ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΘΙΟΠΩΝ -Του Νικήτα Καραφυλλάκη *.

370

( Η μακρά «σιωπή μου» αυτή την περίοδο οφείλεται στις εργασίες ολοκλήρωσης της πολύμοχθης προσπάθειας  να φέρω στο φως της δημοσιότητας το πνευματικό μοναχοπαίδι μου, στο οποίο έχω δώσει ήδη το όνομα, πριν δει το φως της ζωής του :«Ψηφίδες από την Κάλυμνο». Εύχομαι να δει τον πατέρα του μέσα στον Οκτώβρη…

   Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, 2023-24, θεώρησα πως έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα, ανεβάζοντας μία ανάρτηση με σχετικό περιεχόμενο από τη μακρινή εποχή της εκπαιδευτικής μου σταδιοδρομίας, η οποία, ελπίζω να κριθεί ενδιαφέρουσα, όχι μόνο από τον εκπαιδευτικό αλλά και από τον πνευματικό, επαγγελματικό και κοινωνικό χώρο του νησιού μας.

   Με την ευκαιρία θα συμβούλευα τους συναδέλφους μου, και στις τρεις βαθμίδες,  να τηρούν ένα Ημερολόγιο από γεγονότα που κρίνουν σημαντικά, τα οποία στο μέλλον θα τους δώσουν, ίσως, τη χαρά να τα κάνουν κοινό κτήμα, όταν θα διαπιστώσουν πως θα έχουν αποκτήσει τη δική τους μικρή ιστορική και λαογραφική αξία).

ΞΞΞΞ

Η Αιθιοπία, χώρα της Ανατολικής Αφρικής

        Τον Ιούλιο του 1965 ζήτησε να με δει ο αείμνηστος γυμνασιάρχης  Νικόλας Δράκος, διευθυντής εκπαίδευσης των σχολείων της ακμάζουσας Ελληνικής Παροικίας στην πρωτεύουσα  της Αιθιοπίας Αντίς Αμπέμπα. Με είχε μαθητή του  στην πέμπτη τάξη του Νικηφορείου Γυμνασίου, στον μοναδικό χρόνο της μακράς εκπαιδευτικής υπηρεσίας  που υπηρέτησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του! Μου πρότεινε να υπηρετήσω με απόσπαση στο εκεί εξαθέσιο δημοτικό σχολείο. Μου  έκανε μια λεπτομερή περιγραφή για τις συνθήκες ζωής, στέγασης, εργασίας και αμοιβής. Τα πιο ισχυρά  επιχειρήματά του ήταν δύο: Η αναγνώριση της υπηρεσίας από το υπουργείο Παιδείας και η δική του παρουσία! Διατηρούσα από τα μαθητικά μου χρόνια απεριόριστο σεβασμό για το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση και τις παιδαγωγικές, διδακτικές και διοικητικές του ικανότητες. Τον ακολουθούσε η φήμη του εκπαιδευτικού του έργου, όχι μόνο στην Ελλάδα που υπηρέτησε, αλλά και στα Ελληνικά Εκπαιδευτήρια της Αιγύπτου και της  Αιθιοπίας, όπου κλήθηκε να τα στηρίξει και να τα οργανώσει. Αλλά για τον Νικόλα Δράκο τον επιστήμονα, τον δάσκαλο, τον συγγραφέα, τον πατριώτη, τον Άνθρωπο, έχει συμπεριληφθεί δικό μου αφιέρωμα στα ΚΑΛΥΜΝΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.

        Εδώ θα καταθέσω, συνοπτικά, λίγες  ταξιδιωτικές εντυπώσεις και αναμνήσεις  από τη Χώρα του Αγίου Φρουμέντιου, ενός Αιθίοπα εμπόρου και ναυτικού, ο οποίος  έκανε την πατρίδα του μοναδική χριστιανική χώρα στην αφρικανική ήπειρο!

     Είχα ως διδακτική εμπειρία, τις  δύο προηγούμενες σχολικές χρονιές στην  Ψέριμο. Η διετής παραμονή  μου στο μικρό και απομονωμένο τότε νησί, παρά τη μικρή απόσταση που το χώριζε από τα δύο πολύ μεγαλύτερα, της Καλύμνου και της Κω, μου είχε στερήσει πολλά από την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Είναι αλήθεια πως είχαν δημιουργηθεί στο διάστημα αυτό ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί με τους κατοίκους, τους γονείς και τους μαθητές, οι οποίοι προς στιγμή με αποθάρρυναν.

     Τότε χρειάστηκε ο έμπειρος εκπαιδευτικός να χρησιμοποιήσει και άλλους λόγους, για να με πείσει. Λόγους που είχαν να  κάνουν με την επιθυμία που όφειλα να έχω ως νέος για περιπέτειες και γνωριμίες νέων ανθρώπων και τόπων. Να προσφέρω το εκπαιδευτικό μου έργο σε διψασμένα για μάθηση ελληνόπουλα της διασποράς, μέσα σε άριστες συνθήκες εργασίας, σε λαμπρά  διδακτήρια, δωρεές μεγάλων ευεργετών της Κοινότητας. Με δωρεάν στέγαση και σίτιση!…

      Αρχές Αυγούστου του 1965, μετά  από δύο υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ο ύ ς[1] εμβολιασμούς, πετούσα για τη Χώρα του φιλέλληνα αυτοκράτορα  Χαϊλέ Σελασιέ. Δέχτηκε φιλόξενα στη χώρα του, όσους Έλληνες το επιθυμούσαν, μετά την απομάκρυνση από την Αίγυπτο όλων των Ευρωπαίων πολιτών από το επαναστατικό καθεστώς του συνταγματάρχη Νάσερ.

      Με στάση μιας ώρας στο αεροδρόμιο του Καΐρου η πεντάωρη πτήση συνεχίστηκε. Λίγο πριν το αεροπλάνο προσγειωθεί, η πρώτη εικόνα ήταν απογοητευτική. Η οροπεδική έκταση, πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένη η πρωτεύουσα της Χώρας έδειχνε να μην έχει βουνά, αν και βρισκόταν σε υψόμετρο 2.400 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας! Ήταν από μόνη της ένας τεράστιος ορεινός όγκος δίχως κορυφές, ποτάμια, δάση και λαγκάδια. Η πρωτεύουσα από ψηλά έδειχνε να μην έχει τα χαρακτηριστικά ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων: Να καλύπτει μεγάλη έκταση, να έχει πυκνή δόμηση, ψηλά πολυώροφα κτίρια, μεγάλες λεωφόρους .

Στο αεροδρόμιο με καλωσόρισε ο γενικός διευθυντής του σχολικού συγκροτήματος Νικόλας Δράκος με το σχολικό αυτοκίνητο, ένα ιταλικό μικρό λεωφορείο  fiat. Στη διαδρομή προς το σχολικό συγκρότημα δεν συναντήσαμε λεωφορεία, ούτε πολλά ιδιωτικά αυτοκίνητα. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν μικρές ιδιοκτησίες με καλύβες κατασκευασμένες από λεπτούς κορμούς, ξύλα ή λάσπη. Το δέντρο που κυριαρχούσε ήταν ο ευκάλυπτος. Σε υψόμετρο που πλησίαζε την κορυφή του Ολύμπου λίγα φυτά από τα γνωστά μας μπορούσαν να ευδοκιμήσουν, αν και το κλίμα θεωρείται εύκρατο, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται κοντά στον Ισημερινό!

Μετά από οδήγηση μισής ώρας, στρίψαμε δεξιά και σταθμεύσαμε μπροστά   σε τρία κτήρια. Εκεί με καλωσόρισε ο γενικός γραμματέας της Κοινότητας, Αλέξανδρος Γανωτάκης, ένας μιγάς, Ρόδιος στην καταγωγή, μειλίχιος, προσηνής κι ευγενικός. Μου έκανε σύντομη και περιεκτική ενημέρωση για την ιστορία της ελληνικής παροικίας, τους πρώτους μετανάστες, τις δουλειές, την προκοπή και τα σχολειά τους  στη δεύτερη πατρίδα του.

      Από το κτηριακό συγκρότημα, που με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή, το μεγαλύτερο ήταν το Οικοτροφείο. Στέγαζε μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού, μαθητές από ελληνικές κοινότητες της Αιθιοπίας και άλλων αφρικανικών χωρών, τα γραφεία της Κοινότητας και την κουζίνα με το εστιατόριο που έπαιρναν καθημερινά, πρωινό και  δύο γεύματα, περισσότερα  από 100 άτομα, μαθητές και εκπαιδευτικοί!       

     Ανάμεσα στις πολλές εκπλήξεις που είχα στην αρχή της διαμονής μου στη χώρα ήταν το αίσθημα της εύκολης κόπωσης στις σκάλες του τρίτου ορόφου, όπου διέμεινα, καθώς και στο μάθημα της σωματικής αγωγής, ενώ έβλεπα στους δρόμους Αιθίοπες να τρέχουν παντού, αντί να περπατούν! Με ενημέρωσαν πως είναι ζήτημα προσαρμογής στο λιγότερο ατμοσφαιρικό οξυγόνο, λόγω του μεγάλου υψομέτρου της πόλης, η οποία θα γίνει πολύ σύντομα…

      Το κόστος της ανέγερσης του Οικοτροφείου καλύφθηκε από το ελληνικό Δημόσιο μετά από συντονισμένες ενέργειες της ελληνικής πρεσβείας και  του Νικόλα Δράκου, προς τιμήν του οποίου η τεράστια αίθουσα εκδηλώσεων έφερε τ’ όνομά του. Απέναντι, σε σχήμα Π, το Μίχειο Γυμνάσιο, το Ζέκειο Δημοτικό Σχολείο και το Διαμάντειο Νηπιαγωγείο. Ανάμεσά τους ένα σχολικό γήπεδο.

    Και τα τρία διδακτήρια ήταν από δωρεές ευεργετών της παροικίας, σε έκταση 30 στρεμμάτων. Η αγορά του οικοπέδου, μέσα στο οποίο κατασκευάστηκαν διδακτήρια, γήπεδο και οικοτροφείο πραγματοποιήθηκε με την παρακίνηση του Καλύμνιου εκπαιδευτικού, τον οποίον περιέβαλλαν με απεριόριστη εμπιστοσύνη κι εκτίμηση. Ήταν εκείνος που αφύπνισε τη φιλοτιμία και το χρέος που είχαν οι εύποροι συμπατριώτες του να ακολουθήσουν την παράδοση των μεγάλων ευεργετών της σκλαβωμένης πατρίδας τους στη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

       Σε μικρή απόσταση από το σχολικό συγκρότημα υπήρχε η μεγάλη ελληνική Λέσχη “Ολυμπιακός”, όπου σύχναζαν για ψυχαγωγία και διάφορες εκδηλώσεις οι τρεις περίπου χιλιάδες πάροικοι. Παρακολουθούσαν με υπερηφάνεια και τους αγώνες της μόνιμης πρωταθλήτριας μπάσκετ της Αιθιοπίας με το περίφημο δίδυμο Ιωάννου- Γκούμα, ισάξιο εκείνου που αποτέλεσαν πολύ αργότερα ο Γκάλης και ο Φασούλας.

     Στο διδακτικό μου έργο είχα τη χαρά να έχω ελληνόπουλα  προσεγμένα από το σπίτι, καθώς και παιδιά Αιθιόπων, ή από μικτούς γάμους, τα οποία διακρίνονταν για το ήθος και την επιμέλεια. Δεν υστερούσαν σε απόδοση και δεξιότητες από τα πρώτα. 

    Μεταξύ των συναδέλφων γνώρισα και ξεχώρισα τον Γρηγόρη Ρωμανό. Δεθήκαμε από την πρώτη στιγμή φιλικά σαν το γνωστό αρχαίο δίδυμο του Δάμωνα και του Φιντία. Τον φιλοξένησα και  στην Κάλυμνο στις θερινές διακοπές του 1966, όπου και νυμφεύτηκε μακρινή μου ξαδέλφη κι έγινε δημότης Καλύμνου.

     Στο κέντρο της πόλης δέσποζε ένα από τα παλάτια του αυτοκράτορα, τα επιβλητικά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα του Δημαρχιακού Μεγάρου και  της Κεντρικής Τράπεζας, το επιβλητικό πολυώροφο κτήριο του Οργανισμού Αφρικανικών Χωρών, ο ορθόδοξος ναός του Αγίου Φρουμέντιου, ο οποίος ανήκε στην Ελληνική Κοινότητα  κ. ά.

     Στην πρώτη μου έξοδο, στο κέντρο και στις παρυφές της πόλης, μου  δόθηκε η ευκαιρία να αποκτήσω μια πρώτη εντύπωση, η οποία θα παγιωνόταν στη συνέχεια. Στα προάστια, αν μπορούσε κανείς να τα ονομάσει έτσι, η εικόνα θύμιζε γνώριμες κινηματογραφικές σκηνές από την αφρικανική ήπειρο. Παραγκόσπιτα, χωματόδρομοι, χειροκίνητα κάρα, ζώα, μελαψοί ιθαγενείς, λιγοστοί  λευκοί. Ένα  πολύχρωμο ετερόκλητο πλήθος,

     Στους ισχνούς, κακοντυμένους, ξερακιανούς, άνεργους και πεινασμένους Αιθίοπες διέκρινες εύκολα τα χαρακτηριστικά της ευγένειας και της περηφάνιας παρά τη φτώχεια τους. Πρόθυμοι να σε εξυπηρετήσουν, χωρίς δουλικότητα και ιδιοτέλεια… Τα παιδάκια τους μπορούσαν να απλώσουν τα αδύναμα χεράκια για μερικά “σαντίμ” (λεπτά του δικού τους νομίσματος) χωρίς να γίνονται ενοχλητικά με την επιμονή τους.

  Όσοι Αιθίοπες δούλευαν σε εργασίες, αμείβονταν με ένα αιθιοπικό δολάριο, ισότιμο με τα  30 σεντς του αμερικανικού, την ημέρα! Ποσό που οι λευκοί το ξόδευαν για ν’ αγοράσουν ένα πακέτο τσιγάρα!. Κεφάλαιο και μέσα παραγωγής, όλα στα χέρια των Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Όλοι οι ξένοι μετανάστες είχαν στα χέρια τους το εμπόριο, τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις καθώς και τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.

    Στις εξόδους μας στην πόλη βλέπαμε τα καταστήματα που σχεδόν όλα ανήκαν σε Έλληνες ,Εβραίους και Ιταλούς.  Εντυπωσιακά ήταν τα κοσμηματοπωλεία με περίτεχνες δημιουργίες από χρυσό πολλών καρατιών, τα περίφημα μογκαντίσου, όπως τα ονόμαζαν. Σταυροί, καρφίτσες, σκουλαρίκια, αλυσίδες, βραχιόλια, δακτυλίδια κ. α.

Στα πολυτελή  σπίτια τους οι Λευκοί διέθεταν φύλακες-φρουρούς  και μικρές κοπέλες, “μαμίτες,”  τις οποίες  έπαιρναν ως υπηρέτριες. Σε μικρότερες απομακρυσμένες πόλεις  (Debi Dolo, Diridaoua, κ. α) πολλοί δικοί μας  μετανάστες, ξεριζωμένοι από τα σπίτια τους, ανεπάγγελτοι και φτωχοί, άνοιγαν μικρά καταστήματα με τη στήριξη  εμπόρων συμπατριωτών  τους, οι οποίοι είχαν στις πόλεις τις επιχειρήσεις τους. Δεν αποκτούσαν οι περισσότεροι την οικονομική δυνατότητα να επισκέπτονται την πατρίδα τους. Ένιωθαν μετά από λίγα χρόνια ξεριζωμένοι από τον τόπο καταγωγής και τους ανθρώπους του. Είχαν την ανάγκη  ως νέοι να έχουν μια συντροφιά, να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Στα μαγαζάκια τους πήγαιναν, μικρές κοπέλες, μαμίτες, για να καλύψουν  προσωπικές ή οικογενειακές τους ανάγκες.  Όταν σε κάποια «μαμίτε» που διέθετε τη λεπτή ομορφιά, το ήθος και την αφοσίωση που χαρακτηρίζει τη φυλή τους και μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μετά  από λίγο αμοιβαία συμπάθεια, τη ζητούσαν να τους παντρευτεί. Η χαρά των κοριτσιών αυτών ήταν διπλή. Έπαιρναν έναν λευκό Ευρωπαίο! Θα τις έβγαζε από τη μιζέρια. Θα τις έντυνε και θα τις στόλιζε με πλουμιστά τσιτάκια και ψεύτικα φανταχτερά  κοσμήματα! Το θρήσκευμα δεν αποτελούσε εμπόδιο. Τα τέκνα που αποκτούσαν με τις κοπέλες αυτές τα δήλωναν στο ελληνικό σχολείο μόνο με το  δικό τους ονοματεπώνυμο!

     Έτσι, σε Μαθητολόγια μπορούσε να συναντήσει και να διαβάσει κανείς ονόματα μαθητών, όπως:  Γιάννης Τριαντάφυλλος του Νικολάου και της… Μαμίτε. Η μητέρα τους δεν δηλωνόταν ποτέ με το δικό της ονοματεπώνυμο! Τα παιδιά τους  είχαν κατά κανόνα βαθύ μελαχρινό χρώμα,  λαμπερά μάτια  και συνήθως  ήταν πολύ έξυπνα και όμορφα.

Στις συχνές ψυχαγωγικές εξόδους για ψάρεμα, κυνήγι και εκδρομές με τον γυμνασιάρχη και με παροίκους, με τους οποίους συνδέθηκα φιλικά, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω μια τεράστια χώρα ανεκμετάλλευτη σε μεγάλο βαθμό, με λίμνες και τεράστιες χέρσες εκτάσεις, αλλά και  μεγάλες καλλιέργειες καφέ, καλαμποκιού, με αμπελώνες και φυτείες μπανάνας. Στο κυνήγι κτυπούσαμε αγριογούρουνα και πάπιες που ζύγιζαν 4 και 5 κιλά η κάθε μία! Στα ψαρέματα σε λίμνη δέναμε  βάρκα σε κοντάρι καρφωμένο στον αβαθή πυθμένα της και σε λίγες  ώρες γεμίζαμε 2-3 σακιά πέστροφες που εξασφάλισαν ένα γεύμα στους σιτιζόμενους οικοτρόφους της Κοινότητας!

    

Αποφασίσαμε κάποια φορά ως νέοι και ποδοσφαιρόφιλοι να παρακολουθήσουμε, εγώ και ο συνάδελφός μου Γρηγόρης Ρωμανός, τις δύο ισχυρότερες ομάδες της Χώρας, με έδρες την Αντίς Αμπέμπα και την Ασμάρα, πρωτεύουσα της Ερυθραίας, περιοχής της Αιθιοπίας με συχνές επαναστάσεις και αποσχιστικές τάσεις. Στο ημίχρονο άρχισαν να εκσφενδονίζονται βροχηδόν πέτρες και άδεια μπουκάλια μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων. Βλέπαμε κεφάλια και πρόσωπα ματωμένα και μάζες εξαγριωμένων οπαδών σαν μανιασμένα κύματα να αλληλοσυγκρούονται και να τραυματίζονται!  Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν και η “Στάση του Νίκα”, σκεφτήκαμε.

      Σκυφτοί,  σε ορθή γωνία και τρομαγμένοι,  καλύπτοντας τα κεφάλια με τα χέρια μας, φτάσαμε σε μια έξοδο. Από τότε δεν ξαναπεράσαμε ούτε απ’ έξω από εκείνο το στάδιο. Το 1993 η Ερυθραία πέτυχε την ανεξαρτησία της. Η Αιθιοπία, παρέμεινε έκτοτε μια περίκλειστη χώρα, χωρίς έξοδο στη θάλασσα αλλά και χωρίς τα προβλήματα του παρελθόντος με εξεγέρσεις και πολέμους που της στερούσαν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τις τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης που διέθετε. Κάτι που έχει συμβεί σήμερα με τη βοήθεια και της καθεστωτικής αλλαγής και του εκδημοκρατισμού της.

     Τα βράδια συχνάζαμε στην ελληνική λέσχη που ήταν δίπλα μας. Εκεί ανέλαβε ένας Συμιακός να διδάξει σε τρεις… δασκάλους, στο δίδυμο και στον μαθηματικό του Γυμνασίου, την πρέφα, για να μην εθιστούν σε άλλα παιχνίδια, στα οποία χανόντουσαν μεγάλα ποσά που δεν υπήρχαν στο υπαλληλικό τους βαλάντιο… 

      Ένα βράδυ, από τα λίγα που κατεβαίναμε στην πόλη, επισκεφτήκαμε ένα κέντρο, στο οποίο πληροφορηθήκαμε ότι είχε εγκατασταθεί ένα καινούργιο παιχνίδι, το bowling, με τη μεγάλη  βαριά πλαστική μπάλα  και τις κορύνες  στο βάθος ενός διαδρόμου από παρκέ. Μας άρεσε, το διασκεδάσαμε τόσο που πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Περασμένα μεσάνυχτα βγήκαμε και περιμέναμε να βρούμε ταξί. Η ώρα περνούσε και μόνο ιδιωτικά αυτοκίνητα, συνήθως λευκών, περνούσαν με ταχύτητα. Αποφασίσαμε να το βάλουμε στα πόδια, αν και ξέραμε πως βρισκόμασταν σε απόσταση μεγαλύτερη από μία ώρα από τη βάση μας. Η λεωφόρος μεγάλη και με αραιό και αδύναμο φωτισμό. Δύο λευκοί μόνοι σε δρόμο τόσο αργά δεν ήταν και το πιο συνηθισμένο φαινόμενο… Σε κάθε χώρα διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν θύματα κλοπής κι όχι μόνο… Νιώθαμε ανακούφιση, όταν βλέπαμε τα οχήματα να μας προσπερνούν χωρίς να κόβουν ταχύτητα και να σταματούν! Πιστεύαμε πως ένας ακόμη κίνδυνος πέρασε. Τα ταξί είχαν εξαφανιστεί.

     Ο ένας έριχνε την ευθύνη στον άλλο για την καθυστέρηση. Ο φόβος είχε σκοτεινιάσει τη σκέψη μας και οι καρδιακοί παλμοί πήραν την ανηφόρα. Ο ρυθμός στην πορεία μας έμοιαζε με εκείνον των αθλητών βάδην. Κάθε φορά που ακούγαμε όχημα να έρχεται, γυρίζαμε συγχρονισμένα τα κεφάλια μας, όπως οι αθλήτριες στην καλλιτεχνική κολύμβηση. Προτιμούσαμε να μας προσπερνάει. Ξαφνικά  από μακριά φάνηκε ένα τζιπ ανοιχτό με μελαψούς  Αιθίοπες. Μας πλησιάζει και φρενάρει απότομα μπροστά μας! Οι τρίχες στα κεφάλια μας σηκώθηκαν ορθές. Η γλώσσα μας τραβήχτηκε και η καρδιά μας κτυπούσε σαν τύμπανο. Ήμασταν έτοιμοι να το βάλουμε στα πόδια, όταν έκπληκτοι ακούσαμε σε άπταιστα πειραιώτικα: “Που γυρνάτε τέτοια ώρα, ρε πατριωτάκια; Άντε, ανεβείτε πάνω να σας πάμε μέχρι το σχολείο!”  Νιώσαμε τη χαρά που νιώθουν οι κατάδικοι την τελευταία στιγμή που τους δίνεται  χάρη. Στην πορεία διαπιστώσαμε πως επέστρεφαν από κέντρο διασκέδασης. Ήταν ελαφρά σουρωμένοι. Οδηγούσαν αργά και τραγουδούσαν ρεμπέτικα ελληνικά τραγούδια: “0 μάγκας του Βοτανικού”, «σε τούτο το παλιόσπιτο» κ.ά. Ντραπήκαμε που δεν μπορούσαμε να τους συνοδεύουμε σε τραγούδια του έρωτα και της φτωχολογιάς, τα οποία ακούγαμε για πρώτη φορά!… Οι τρεις ήταν παιδιά του “Νικολάου και της Μαμίτε”… Οι δύο αυτόχθονες φίλοι τους, που φοίτησαν στο ελληνικό σχολείο. Διδάχτηκαν ελληνική Ιστορία. Ένιωθαν περήφανοι να λέγονται Έλληνες!  Μας άφησαν στη Λέσχη του Ολυμπιακού, εκεί όπου μας είχαν ξαναδεί και γι’ αυτό μας αναγνώρισαν. Φεύγοντας μας συμβούλεψαν και μας καληνύχτισαν!… Οι σφυγμοί μας ξανάγιναν φυσιολογικοί.

     Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιήσαμε, πως θα μπορούσε να δοθεί σήμερα ένα διαφορετικό περιεχόμενο, μια πιο διευρυμένη ερμηνεία, στην περίφημη αμφιλεγόμενη φράση του Ισοκράτη  στον Πανηγυρικό του:  “…Και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας, ή τους της κοινής φύσει μετέχοντας»[2]. Έτσι ώστε να συμπεριλάβει και όλους εκείνους, οι οποίοι, χωρίς να διαθέτουν το όμαιμον, ομόγλωσσον και ομόθρησκον[3] το δικό μας, αλλά αποκτώντας την ελληνική παιδεία, αισθάνονται, σκέπτονται και  υπερηφανεύονται ως Έλληνες.

     Τον Ιούλιο του 1967 γυρίσαμε στην Κάλυμνο με τον Γρηγόρη, τον φίλο, συνάδελφο και από την προηγούμενη χρονιά και συμπατριώτη. Δύο ευχάριστα γεγονότα, ο γάμος μου και η μετάθεσή μου στο Βουβάλειο δημοτικό σχολείο, με έπεισαν πως πρέπει να ρίξω άγκυρα στον τόπο μου. Στην Αντίς Αμπέμπα, το «Νέο Άνθος», όπως ερμηνεύεται στην αιθιοπική γλώσσα, με περίμεναν να συνεχίσω να υπηρετώ. Λυπήθηκαν που δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν την απόσπαση και της γυναίκας μου στο Διαμάντειο Νηπιαγωγείο, το οποίο λειτουργούσε ως μονοθέσιο με μία εξαιρετική συνάδελφό της. 

 

  Λίγοι ακόμη Καλύμνιοι εκπαιδευτικοί και αρκετοί Δωδεκανήσιοι υπηρέτησαν στη μακρινή εκείνη χώρα, μέχρι το 1974. Το έτος εκείνο, μετά από στρατιωτικό κομμουνιστικό πραξικόπημα καταργήθηκε η βασιλεία, δημεύτηκαν οι περιουσίες των Ευρωπαίων μεταναστών, οι οποίοι υποχρεώθηκαν, για δεύτερη φορά, να εγκαταλείψουν αφρικανική χώρα…

   …Πέρασαν από τότε 56 χρόνια! Ολοζώντανες και νοσταλγικές παραμένουν  αναρίθμητες εικόνες στη μνήμη μου από τη μακρινή και φιλόξενη εκείνη Χώρα. Κάθε φορά που αθλητικά, κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα τη φέρνουν στο προσκήνιο, νιώθω να με αγγίζουν και να με συγκινούν, σαν να προέρχονται από μια δεύτερη πατρίδα…

 Σεπτέμβριος, 2023.


[1] Υπογραμμίζεται ως υπαινιγμός, για όσους αρνούνται την υποχρεωτική εφαρμογή των εμβολιασμών σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση πανδημίας.
[2] «…και Έλληνες μάλλον να ονομάζονται,  όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικής μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουν την ίδια με μας καταγωγή».
[3]  Ίδιο αίμα, όμοια γλώσσα, κοινή θρησκεία.