
Περνούν οι χρόνοι και οι καιροί, μαζί με αυτούς και οι άνθρωποι. Έρχονται στη ζωή, διαγράφουν την καμπύλη της και με το πέρασμα του χρόνου, φεύγουν μαζί του και ξεχνιούνται, εκτός αν έχουν αφήσει πίσω τους κάποιο ίχνος που να τους θυμίζει, μικρό ή μεγάλο, καλό ή κακό, πνευματικό ή υλικό, ιστορικό ή καλλιτεχνικό. Κάτι, τέλος πάντων που να ξεχωρίζει σαν δημιουργία ή πράξη και διατηρείται, ευρύτερα ή στενότερα για μικρό ή μεγάλο μήκος χρόνων, στη μνήμη των επερχομένων γενεών. Αυτοί όμως είναι λίγοι, ελάχιστοι και θα έλεγα οι τυχεροί της ιστορίας, Οι πολλοί, το μεγάλο ανώνυμο πλήθος, χάνονται και ξεχνιούνται στο διάβα και την αχλύ του χρόνου και τίποτα δεν θυμίζει το πέρασμά τους από τη ζωή
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω απαραίτητη προϋπόθεση, για να μείνει στη μνήμη η δράση ή η ιδιαιτερότητα ενός προσώπου, είναι να γράψει κάποιος γι’ αυτήν κάποιος σύγχρονός του ή και μεταγενέστερος, αφού, κατά τη λατινική παροιμία verba volant scripta manent.
Η τωρινή μου αναφορά, είναι για ένα ταπεινό και ξεχασμένο πρό- σωπο, που κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις και συνθήκες θα μπορούσε να αποτελεί διάσημο πρόσωπο της Καλύμνου και όχι μόνο. Πρόκειται για τον Μανόλη Πελεκάνο, τον γνωστό στην εποχή του ως ο Μανόλης του Αποστόλη.
Ο Μανόλης ήταν γιος του τότε γνωστότατου ψάλτη Αποστόλη Πελεκάνου για τον οποίο θα κάμω πιο ειδική αναφορά σε άλλο μου σημείωμα. Ήταν άνθρωπος καλότατος, αλλά ιδιόρρυθμος σε όλα του, όμως η φύση τον είχε προικίσει με φωνή σπάνια και μουσικότητα επίσης σπάνια. Επιπρόσθετα, αν και ολιγογράμματος – ζήτημα να είναι βγάλει το Δημοτικό – διακρινόταν από μια εξαιρετική διαλεκτικότητα με φιλοσοφική διάθεση, όπως και κλασική τεμπελιά- το έχουν οι φιλόσοφοι.
Ήταν μετρίου αναστήματος. αλλά γεμάτος, με μεγάλο κεφάλι και ευρύστερνος. Κούρευε τα μαλλιά του σύριζα αν και δεν ήταν εντελώς φαλακρός, αλλά Γιουλ Μπρίνερ της εποχής εκείνης και σύγχρονος εν πολλοίς της τωρινής μόδας, γιατί, όπως μου έλεγε, βαριόταν να τα κτενίζει.
Το βασικό του επάγγελμα εκτός από ψάλτης ήταν να πελεκά πέτρες και μαντώματα.
Τώρα πώς γινόταν κλασικός τεμπέλης να κάνει τέτοια δουλειά, ε, δεν είχε πρόβλημα. Το είχε λύσει. Μια πέτρα μπορούσε να την πελεκά μια εβδομάδα, με ωράριο δικό του, δηλαδή το περισσότερο ξάπλα κάτω από σκιά και λίγη προσπάθεια πάνω στην πέτρα. Όμως όταν την παρέδιδε ήταν σαν να την είχαν κόψει με μηχάνημα! Τέλεια . Αυτός ήταν ο λόγος που παρά την άργητά του πάντοτε του έδιναν δουλειά, αν και ο ίδιος δεν την επιδίωκε ή μάλλον την απέφευγε. Μη ξεχνούμε, άλλωστε, πως ήταν και λιτοδίαιτος…Ζούσε με τους γονείς του, οπότε ότι βρισκόταν στο σπίτι του ή στη γειτονιά που τον φιλεύανε.
Όμως αυτό το άτομο ήταν προικισμένο, όπως είπα παραπάνω με μια φωνή που δεν την συναντά κανείς εύκολα, όχι μόνο ανάμεσα στον ιεροψαλτικό κύκλο, αλλά ούτε και στα λυρικά θέατρα.
Έχω προσωπική εμπειρία και γνώση βέβαια και μπορώ να κρίνω μετά την πάροδο τόσων χρόνων ότι η περίπτωση του Μανόλη ήταν μοναδική.
Βασικά ήταν μπασοβαρύτονος, αλλά με μεγάλη έκταση που άρχιζε από το κάτω ΝΤΟ και έφθανε το πάνω ΣΟΛ. Δηλαδή δυόμισι οκτάβες! Σε όλο δε αυτό το τονικό μήκος υπήρχε απόλυτη ομοιογένεια. Φωνή πολύ πλατειά με τεράστια σε ντεσιμπέλ ηχητική δύναμη και το κυριότερο με ελαφρύ κυματισμό ( βιπράτο) , και με γλυκύτατο και πλούσιο ηχόχρωμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά είχαν ως αποτέλεσμα, η φωνή του, ενώ ήταν πολύ δυνατή δεν ενοχλούσε, έστω και εάν βρισκόταν κανείς δίπλα της. Απλά γέμιζε το χώρο (εννοείται δίχως μικρόφωνα που τότε δε υπήρχαν) και βέβαια έσβυνε όσους συνέψαλλαν μαζί του. Εξυπακούεται ότι αυτή η φωνή ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια των ναών και ήταν προορισμένη για μεγάλες μουσικές αίθουσες και Όπερες.
Παράλληλα ο Μανόλης ήταν προικισμένος και με μουσικό ταλέντο. Ήξερε από στήθους πολλά δύσκολα μαθήματα της βυζαντινής μουσικής και τα εκτελούσε άψογα – εμένα μου έμαθε τα Κρατήματα που είναι από τα πιο δύσκολα μέλη της εκκλησιαστικής μουσικής. Παράλληλα ήξερε του κόσμου τις άριες από το κλασικό λυρικό ρεπερτόριο και τις διάφορες Όπερες! Από πού και πώς τις έμαθε δεν ξέρω. Μάλλον ακουστικά, λόγω του ταλέντου του. Πήγαινε στις Ραφές τραγουδούσε και όταν δεν φυσούσε αέρας ακουγόταν σε όλη την περιοχή του Πανόρμου (βλέπετε δεν είχε και αυτοκίνητα πολλά και μηχανάκια και δέσποζε η φωνή του Μανόλη). Κάποτε, απόγευμα, πήγαμε παρέα με φίλους μου πάνω στο μεγάλο Κάστρο. Σε μια στιγμή ακούσαμε κάποιον από μακριά να τραγουδά άριες. Ήταν ο Μανόλης που πελεκούσε πέτρα κάτω στο Φλασκά και ακουγόταν πάνω στο Κάστρο!!! Έμενε κοντά στο σπίτι μας και τα βράδια όπως επέστρεφε από τη βόλτα του συνήθιζε να κάνει στάση κάτω από το παράθυρό μας και να πιάνει κουβέντα με όποιον έβρισκε. Σιγομουρμούριζε και ο ήχος του σιγομουρμουρίσματός του ακουγόταν σαν φλοίσβος που ρυακιού.
Είναι πολλά που μπορεί να κανείς και να διηγηθεί για τον Μανόλη του Αποστόλη. Για εκείνο που χρειάζεται να πω είναι το ότι, όσο θεϊκή ήταν η φωνή του άλλο τόσο ιδιαίτερο άτομο ήταν ο ίδιος.
Κλασικός τεμπέλης, ευθυνόφοβος, με αρρωστημένη σεμνότητα – πάντα παραμέριζε μπροστά στους άλλους ψάλτες – και με πολλές εμμονές. Αρκείτο στο να περνά την ημέρα του όσο γίνεται πιο ήρεμα και αβίαστα, δίχως φροντίδα ούτε για το παρόν, ούτε για το μέλλον. Με αυτά τα χαρακτηριστικά εννοείται πως δεν παντρεύτηκε και δεν έκανε οικογένεια.
Θα πρέπει να γεννήθηκε κάπου στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1910 , γιατί όταν πέθανε το 1964 ήταν κάπου το ήταν 51-2 χρόνων. Έψαλε στην εκκλησία του Αγίου Θεολόγου. Τα παράτησε και ήρθε στον Άγιο Χαράλαμπο ως δεξιός ψάλτης το 1956. Τότε ήταν που προσκολλήθηκα δίπλα του και με άφηνε, λόγω τεμπελιάς να ψάλλω εγώ τα περισσότερα, παρά τις διαμαρτυρίες των ενοριτών που ασφαλώς ήθελαν να ακούν τον καλλιφωνότατο και έμπειρο ψάλτη και όχι εμένα τον εντελώς αρχάριο. Μετά από λίγο αξίωσε – άκουσον άκουσον- να τον περάσουν στο αριστερό αναλόγιο. γιατί, δεν μπορούσε, όπως έλεγε, να ψάλλει τόσα τροπάρια που έχει ο δεξιός ούτε και την ευθύνη του!!! Μάλιστα. Κάποια μέρα σε ένα βάρβαρο, συνηθισμένο τότε παιχνίδι, το στρίψιμο του δακτύλου, του στρίψανε άσχημα το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού του χεριού και έκτοτε το έδενε με λάστιχο με το διπλανό. Λίγο αργότερα πήγε στο γιατρό και του έκοψε στα μισά το γιατί τον ενοχλούσε, όπως έλεγε, και μετά από λίγο ξαναπήγε στο γιατρό και του το έκοψε ολόκληρο από τη ρίζα, και ο Μανόλης εξακολούθησε να δένει με το λάστιχο τα δύο υγιή παράπλευρα δάκτυλα…βγάλτε συμπεράσματα.
Πέθανε από διάτρηση στομάχου. Μεσημέρι Σαββάτου είχε φάει μακαρόνια και ένιωθε ενοχλήσεις, πήγε στην εκκλησία, στον εσπερινό, και έψαλλε όπως και το πρωί της Κυριακής. Διηγούνται ότι έψαλλε και κράταγε το στομάχι του από τον πόνο. Τον πήγαν με το ζόρι στο νοσοκομείο· είχε διατρηθεί το στομάχι του και τα μακαρόνια είχαν απλωθεί εξω από αυτό με αποτέλεσμα να πάθει περιτονίτιδα. Τον παρατήσανε οι γιατροί! Τον μεταφέρανε σπίτι του, για να πεθάνει. Πήγα και τον είδα να υποφέρει πολύ. Ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατος, αλλά όταν μιλούσε και έτρεμε το μικροδωμάτιο του. Πέθανε μετά από λίγες ημέρες με φρικτούς πόνους. Ήταν καλοκαίρι του 1964.
Τώρα που γράφω αυτό το σημείωμα σκέπτομαι μήπως η απόσταση του χρόνου με κάνει να μεγαλοποιώ τα πράγματα, όμως, εκτός από το γενικό θαυμασμό και την καθολική αποδοχή που έχαιρε μεταξύ του ιεροψαλτικού κόσμου και του κοινού της Καλύμνου, υπάρχουν και δύο γεγονότα που με δικαιολογούν. Το πρώτο μου το αφηγήθηκε ο ίδιος, στο δεύτερο ήμουν παρών.
Το πρώτο: Όπως μου αφηγήθηκε ο ίδιος και μου επιβεβαίωσε ως αυτόπτης μάρτυρας ο πατέρας του πρ. Αντιδημάρχου Γιώργου Ψαρά , στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μανόλης βρέθηκε πρόσφυγας στην Αίγυπτο. Εκεί τον επιστράτευσαν μαζί με άλλους Καλύμνιους, και σε κάποια φάση του Πολέμου τους επιβίβασαν σε πλοίο με προορισμό την Ιταλία· στο πλοίο υπήρχαν και Ιταλοί αιχμάλωτοι. Ο Μανόλης, κατά τη συνήθειά του, στο ταξίδι άρχισε να τραγουδά άριες, τον πλησιάζει ένας αιχμάλωτος Ιταλός και του λέει: Εγώ πριν τον Πόλεμο ήμουν τενόρος στη Όπερα της Σκάλας του Μιλάνου. Τέτοια φωνή δεν ξανάκουσα. Θέλεις να έρθεις μαζί μου – ο Πόλεμος θα τελείωνε σε λίγους μήνες- , σε δυο χρόνια θα σε κάνω πρώτο όνομα στην Ιταλία. Ο Μανόλης τον ρωτά; Θα πρέπει να σπουδάσω, Ναι του απαντά ο Ιταλός. Και θα έχει διάβασμα; Ασφαλώς και μάλιστα πολύ. Τότε δεν έρχομαι! Ήταν η απάντηση του Μανόλη…
Το δεύτερο: Ήταν κάποιος άνθρωπος ονόματι Χριστοφής. Αυτός ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος . Έμενε στην Αθήνα, είχε γνωριμίες, είχε σχετική οικονομική άνεση και ήταν γνωστός του πατέρα μου. Ήλθε στο σπίτι μας, γύρω στο 1951-2, για να βρεί τον Μανόλη και να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα να σπουδάσει φωνητική στο Ωδείο, με όλα τα έξοδα δικά του. Φωνάξαμε τον Μανόλη – δίπλα μας έμενε- του μίλησε ο καλός αυτός άνθρωπος, αλλά ο Μανόλης, εφ όσον θα έπρεπε να διαβάσει σπουδάζοντας, ήταν ανένδοτος δεν δέχθηκε την προσφορά…
Κρίμα χάθηκε άδοξα ένα τόσο μεγάλο ταλέντο που θα μπορούσε να διαπρέψει εντός και εκτός της χώρας μας και παράλληλα να γίνει ένας σπουδαίος πρεσβευτής του ονόματος της Καλύμνου. Βλέπετε, δόθηκε εκ Θεού ένα Μεγάλο δώρο, αλλά σε λάθος άνθρωπο.