Διερωτηθήκαμε ποτέ, πόσες γλώσσες μάθαμε, όσοι Καλύμνιοι είχαμε την τύχη να γεννηθούμε πάνω στον ιερό αυτό βράχο, πριν και μετά τους δύο Μεγάλους Πολέμους; Είμαι βέβαιος πως οι παλαιότεροι δεν το έχουν συνειδητοποιήσει και οι νεότεροι δεν το γνωρίζουν, ώστε να έχουν έναν πρόσθετο λόγο να αισθάνονται υπερήφανοι για το νησί τους. Να ξέρουν, δηλαδή, και να υποστηρίζουν με πειθώ και πάθος πως η πατρίδα τους, η Κάλυμνος, όχι άδικα χαρακτηρίζεται ως νησί των Γραμμάτων! Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομαστεί ένας τόπος, όπου το σύνολο των κατοίκων του, μιλάει από δύο έως εφτά γλώσσες, ανάλογα με το επίπεδο των σπουδών του; Όχι πως υστερούν και οι υπόλοιποι Έλληνες, για τους οποίους φρόντισε το εκπαιδευτικό μας σύστημα να τους δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουν χθεσινές και σημερινές, νεκρές και ζωντανές γλώσσες όσο το δυνατό περισσότερες, ώστε να μπορούν να επικοινωνούν με ζώντες και τεθνεώτες, για να ικανοποιούν τις βιοτικές τους ανάγκες αλλά και τις μορφωτικές και πνευματικές τους αναζητήσεις.
Στην κορυφή της γλωσσομάθειας βρίσκονται, όμως, οι Καλύμνιοι, άνδρες και γυναίκες, όσοι αποφοίτησαν από το παλαιό εξατάξιο γυμνάσιο. Κάτοχοι εφτά γλωσσών(!), για τις επιδόσεις των οποίων στον τομέα αυτό δεν φρόντισε, δυστυχώς, κανείς μέχρι σήμερα να τους συμπεριλάβει στο βιβλίο Γκίνες!
Ο Καλύμνιος, για την περίοδο που αναφερόμαστε, πριν καθίσει σε οποιοδήποτε θρανίο, ήταν ήδη γνώστης δύο γλωσσών! Της Μητρικής και της Δημοτικής.
Τη «μητρική γλώσσα» την πρωτομάθαινε κάθε παιδί μέσα στο μεγάλο καλύμνικο σπίτι. Μεγάλο όχι ως προς τα τετραγωνικά του μέτρα αλλά ως προς το πλήθος των μελών που το κατοικούσαν… Μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια που του έλεγαν παππούδες, γονείς, θείοι και συγγενείς κάθε βαθμού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Καθώς μεγάλωνε, την καλλιεργούσε και την εμπλούτιζε στις γειτονιές, στις αλάνες και στα παιχνίδια. ΄Όταν πια αποφοιτούσε από το δημοτικό σχολείο, την ήξερε σε επίπεδο προφίσενσυ, όπως θα έλεγαν τα τωρινά παιδιά, τα οποία περιορίζονται στην εκμάθηση μόνο της Αγγλικής. Σήμερα αυτήν τη μοναδική σε εκφραστική δύναμη γλώσσα, με πλουσιότατο λεξιλόγιο, με περισσότερα από 15000 λήμματα, με δική τους ετυμολογική προέλευση και ερμηνεία, με δικά της φωνολογικά, συντακτικά και γραμματικά φαινόμενα, την αποκαλούν κάποιοι γλωσσολόγοι «Καλυμνιακό Ιδίωμα», για να μας την υποτιμήσουν, ενώ πρόκειται για μια γλώσσα, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμιά άλλη…Με αρχαϊκές, κλασικές, αλεξανδρινές, βυζαντινές και μεσαιωνικές ρίζες, αλλά και με ενετικές, τουρκικές και ιταλικές προσθήκες. Σε αυτή τη γλώσσα βρίσκουν οι Καλύμνιοι τα λόγια και τα σχήματα με τα οποία μπορούν να εκφράσουν τέλεια τις πνευματικές τους ανάγκες, αλλά κυρίως τις συναισθηματικές τους καταστάσεις. Να λυπηθούν, να χαρούν, να εγκωμιάσουν, να κατηγορήσουν να πονέσουν, να ευχηθούν, μα και να… βρίσουν. Να ικανοποιήσουν τον ψυχικό τους κόσμο .Σε μια γλώσσα εύπλαστη και ανυπότακτη σε κανόνες, όπως ανυπότακτος και απείθαρχος διαμορφώθηκε και ο δικός τους χαρακτήρας, ζώντας στο νησί στη διάρκεια της μακρόχρονης σκλαβιάς του. Άλλοτε με ακατάσχετη φλυαρία, σε υψηλούς τόνους, και άλλοτε με λίγα «μετρημένα» και «στρογγυλά» λόγια, όπως συμβούλεψε κάποτε η Αργίτισσα μάνα τον γιο της, λίγο πριν τον παρουσιάσει για γαμπρό στο σπίτι υποψήφιας νύφης στα Σκάλια. Σε μια μακρινή εποχή, όπου και οι δυο οικισμοί δεν είχαν ούτε δρόμο, ούτε σχολειό, για να μαθαίνουν τα παιδιά τους από πού βγαίνει ο ήλιος!… Μόλις έδωσαν τον λόγο στον Σακελλάρη, για να τον ακούσουν τα μέλλοντα πεθερικά του, καθώς και η κόρη τους, τήρησε κατά γράμμα και… «σχήμα» την οδηγία της μάνας: «Στο σπίτι μας έχουμε απ’ ούλα τα πράματα: κουλούρες, τυρζά, μυζήθρες, σκουτέλλια, λεκανίες, ταψά, λαήνες, ψάτα, τιρσές, δίσκους, μαλαθούνια», κερδίζοντας την ικανοποίηση, τον θαυμασμό και την αποδοχή από τα παριστάμενα οικογενειακά και συγγενικά μέλη της Πετράντας, η οποία πρώτη με ένα γλυκό, πλατύ χαμόγελο έδωσε την συγκατάθεσή της!…Όσο για το Θεμελίνι που στεκόταν δίπλα στη μάνα της με τις μακριές πλεξούδες της, άλλα… «προικιά» έβλεπε στο παρουσιαστικό του νέου που την έπειθαν, πως έπρεπε να βιαστούν οι γονείς της να τα «ξεσπάσουν», για να έρθει η ώρα η καλή και η ευλογημένη*…
Καμιά άλλη γλώσσα δεν μπορεί να επιτύχει παραστατικότερα και πειστικότερα αυτό που θέλει να εκφράσει, όσο μπορεί να το κάνει η δική μας, η Μητρική, η Καλύμνικη! Η γλώσσα αυτή είναι παντελώς άγνωστη στην υπόλοιπη Χώρα. Γι’ αυτό και δεν την καταλαβαίνουν οι εξ Ελλάδος συμπατριώτες μας, όπως, δυστυχώς, και οι νεότερες γενιές στο νησί μας. Μόνον όσοι Καλύμνιοι μετανάστευσαν σε άλλες χώρες και απόκτησαν εκεί τις οικογένειές τους, εξακολουθούν να την κρατούν ζωντανή και να την τιμούν πιστά και άψογα οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Το ότι πρόκειται για μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανένας, αν δεν τη σπουδάσει, εύκολα φαίνεται από το γεγονός ότι έχει, επιτέλους, εκδοθεί και κυκλοφορήσει το δικό της Λεξικό, το οποίο δεν υστερεί σε όγκο και πλούτο περιεχομένου από το αντίστοιχο της καθομιλούμενης Ελληνικής, του γλωσσολόγου καθηγητή Μπαμπινιώτη, όπως φαίνεται και στην εικόνα που παραθέτουμε ως αδιάψευστο αποδεικτικό στοιχείο. Αρκούν μερικά ακόμη παραδείγματα, πέραν εκείνων που μας έδωσε νωρίτερα ο Σακελλάρης, για να διαλυθεί και η τελευταία αμφιβολία. Ιδού μερικά από μια σκόρπια επιλογή : Γαντέρνω, περλοή, καλαπαλίκι, κουκουρέβελλος, ψουμούχα, έβγοος, κοπζάζω, καστανιά, αμπασά, κομπελί,
αζααλιά, ίσσιτα**, για να αποδειχθεί ότι μιλάμε, μετά λόγου γνώσεως, για μιαν άλλη γλώσσα, την οποία έχουν το προνόμιο να κατέχουν οι Καλύμνιοι, αλλά που δυστυχώς όλο και λιγοστεύουν αυτοί που τη γνωρίζουν και την υπηρετούν.
Αλλά ας προχωρήσουμε στη δεύτερη, την κοινή ομιλούμενη Γλώσσα σε όλη την Ελλάδα. Ήταν η Δημοτική, εκείνη η οποία στα χρόνια που αναφερόμαστε μιλιόταν παράλληλα με την Καλύμνικη και διδασκόταν μέχρι την τετάρτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Κατά παραχώρηση και ανοχή από τους οπαδούς της «Καθαρής Γλώσσας» που οι οπαδοί και θιασώτες της την πάλευαν με νύχια και με δόντια παραπάνω από δύο αιώνες, γιατί τη θεωρούσαν νόθα και ακαλαίσθητη. Ευτυχώς τη στήριζαν σχεδόν στο σύνολο τους οι λογοτέχνες και κυρίως οι ποιητές μας που ήξεραν καλύτερα απ’ όλους να διακρίνουν πού βρίσκεται το αληθινό, το ωραίο και το ζωντανό. Εμείς την αγαπήσαμε, γιατί έμοιαζε πάρα πολύ με τη δική μας, την Καλύμνικη, και καθώς μεγαλώναμε, την καταλαβαίναμε όλο και καλύτερα, όταν την ακούαμε ή τη διαβάζαμε. Βέβαια, είχαμε τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες μας για τις δυσκολίες που είχε η γραφή και τα στολίδια της…
Από την πέμπτη τάξη έκανε την επίσημη εμφάνισή της και η τρίτη γλώσσα, της οποίας η υπομονή είχε εξαντληθεί, περιμένοντας τη σειρά της. Μία γλώσσα άγνωστη σε μας και στους γονείς μας, που στην πλειοψηφία τους δήλωναν αδυναμία να μας βοηθήσουν. Σήκωναν τα χέρια ψηλά και κατέβαζαν τα…μολύβια τους, αφήνοντάς μας μόνους να ξεμπερδεύουμε με τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες και την ερμηνεία της.
Τώρα πια, από τη μια μέρα στην άλλη, η τρίχα έγινε θριξ, το νύχι – όνυξ, ο άνδρας- ανήρ, η μάνα-μήτηρ, ο ποντικός- μυς, η φωτιά-φλοξ κ.ο.κ. Και επειδή η γλώσσα αυτή είχε τεράστιες δυσκολίες, η διδασκαλία της συνεχίστηκε σε όλες τις γυμνασιακές τάξεις! Υπήρχαν πολλά ακόμα να μάθουμε και να εφαρμόζουμε υποχρεωτικά στον γραπτό μας λόγο, όπως για παράδειγμα τη χρήση των λέξεων «όστις» και «ήτις», αντί « όποιος» και «όποια», τις οποίες, αν δεν συναντούσαν τουλάχιστο μία φορά στις γραπτές εκθέσεις οι δάσκαλοί μας, τις αξιολογούσαν με πολύ χαμηλές βαθμολογίες!…Γνωρίσαμε πώς να ντύνουμε ευπρεπώς μια γυναίκα, γράφοντάς την, «γυνή», να λέμε «ουδόλως» αντί «καθόλου», να γράφουμε «ύπερθεν», αντί «πιο πάνω» κ.ά.… Με την τελευταία μάλιστα, όταν αναγνώστηκε σε σχολείο έγγραφο που ανέφερε ότι «εις εκτέλεσιν της ύπερθεν εγκυκλίου» οι εκπαιδευτικοί θα έπρεπε να συνεδριάσουν και να αποφασίσουν πάνω σ’ ένα θέμα…, δασκάλα, διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέγοντας πως, με τον άσχημο καιρό που επικρατούσε τη συγκεκριμένα τότε μέρα, ήταν αδύνατο να την εκτελέσουν στο ύπαιθρο…Υπήρχαν πολλοί μεταξύ «των γραμματισμένων», οι οποίοι κατείχαν “άριστα” την προέλευση και την ερμηνεία κάπως «ομόηχων» λέξεων, για τις οποίες έβρισκαν εύκολα συνώνυμες κάθε φορά που σκόνταφταν πάνω τους, όταν τις συναντούσαν στον επίσημο γραπτό λόγο, όπως η περί ής ο λόγος συνάδελφος…
Και αφού τη μάθαμε και αυτή τη γλώσσα, όχι φυσικά σε τέτοιο βαθμό που την γνώριζαν οι Υπηρεσίες, οι Νομοθέτες, τα Δικαστήρια και οι Δικηγόροι, ώστε να την καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι, για να την ερμηνεύουν όπως τους βόλευε, κρίθηκε πως ήμασταν πια ικανοί να γνωρίσουμε και μια τέταρτη, τη μητέρα των τριών προηγούμενων, όπως μας την ονόμασαν, τα Αρχαία Ελληνικά. Σ’ αυτή τη Γλώσσα μάθαμε τι έλεγαν στο αφεντικό τους τα πρόβατα-και όχι μόνο- την εποχή που μιλούσαν! Πόσο ήταν υπερήφανοι για τη γενιά και τους προγόνους τους ο Ισοκράτης, ο Πλάτων, ο Αισχύλος και πολλοί άλλοι σοφοί, με τους οποίους εμείς οι απόγονοί τους δεν μοιάσαμε καθόλου… Στην προγονική αυτή γλώσσα διδαχθήκαμε την πλοκή και τα τεχνολογικά μυστικά της, αλλά όχι τη σκέψη και το περιεχόμενο που είχαν τα γραπτά κείμενα, τα οποία διασώθηκαν και των οποίων γνωρίσαμε μόνο τις επικεφαλίδες τους!…Τέλος πάντων, για να μην αδικούμε και τους δασκάλους μας, πήραμε μια γεύση, πολύ καλύτερη από εκείνη που παίρνουν οι σημερινοί μαθητές, οι οποίοι κατέλαβαν τις θέσεις μας στα σημερινά σχολικά έδρανα.
Αργότερα, μετά από μία τριετία, κρίθηκε πως ήμασταν πια έτοιμοι και ικανοί να γνωρίσουμε, ταυτόχρονα και παράλληλα με τις προηγούμενες, και δύο ακόμα γλώσσες! Τα Λατινικά και τα Γαλλικά που τότε ακόμα ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας και της διπλωματίας.
Στην πρώτη, τη Λατινική, μάθαμε πως η Ρεγκίνα τα ρόδα αγαπά και πως, προσθέτοντας στο τέλος των λέξεων τα -ρουμ, κβε και μπους, μπορούσαμε να μιλάμε και να γράφουμε στη γλώσσα του Οράτιου, του Κικέρωνα και του Δάντη.
Αλλά και οι σεβαστοί μας καθηγητές φρόντιζαν να μαθαίνουν τα αντικείμενα διδασκαλίας των Λατινικών μια… μέρα νωρίτερα από εμάς, για να είναι σε θέση να παραδίδουν, να εξετάζουν και να βαθμολογούν…Θα εξαιρέσω τον αείμνηστο Στέφανο Κορφιά, ο οποίος κατείχε άριστα όχι μόνο την καλυμνιακή διάλεκτο αλλά και την Ομηρική, την Αττική και τη Λόγια Γλώσσα μας!
Μετά από τρία χρόνια μπορούσαμε να προσθέσουμε στο βιογραφικό μας και τη γνώση της Λατινικής, υποθέτω στον ίδιο περίπου βαθμό που την κατέχουν και οι Ιταλοί, οι σημερινοί τους απόγονοι…
Στα Γαλλικά είναι αλήθεια πως εμείς, οι άριστοι κάτοχοι της «μητρικής», είχαμε όλες τις προδιαγραφές για να τη μάθουμε και να την προφέρουμε καλύτερα και από τους Γάλλους, οι οποίοι έλεγαν το «ζήτα» και το «ρο» με φόβο μη δαγκώσουν τη γλώσσα τους!
Στο μάθημα αυτό είχε το Νικηφόρειο Γυμνάσιο την τύχη να έχει μία καθηγήτρια, την Ελένη Καμπανάου, η οποία πολύ σύντομα κατάλαβε πως η προφορά και ο ζήλος των μαθητών της να προσθέσουν στο βιογραφικό τους και μια σύγχρονη ευρωπαϊκή γλώσσα, είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία της! Τόσο πολύ αγάπησαν το μάθημά της και τόσο πολύ ένιωθαν την ομορφιά και τη μουσικότητα της γλώσσας του Ουγκώ και του Βολταίρου, ώστε φρόντιζαν να μελοποιούν και τα θέματα διδασκαλίας του σχολικού τους βοηθήματος! Σχολώντας και κατεβαίνοντας σπίτια τους, μετά το μάθημά της, συμμαθητές με μαέστρο τον Σταμάτη, τον γιο του παπα-Σπυρόπουλου, τραγουδούσαν στη διαπασών αποσπάσματα από το βιβλίο τους, όπως: «οι μαθητές κάθονται πάνω στα θρανία τους…» ( Les eleves sont assi sur les banks…). κ. α. Οι Καλυμνιές στη γειτονιά των Βασιλικών έκπληκτες έβγαιναν στις αυλές τους να τους δουν και να τους καμαρώσουν! Δύο ηλικιωμένες τις ακούσαμε να σχολιάζουν: «Αρή Καλοτίνα, αυτοί (δ)ε μιλούσι σαν τους Ιταλούς! Άλλη γλώσσα μαθαίνουσι»!
Διαπιστώνοντας, στο μεταξύ, οι δάσκαλοί μας την πρόοδο που είχαμε και στις έξι προηγούμενες γλώσσες, αποφάσισαν να προσθέσουν στο σχολικό μας πρόγραμμα και μία έβδομη, την Ομηρική, που ήταν, αλήθεια, η δυσκολότερη απ’ όλες τις προηγούμενες. Ήρθαμε σε «επαφή» και με τη γλώσσα αυτή των πολύ μακρινών προγόνων μας και στα δύο αθάνατα ποιήματα του δημιουργού τους, «Οδύσσεια» και «Ιλιάδα». Έκπληκτοι είδαμε να αρχίζουν και τα δύο έπη με δύο πασίγνωστες λέξεις σ’ εμάς : τον «άνδρα», τον πολυμήχανο Οδυσσέα, η πρώτη, και τη «μήνιν », δηλαδή την οργή του Αχιλλέα, η δεύτερη. Συναντούσαμε στους ωραίους ρυθμικούς και αριστουργηματικούς στίχους και πολλές άλλες γνωστές μας λέξεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαμε στον καθημερινό μας λόγο, νιώθοντας κάθε φορά ενθουσιασμό και θαυμασμό, συναισθήματα, τα οποία ενισχύονταν και από τις υπέροχες από στήθους απαγγελίες αποσπασμάτων από τα τρία φιλολογικά ιερά τέρατα που αξιωθήκαμε να έχουμε ως μαθητές στις τρείς τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου μας: τον Νικόλα Δράκο, τον Στέφανο Κορφιά και τον Δρόσο Κωλέττη. Μόνοι εμείς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όσοι αποφοιτήσαμε από δημοτικό και γυμνάσιο στο νησί, μέχρι την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, είχαμε τη μοναδική τύχη να διδαχθούμε ισάριθμες γλώσσες των ημερών μιας εβδομάδας, μεταξύ των οποίων οι πέντε να είναι τα Ελληνικά μας, στη διαχρονική τους εξέλιξη! ΄
Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι μάθαμε κάποια από τις 4 τελευταίες γλώσσες σε επίπεδο κάτι περισσότερο από την …ανάγνωσή τους. Μπορώ όμως να νιώθω κι εγώ περήφανος μαζί με τον νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη, γιατί “τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική» και σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου». Γιατί αποτελώ μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο να χρησιμοποιώ στον προφορικό και γραπτό μου λόγο μια γλώσσα, στη διαχρονική της εξέλιξη, που δηλώνει ζωντανή και παρούσα εδώ και 3000 χρόνια! Μια γλώσσα με ασύγκριτο πλούτο ιδεών, στην οποία διατυπώθηκαν μοναδικές φιλοσοφικές, επιστημονικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές και ηθικές αξίες.
1η Ιουλίου 2023.
Καλό μήνα, δροσερό καλοκαίρι και καλή αντάμωση τον Σεπτέμβρη, με μία ευχάριστη έκπληξη, αν η υγεία το επιτρέψει.
*Το γεγονός μου το αφηγηθηκε ο Γιάννης Χειλάς, πρόεδρος του ναυτικού μουσείου Καλύμνου.
** με τη σειρά τους: αντέχω, περιουσία, θόρυβος, άμυαλος, κατσαρίδα, αδειος, διστάζω, σκεύος μεταφοράς φαγητού, είσοδος σε ξερολιθια, μικρό κλαδάκι, ζημιά, καλά να πάθεις.