κύμα και…έτσι όλη μέρα τσαλαβουτούσα και πάλευα με τη θάλασσα, νεπεταρίζοντας σαν μικρό γλαρόνι στο πάρσιμο της σοροκάδας, σ’ όλη την παραλιακή κουστέρα, από τα κορδόνια (λιμενοβραχίονα ) της Αγοράς (Δημαρχία) μέχρι το μοναστηράκι της Βου(β)αλίνας. και πολλές φορές ως το Λαφάσι, Ταπμακιό Τομάζου και την Παναγιά των Λουβών. Δασκαλεμένος από τους γεροψαράδες και από τον πατέρα μου κατάφερνα να τις ξεχωρίζω, όσο και αν καμουφλαριζόταν στο βυθό. Έκανα χάζι και θαύμαζα τα καμώματα και τις πονηριές της, μα σαν διαπίστωνα πως με πήρε είδηση, πριν προλάβει να το σκάσει την καμάκωνα. Δεν το κρύβω πως πολλές φορές με πιτσίλιζε με τα μελάνια της κι ας την είχα καμακωμένη και με έκανε σύχριστο. Τον Απριλομάη ή Μαγιάπριλο, την εποχή που ερωτεύονται και λαπιέβγουν (τριγυρνούν) γιαλό για να ζευγαρώνουν, πρωί πριν σκάσει ο ήλιος, με το καμάκι, με πυροφάνι στις αφέγγαρες γαλήνιες νυχτιές, μα και στα δίχτυα πιάναμε πολλές σουπιές. Τα νερά τότες πεντακάθαρα κι αμόλυντα κι η θάλασσα γεννοβολούσε πληθωρικά τα ζωντανά της σαν τη σκρόφα ( θηλυκιά γούρλα – γουρούνα) !
Κάποια στιγμή όμως η λαϊκή κουβέντα από παλιούς και στοχασμένους θαλασσινούς – «Μην τον βλέπεις αυτόν έτσι. Δεν είναι όπως δείχνει, είναι κρυφοκούκχουλο και μεγάλη σουπσά…» με έβαλε σε προβληματισμούς. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το «έτσι» που χαρακτηρίζει τις «ανθρώπινες σουπιές»; Από τα παρακάτω πιστεύω ότι θα βγουν και τα ανάλογα συμπεράσματα Ο τρόπος ζωής και δράσης των ζωντανών της θάλασσας κρύβει σοφία. Ας τη γνωρίσουμε λοιπόν αυτή την πανούργα σουπσά, καλό θα μας κάνει!
Καθόλου κολακευτικά τα κοσμητικά επίθετα και οι χαρακτηρισμοί που της προσάπτουν οι αρχαίοι πρόγονοι θαλασσινοί, μέσα από γραπτά σύγχρονών τους συγγραφέων και ποιητών: δολόφρων (η έχουσα δόλια φρονήματα, πονηρά και δόλια σκεπτόμενη), δολόμητις (πανούργα, δολερή, με δόλιους σκοπούς), επίκλοπος ( ύπουλη, κρυψίνους, απατεώνισσα, κλεφτρίνα ) « και ει πόθι φέρφερον ιχθύν» (και είναι ως φαίνεται πιο έξυπνη κι απ’ το ψάρι). Οππιανός « Αλιευτικά «» Κεφ. Γ΄ στιχ. 165 . Ακόμη και ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τις σουπιές διαπιστώνοντας ότι είναι « το πανουργότατον των μαλακίων» (χταπόδια, καλαμάρια, θράψαλα κ.α. 10.000 είδη )
Ο τρόπος που κινείται και ενεργεί η παμπόνηρη, η δόλια σουπιά για να επιβιώσει στον ανελέητο νόμο της φύσης, στο θαλάσσιο χώρο που ζει είναι εκπληκτικός. Πολλοί όμως άνθρωποι, που η φύση τους ταιριάζει μ’αυτήν της σουπιάς, φροντίζουν ν’ ακολουθούν πιστά τα «κόλπα» της και να γίνονται οι ίδιοι «ανθρώπινες σουπιές», προκειμένου να πετύχουν τους δόλιους σκοπούς τους και να τους αποδοθεί, δικαιολογημένα ο μεταφορικός χαρακτηρισμός. « Είναι σουπιά…!» μικρή ή μεγάλη ανάλογα με τα έργα τους.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν τη δόλια και παμπόνηρη σουπιά, σαν βγαίνει στο σεργιάνι για κυνήγι. « Πρηνής εν ψαμάνθοισι υπ’ οστράκω ειλυθείσα » ( Οππιανός « Αλιευτικά» Κεφ. Γ΄ στιχ 124) ξαπλωμένη μπρούμυτα στον άμμο, καμουφλαρισμένη κάτω από οστρακογενείς περιοχές, προσαρμόζεται τέλεια χρωματικά ( αλλάζει χίλια χρώματα και χίλιες όψεις) με τον περιβάλλοντα χώρο, και γίνεται δύσκολα αντιληπτή, « λανθάνει την όψιν…» ( Εμμ. Φίλη « Περί σηπίας»)
Αθέατη, καραδοκεί και μηχανεύεται μύριους τρόπους να ξεγελάσει, να παραπλανήσει το θήραμά της και… ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένει, ν’ απλώσει τα δυο μακρύλεπτα πλοκάμια της « εκ γαρ κεφαλής πεφύασιν αραιοί, εκρέμοντες προτενείς, ώστε πλόκοι…» ( Οππιανός «Αλιευτικά» κεφ Γ΄ στιχ.121-122 ), που τα κρατά επιμελώς κρυμμένα για να το αρπάξει, αλλά και πανέτοιμη να ξεφύγει από του θηρευτές της, τα μεγάλα ψάρια, τις αιμοβόρες (μύραινες) – σμέρνες ή το καμάκι του ψαρά.
Αλλ’ όμως, έτσι και νιώσει πως την έχουνε πάρει χαμπάρι, την έχουνε μυριστεί και επισημάνει και … πως κινδυνεύει άμεσα, τότε γίνεται «μελανηφόρος». Τα παρακάτω ποιητικά αποσπάσματα μας δίνουν με θαυμαστή ακρίβεια ποια είναι αυτή η σουπιά, καθώς και τα καμώματά της :
Περί σηπίας
α) « Παμπόνηρη στη φύση της είναι η σουπιά
εξαπατώντας τη μοχθηρία των κυνηγών της,
γιατί εξαπολύει μαύρο μελάνι στα νερά
και διαφεύγει απαρατήρητη παίρνοντας μαύρη όψη
και ικανοποιείται επιδιώκοντας τη σωτηρία της.
Αλλά πρόσεξε μην την πιάσεις ζωντανή με τα χέρια
γιατί, κάποιος άλλος ανίδεος μπορεί ν’ αποκτήσει εμπειρία
από τα κοφτερά της δόντια, πού’ναι στ’απόκρυφο στόμα της
και να δοκιμάσει το επώδυνο δάγκωμα
που συνοδεύεται από τσουχτερό δηλητήριο.»
Εμμ. Φίλη « Στίχοι περί ζώων ιδιότητος»
* * *
β) «Οι σουπιές λοιπόν έτσι δόλια πονηρεύονται.
Υπάρχει στο σώμα τους (θ) ολός, σακούλι γεμάτο
με πηκτό μελάνι, πιο μαύρο κι απ’ την πίσσα
όπλο προφύλαξης και άμυνάς της.
Αυτές, όταν τις κυριεύσει ο φόβος του κινδύνου,
αμέσως με σκοτεινή πιτσιλιά τη θάλασσα θολώνουν
κι όλα τα γύρω νερά λερώνουν μ’αυτό το υγρό
κι έτσι διαφεύγουν κάθε βλέμμα.
Οι ίδιες δε μέσα από την ανεξιχνίαστη θολούρα
στη στιγμή απομακρύνονται απ’ το κακό.
Και είναι ως φαίνεται πιο έξυπνη κι από τα ψάρια. »
Οππιανός « Αλιευτικά » Κεφ. Γ ΄ στιχ. 156-168
* * *
Ύστερα από την αποκάλυψη τόσων στοιχείων για τη σουπιά, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις « ανθρώπινες κακόεργες και πανούργες σουπιές», αρσενικές ή θηλυκές ή αρσενικοθήλυκες, που καμουφλαρισμένες με τους ευγενείς τους τρόπους, με το χαμόγελό τους, με τις προσποιήσεις τους, με την εκδούλευση (προσκολλώνται σε όποιον βρίσκουν το συμφέρον τους), αλλάζουν χίλια πρόσωπα, χαίρονται που ακόμα δεν τις πήρανε είδηση τι κουμάσια είναι, τι επεξεργάζονται μέχρι να πετύχουν τους δόλιους σκοπούς τους.
Αυτές, στην κατάλληλη στιγμή, που οι ίδιες κρίνουν και που δεν τις περιμένουν, όπως και το «πανούργο την φύσιν» χταπόδι, με πονηριά και δόλο «θα αμολήσουν – θα χύσουν το μελάνι τους», « θα θολώσουν τα νερά » και θ’ αφήσουν στους άλλους « να ψάχνουν σε θολά νερά», ενώ αυτές θα διαφεύγουν σε καθαρά νερά, « θα την βγάλουν καθαρή ». (με καθαρή έξοδο ) . Στους άλλους « θα μείνει η μελανιά » η μουζαλιά, η μαύρη μουτζούρα και η ζημιά!
Και αυτό το «χυμένο μελάνι» γίνεται στον ανθρώπινο λόγο, έκφραση καυστική, φαρμακερή κουβέντα, πικρόχολη σαν δηλητήριο, που κρύβει μέσα της συσσωρευμένη την ειρωνεία, τη χαιρεκακία,την πικρία, τον φθόνο, τη ζηλοτυπία, την υπεροψία και τη δολιότητα αυτού που την εκστομεί, με προφανή στόχο τη διαβολή, την υποτίμηση των πράξεων και την προσβολή της αξιοπρέπειας του προσώπου στο οποίο απευθύνεται. Τελικός στόχος η πρόκληση σύγχυσης, θολούρας και αναστάτωσης.
Δεν είναι όμως, όπως νομίζουν οι σουπιές, όλα ευνοϊκά γι αυτές. Υπάρχουν και οι (αι)μοβόρες οι σμέρνες (σμύναιρες ),που πριν προλάβουν να κινηθούν ύπουλα τις κατασπαράσσουν με τα κοφτερά σαν ξουράφι δόντια τους. Αλλά και για τον έξυπνο – πονηρεμένο και στοχασμένο ψαρά τα κόλπα της δεν πιάνουν. Με το έμπειρο γλαρίσιο μάτι του θα τη «γυαλλέψει», θα την εντοπίσει, όσο κι αν καμουφλάρεται και… πριν προλάβει να χύσει το μελάνι της θα την καμακώσει, θα τσακίσει το σουπσοκόκχαλο – ραχοκοκαλιά της και τότες όλη η κακοεργία που μηχανεύεται κι η μαυρίλα, η μουντζαλιά του μελανιού που κρύβει μέσα της λαντουρίζεται, διασκορπίζεται και εμποτίζει το δικό της σώμα, η ίδια το «σσωπίνει» και έτσι αποκαλύπτεται το μαύρο ποιόν της, τι κουμάσι είναι και τι έκρυβε μέσα της, και τελικά χάνει την υπόληψή της, γίνεται η ίδια ρεζίλι και καταντά η γνωστή σε όλους η «σουπσά η σσωμαυρισμένη, που τις βρωμιές της δεν τις ξεπλένει ούτε και ο Νιαγάρας!» (καταρράκτης). Και είναι τόση η κακότητά της – για παρατηρήστε τη μοχθηρία που κρύβει στο βάθος της ματιάς της – που … κι ακόμα καμακωμένη συνεχίζει να χύνει μελάνια και … – « όπου την ’γγίξεις λερώνεσαι…»
Και ο σοφός, ο γνωστικός Λόγος των θαλασσινών μας, που η θάλασσα τους διδάσκει, συνιστά :
« Μαύρη (γ)υναίκα μήν παρεις, σουπσά τη(γ)ανισμένη,
είναι πάντα μαυρισμένη η σουπσά η τη(γ)ανισμένη.
κι ας είν’ αλευρωμένη, για να φαίνεται ασπρισμένη!
Και στα «ψάρια» – «τους χάννους που με ανοιχτό στόμα τα χάβουν όλα, όσα τους τάζουν» και τις «θολόπερκες», που δε βλέπουν μπροστά τους το δόλωμα (το δόλο) δηλ. τους αφελείς, τους απονήρευτους, τους «αγαθούς» στο πνεύμα και στην καρδιά, τους καλόκαρδους, τους άκακους, τους ευκολόπιστους, τους καλόβολους απ’ τη φύση τους κ.α. που ζουν στο δικό τους κόσμο, επιτέλους, να «ξεψαρώσουν» να πονηρέψουν, χωρίς να γίνουν «κακόβουλοι», να γίνουν όπως τους γύλους και τους περγάντους (πονηρόψαρα) όπως λέει και το θαλασσινό δίστιχο «χάννος είμαι χάνομαι, πέρκα είμαι πιάνομαι // γύλος είμαι σε γελώ και το δόλωμα χαλώ», γιατί πάντα δίπλα μας υπάρχουν και κινούνται αθέατες, καμουφλαρισμένες επίβουλες και κακόεργες σουπσές!