Ένα νοσταλγικό ποίημα του Καλύμνιου ποιητή Γιάννη Δ. Γεράκη, για τις Άγιες τούτες μέρες και μία προσεγμένη και όμορφη παρουσίαση από το συνεργάτη μας στο kalymnos-news.gr Γιάννη Χειλά
Χριστούγεννα χωρίς να διαβάσεις Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, έτσι πιστεύω, δεν νοούνται! Μες στα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του «άγιου της λογοτεχνίας» μας (η Σταχομαζώχτρα, ο Αμερικάνος, η Υπηρέτρα, στο Χριστό στο Κάστρο, Φώτα Ολόφωτα κ.α.) θα νιώσει ο αναγνώστης τη ζεστασιά, τη θαλπωρή της Χριστιανοσύνης, θα γνωρίσει τα ήθη και τα έθιμα των Άγιων ημερών, τους χαρακτήρες της ελληνικής κοινωνίας, ίσως και να ταυτίσει τον εαυτό του με κάποιον από τους ήρωές του.
Με αυτό το πνεύμα, έχοντας στην κατοχή μου την ποιητική συλλογή «Από τη ζωή της Καλύμνου», την οποία αφιέρωσε (14 Αυγούστου 1967) ο ίδιος ο ποιητής Γιάννης Δ. Γεράκης στον αείμνηστο θείο μου Μιχάλη Θ. Καμπουράκη – υπήρξαν επιστήθιοι φίλοι, ο ποιητής όποτε ερχόταν στη Κάλυμνο έπινε τα ουζάκια του με μπόλικο λιαστό μελό χταπόδι, εκεί στο καφενείο μας, στου « Θέμελη του Καμπουράκη» – αποφάσισα να παρουσιάσω, μέρες που είναι, ένα από τα ενδιαφέροντα ποιήματά του, που αναφέρεται στα Χριστούγεννα στην Κάλυμνο το 1899 και στην εκλογή Δημάρχου – Δημογέροντα, πριν 123 χρόνια. Οι παλιοί, όσοι έχουν κάποια βιώματα ή ακούσματα να θυμηθούν, να νοσταλγήσουν και οι νέοι να μάθουν και να διδαχτούν!
* * *
Καλήν εσπέρα Καλυμνιοί, αν είναι ορισμός σας
Την Άγια τούτη τη βραδιά, πού τρέχει ο λογισμός σας;
Σαν Χριστιανοί στην Βηθλεέμ, στη φάτνη των αλόγων.
κει που εγεννήθη ο Χριστός, ο ποιητής των όλων.
Μα σαν Καλύμνιοι νοσταλγοί, χρόνια ξενιτεμένοι
ας ευρεθούμε νοερά, όλοι μας ενωμένοι
γύρω από την Κάλυμνο, το λατρευτό νησί μας
κι ας στρέψουμε τη σκέψη μας σ’ αυτήν και την ψυχή μας.
Μέρες καλές αξέχαστες, θέλω να σας θυμίσω
μα πρέπει να γυρίσωμε πενήντα χρόνια πίσω (στο 1899)
Χριστουγεννών παραμονή, σαν τούτη την ημέρα,
ζωγραφισμένη τη χαρά βλέπαμε πέρα πέρα.
Στα σπίτια συγυρίσματα, καθαριότη , φούρια
ζυμώνουν και φουρνίζουνε φτάζυμα και κουλούρια
Τ’ αγόρια με το σούρουπο χαρούμενα πετούνε,
στις γειτονιές ξεχύνονται, τα Κάλαντα να πούνε.
Αξέχαστη στη μνήμη μας η νύχτα η Μεγάλη,
το θαλπερό πισπέρισμα γύρω απ’ το μαγκάλι.
Και με τη σκέψη στο Χριστό, πάμε να κοιμηθούμε
με τη φροντίδα μέσα μας, νωρίς να σηκωθούμε.
Τον πρώτο ύπνο παίρναμε κι ακούμε τη φωνή του,
του Παντελή, που βρόνταγε στους τοίχους το ραβδί του.
– « Στην εκκλησία Χριστιανοί, ξυπνάτε είναι ώρα !»
Τα γιορτινά μας βάζαμε και τρέχαμε με φόρα,
ν’ ακούσωμε μ’ ευλάβεια τη θεία λειτουργία.
Η Εκκλησιά, μας ήτανε μόνη ψυχαγωγία!
Κείνο το κατανυχτικό, το όμορφο τροπάρι,
το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί…» που ψάλανε με χάρη,
ο καλλικέλαδος Θωμάς κι ο σύντροφός του ο Φελλάς
το ταιριαστό ζευγάρι!
Όμως στον άγιο ενθουσιασμό κανένας δεν φτάνει,
τον ψάλτη τον Βυζαντινό, τον Χωριανό Παπά – Τσουγκράνη!
* * *
Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος του ποιήματος με τις γλυκές αναμνήσεις για τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων, όπου Παράδοση και Θρησκεία συνταιριασμένες έδιναν γαλήνη, χαρά και νόημα στην καθημερινότητα των Καλύμνιων προγόνων.
Και κει που όλα ακολουθούσαν πιστά το χαρούμενο Αγγελικό Μήνυμα «και επί Γης Ειρήνη» και φίλιωναν παλιοί άσπονδοι εχθροί και άνοιγαν ζεστά οι αγκαλιές και οι εγκάρδιες ευχές έδιναν και έπαιρναν, την επαύριον κιόλας των Χριστουγέννων «θύελλα απ’ άκρου έως άκρου», εκλογή Δημάρχου – Δημογέροντα. Έτσι προέβλεπε ο Κανονισμός Δημογεροντίας Καλύμνου. Τώρα, γιατί οι «ευλοημένοι οι Δημογέροντες» όρισαν την ημέρα αυτή, κάθε χρόνο (τόσο διαρκούσε η θητεία των Δημογερόντων) μέσα στις Άγιες ημέρες να διεξάγονται εκλογές, που αναπόφευκτα και ένταση θα έφερναν και τα πάθη θα όξυναν, δεν το γνωρίζουμε. Πιθανολογώ πως, ίσως να ήθελαν να « εκμεταλλευτούν το ήρεμο κλίμα» – το πνεύμα των Χριστουγέννων, αλλά και το ότι στο νησί είχαν ήδη συγκεντρωθεί όλοι οι ναυτικοί (καπεταναίοι, πληρώματα, σφουγγαράδες και ναυτιλλόμενοι), οι οποίοι ήταν και ο περισσότερος ανδρικός πληθυσμός, που είχε και το δικαίωμα ψήφου. Χειμώνας και όλα τα ταξιδιάρικα πλεούμενα βρισκόταν, καλά ρεμετζαρισμένα – φουνταρισμένα, στο λιμάνι. Παλαμάρι θα έλυναν μετά τα Θεοφάνεια. Να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, «Του Σταυρού δένε (Ύψωση Τιμίου Σταυρού, 14 Σεπτέμβρη) του Σταυρού λύνε (Θεοφάνεια, ο Σταυρός στη θάλασσα)», ν’ αγιαστούν πρώτα τα νερά και να γαληνέψουν οι καιροί!
Την άλλη μέρα θύελλα, απ’ άκρου έως άκρου
ανάστατη η Κάλυμνος, η εκλογή Δημάρχου.
Ψηφίζαμε μες στο Χριστό, καμπάνες αντιχούσαν,
οι Κομματάρχες τρέχανε και πώς μας χαιρετούσαν!
Ίντα χαμπάρια Σύντεκνε; Πώς πάει η φαμελιά σου;
Τι κάμνει η Συντέκνισσα; Καλά ναι τα παιδιά σου;
Το νου σου, αξαερφάκι μου, το ψήφο να μου ρίξεις,
κι όταν θα βγω ‘γω Δήμαρχος, δα δεις και θε να φρίξεις!
Θα την ιδής την ΚΑΛΥΜΝΟ και δεν θα την γνωρίζεις,
λιμάνια, πούντους και νερά, δρόμους και ό,τι ορίζεις.
Το πρόγραμμά μου το λοιπόν, σαφώς θα αναπτύξω.
την άμοιρη φτωχολογιά θέλω να περιπτύξω.
Θα φτιάξω τη δεξαμενή εις τον Προφήτη Ηλία,
νερά καθάρια, μπόλικα, ανθώνες ποικιλία.
Τα πλοία θα πλευρίζουνε, που λές αξαερφάκι
για να φορτώνουν εύκολα τη θρύμπη, το λισφάκι.
Σιδηροδρομική γραμμή, θα φέρνει το φλασκούνι,
τους σκούλους, την αλισφακιά και το αρακατσούνι!
Θα φτιάξω εγώ στο Φάραγγα έναν υδατοφράκτη,
Να το λευκό το κάρβουνο! Η καύσιμος η ύλη!
Το πρόβλημα το έλυσα, αγαπητοί μου φίλοι.
Και τώρα εργοστάσια, στο Τσουκχαλιό, στην Πόθια,
Μπροστά, στη Χώρα, στο Βαθύ. Κάλυμνος, όξω φτώχεια!
Να βρει δουλειά κάθε φτωχός, να μη περιφρονιέται,
που για το μεροκάματο σαν είλωτας πουλιέται.
Θα σπείρω σφουγγαρόσπορο, στης Κάλυμνος τον κόλπο,
σφουγγάρια να θερίζουμε, μελάθια δίχως κόπο.
Να λείψει πια η Μπαρμπαριά με τόσες αβαρίες,
η Κρήτη, τ’ άγρια νησιά, μ’ αυτούς τους καρχαρίες.
Έτσι, αξαερφάκι μου, ας ποιούμε κι εις υγεία’
βρε κάπελα, φέρε μεζέ, βάλε μας κι από μία. (οκά κρασί)
Και τέλος πάντων, πέτυχε του Δήμαρχου τη θέση,
την άλλη μέρα πέρασε κι είχε στραβά το φέσι!
Τον βλέπει τον αξάερφο και δεν τονε γνωρίζει
Έτσι συμβαίνει πάντοτε! Βρε Γιάννη… βράσε ρύζι!
————————————————————
Εδώ ο ποιητής μας, κλείνει με το δικό του σατυρικό τρόπο την εκλογή Δημάρχου και ξαναεπιστρέφει στην Ευλογημένη εορτή των Χριστουγέννων, με την ελπίδα…
Ευλογημένη εορτή, Νύχτα Αγιασμένη,
με τη Νησιώτικη Ψυχή στενά συνυφασμένη.
Κάμε πάλι ν’ ακούσουμε να ψάλλουν οι Αγγέλοι
τον ύμνο τον Αγγελικό, που να μας αναγγέλλει:
Δόξα τω δείξαντι το φως και επί Γης Ειρήνη
στην πολυτάραχή μας Γη (την Κάλυμνο) να απλωθεί η γαλήνη!
Δεκέμβριος του 1949
Γιάννης Δ. Γεράκης
Ο Ποιητής Γιάννης Δ, Γεράκης, (1887 – 1971)
Γεννήθηκε στην Κάλυμνο το 1887. Γιος σφουγγαρά, σε μια δύσκολη εποχή μετανάστευσε έφηβος στη τσαρική Ρωσία. Επέστρεψε το 1902 και δούλεψε σφουγγαράς μαζί με τον πατέρα του. Βίωσε, αρμενίζοντας και βουτώντας, στα επικίνδυνα και μακρινά σφουγγαροτάξιδα της Μπαρμπαριάς. Λίγο αργότερα επέστρεψε ξανά στην Πετρούπολη, όπου και έζησε μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως υπάλληλος σε φαρμακευτική εταιρεία , διατηρώντας πάντα τους δεσμούς με την αγαπημένη του Κάλυμνο, ως το τέλος της ζωής του.
Τις εμπειρίες του για τη ζωή στη Ρωσία και στη σφουγγαροσύνη, τις κατάγραψε με δυνατό ρεαλισμό στις «Σφουγγαράδικες Ιστορίες», τις οποίες εξέδωσε το 1999, τιμώντας τον, η Ένωση Καλυμνίων Αττικής.
Από το 1950 άρχισε να δημοσιεύει λυρικά και σατυρικά ποιήματα στον Καλυμνιακό τύπο, σκιαγραφώντας τη ζωή του νησιού του. Αυτά τα ποιήματα εκδόθηκαν το 1965 με τον τίτλο «Από τη ζωή της Καλύμνου», με την ευγενική χορηγία του αδελφικού του φίλου, Σόλωνα Α. Πελεκάνου. Τα σφουγγαράδικα ποιήματά του, που συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση αυτή, είναι μοναδικά και δίκαια μπορεί να του αποδοθεί ο τίτλος «Ο Ποιητής της Σφουγγαροσύνης»
Κάλυμνος , Δεκέμβρης του 2020
Γιάννης Αντ. Χειλάς