Το Τσουκχαλιό- Από το βιβλίο «ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΥ» του Γεωργίου Ι.Χατζηθεοδώρου*

581

Στο τέλος της περιοχής του Δάμου και όπως μπαίνουμε για τα καλά στα Μπροστά, συναντούμε δεξιά του δρόμου, στην αρχή μιας θεϊκής πλαγιάς, την περιοχή του Τσουκχαλιού.

Η περιοχή αυτή κάλλιστα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προέκταση του Δάμου, όμως χάρη στο ότι εκεί λειτούργησαν από παλιά εργαστήρια και καμίνια κατασκευής πήλινων οικιακών σκευών κ.α., πήρε αυτοτελώς το όνομα Τσουκχαλιό.

Το Τσουκχαλιό – ακούγεται και με το πληθυντικό Τσουκχαλιά- υπήρξε για πολλά χρόνια, ακόμα και μετά τον πόλεμο του 40, η μοναδική «βιομηχανική περιοχή», εντελώς πρωτογενούς παραγωγής της Καλύμνου. Και τούτο, γιατί τόσο η πρώτη ύλη, όσο και η όλη διαδικασία της κατασκευής του προϊόντος, βρισκόταν και γινόταν εκεί.

Τώρα όταν μιλώ για εργαστήρια και βιομηχανική περιοχή, προς Θεού, μην πάει ο νους μας σε τίποτα σημερινά μεγέθη. Όχι. Δύο τρία υποτυπώδη εργαστήρια ήταν με τα απαραίτητα καμίνια τους.

Τα εργαστήρια αυτά ανήκαν πατρογονικά στην οικογένεια Βλάμου, η οποία κράτησε στην Κάλυμνο την παράδοση της αγγειοπλαστικής για τρεις τέσσερις γενιές, με απόλυτη αποκλειστικότητα.

Από το τέλος του πολέμου, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 60, λειτουργούσαν τρία εργαστήρια και έψηναν τα αγγειοπλασίματά τους σε δύο καμίνια τα οποία στέκουν όρθια ακόμα και σήμερα, αλλά σβησμένα κρύβονται πίσω από τα πολλά σπίτια που χτιστήκανε κοντά τους, σαν να ντρέπονται για την τωρινή τους απραξία.

Τρείς ήταν οι τσουκχαλάες που θυμάμαι. Ο Μιχάλης, ο Γιώργης και ο Γιάννης. Οι δύο πρώτοι ήταν αδελφοί, ο άλλος πρώτος τους ξάδελφος. Ο κάθε ένας από αυτούς είχε το δικό του εργαστήρι, αλλά στην ουσία συνεργαζό-ντουσαν μεταξύ τους και χρησιμοποιούσανε από κοινού τους δύο φούρνους. Παράλληλα είχαν στην επίταξη ολόκληρες τις φαμίλιες τους, προκειμένου να φέρουν το χώμα για την πλάση.

Το χώμα το παίρνανε από μια σπηλιά που βρισκόταν δίπλα εκεί κοντά και που με το συνεχές σκάψιμο στο βάθος της είχε καταντήσει στοά γύρω στα εκατό και βάλε μέτρα, αρκετά επικίνδυνη για καταπλάκωμα. Δεν είναι δέκα χρόνια που κατάπεσε ένα μέρος της στοάς αυτής μετά από δυνατή βροχή και έκαμε ζημιά σε γειτονικά σπίτια.

Και τι δε φτιάχνανε: Πιθάρια, κρασοστάμνια, λαδοστάμνια, αλάρμες – ίσα πάνω, ίσα κάτω – για το τυρί, κουβάνια, καπνοδόχες, μονούρια, στάμνες από το πιο μεγάλο μέγεθος μέχρι το πιο μικρό – τα μεγέθη ήταν τέσσερα και το πιο μεγάλο έβαζε μέσα δεκατέσσερα κιλά νερό, σταμνάκια, γλαστράκια, γλάστρες, φαρδολαήνες, πηλίνους, σκουτέλλες, φουονες, τσουκάλια, θυμιατά κ.α. Όλα σε μεγάλες ποσότητες μια και τα στέλνανε και στα άλλα γύρω νησιά, με πρώτη τη Ρόδο.

Κανένα από αυτά τα κατασκευάσματα δεν τα βερνικώνανε γιατί το χώμα δε σήκωνε, όπως λέγανε, βερνίκι. Όμως για τα σταμνιά ήταν το ιδανικό, γιατί τα έκανε να κρυώνουν το νερό τόσο, όσο να νομίζει κανείς ότι το είχαν βάλει σε ψυγείο.

Από τους τσουκχαλάες, ο πρώτος, δηλαδή ο Μιχάλης, ήταν και ο πιο γραφικός. Ήταν από γεννησιμιού του υπογναθικός και του ’χαν κολλήσει το παρατσούκλι, Σάοννο. Άνθρωπος καλότατος και αφοσιωμένος πέρα για πέρα στην τέχνη του εθεωρείτο ο πατριάρχης των Τσουκχαλάων και ήταν ο πιο χαρακτηριστικός.

Το Σάουνο, εκτός από τον τροχό του, στο εργαστήρι του, είχε και μια άλλη αγάπη – χόμπυ το λένε τώρα – το ψάρεμα με το καλαμί. Μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στα καμίνια και στα πουντάρια. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες γυρνούσε από παραλία σε παραλία, ήμερη ή απόκρημνη και ψάρευε ώρες ατέλειωτες, κυρίως σκάρους που είχε αποκτήσει ειδικότητα στη σύλληψή τους.

Ο άλλος, ο Γιώργης, πολύ χαρακτηριστικός και αυτός, εκτός από τσουκ- χαλάς ήταν και ψάλτης στον Αρχάγγελο και μάλιστα από τους πιο παραδοσιακούς της Καλύμνου.

Ο τρίτος τσουκχαλάς, ο Γιάννης, βρισκόταν μεταξύ των δύο που ανέφερα και συμπλήρωνε την ομάδα του συνεργείου της αγγειοπλαστικής του νησιού.

Εδώ θεωρώ πρέπον να προσθέσω για ενημέρωση, ότι εκτός από την αγγειοπλαστική του Τσουκχαλιού, υπήρχε και μια άλλη «βιοτεχνία» κατασκευής πυρότουβλων στην περιοχή τον Αγιον Αντρέα, πίσω, και κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, της οικογένειας των Μαμουζέλων.

Πέρασαν τα χρόνια και όπως τόσα και τόσα, έτσι και το τσουκχαλιό πα- ρήκμασε. Πέθαναν οι παλιοί, φύγαν οι νέοι για Αυστραλία και δεν ξέρω πού αλλού, ξεθώριασαν και τα δυστυχισμένα χρόνια της Καλύμνου. Έτσι, σταμάτησαν τα εργαστήρια να πλάθουν σταμνιά, έπαψαν και τα καμίνια να τα ιμήνουν και να γεμίζουν την περιοχή με τη μυρωδιά του καμένου ξύλου.Το ίδιο ισχύει και για τα πυρότουβλα του Άη Αντρέα. Τώρα φέρνουν τούβλα ευρωπαϊκά και κανάτες πλαστικές, και χύτρες ταχύτητας.

Όσο για το κρύωμα του νερού; τι να κάνουν τα λαήνια; Υπάρχουν τα ψυγεία. Πάλι καλά που μείναν όρθια τα καμίνια, για να μαρτυρούν την παλιά δόξα του Τσουκχαλιού και για να παρακινούν σε αναβίωση της τέχνης, έστω και στα ψεύτικα, μια και συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια, με τους διάφορους, οργανωμένους ή μη, μιμητές του παρελθόντος και την τουριστική κατανάλωση, το επίπλαστο κουλτουριάρικο πισωγύρισ