Σοιροσφάι στην Τέλενδο-Γράφει ο Γιάννης Χειλάς*

386

Λαογραφικές και Πολιτισμικές  καταγραφές,  από τα περασμένα της Καλύμνου του συνεργάτη του kalymnos-news.gr Γιάννη Χειλά

Οι  γραφικές Μυρτιές με το απέναντι ειδυλλιακό νησάκι της Τελένδου, τη δεκαετία    του 1950. 

Μέρες του Δεκέμβρη. Κρύωναν οι καιροί, «κρύωναν κι οι τοίχοι…» Γύρισαν κι οι άντρες – οι σφουγγαράδες απ’ το καλοκαιρινό εφτάμηνο σφουγγαράδικο ταξίδι τους. Αλλοτινές εποχές (μες στη δεκαετία του 1950) στην Τέλενδο, το νησάκι πού ’ναι απέναντι (καμιά οχτακοσαριά μέτρα το χωρίζει το μπουγάζι)  απ’ τις γραφικές Μυρτιές, στη βορειοδυτική  πλευρά της Κάλυμνος.

Μέρες που τα «σοιροσφάγια» – το σφάξιμο των χοίρων – ήταν στην καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας  των λιγοστών νοικοκυριών  του μικρού νησιού. Ούλες κι ούλες καμιά εικοσαριά φαμίλιες « μπερδεμένες …» μεταξύ τους με κοντοσυγγενολόγια, κοντοπαντρολογήματα, συμπεθερολόγια, κουμπαρλίκια και συντεκνίκια, ΄Ανθρωποι που ζούσαν κοντά στη φύση, μικροψαράδες και μικροβοσσοί. Λιγοστοί «έβαζαν το φόρεμα» – τσουρμάριζαν σφουγγαράδες με τις «Μηχανές» – το σκάφανδρο. Φτωχοζούσαν (α)ποκομμένοι απ’ το κυρίως νησί, την Κάλυμνο!

Το θρέψιμο ενός σοίρου  (χοίρου – γουρλιού) ήταν κύρια φροντίδα, ολογυρίς του χρόνου, κάθε ντόπιου νοικοκυριού. Δεν είχε σπιτικό που να μην θρέφει, εκτός από τα λίγα πουλιά (πουλερικά) και την κατσίκα ή την πραάτα (προβατίνα) και από ένα ή δυο γουρούνια, είχε δεν είχε χώρο!

Σαν πάχαινε το γουρλί τους, πριν τις  «Σχόλες» (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά Φώτα) το έσφαζαν για να το γιορτάσουν,   να ’χουν  και την κουμπάνια τους  ’πο κρέας. Μ’ αυτό έκαναν τον καβουρμά  τους (τσιγαρισμένες μπουκιές κρέας χωμένες στο λίπος τους) και τα σύγλινα με το λίπος. Λίγες μπουκιές καβουρμά στα ζυμαρικά, λίγη γλίνα (ζωικό χοιρινό λίπος ) αλειμμένη στο ψωμί των παιδιών, μια – δυο κουταλιές γλίνα  με κατσαρί(δ)ες (τσιγαρισμένο λαρδί) στα όσπρια, ή με ένα – δυο τηγανισμένα αυγά, έδινε γεύση στα μαερέματα και στήριζε τους αδύναμους, μέσα στη φτώχια και τη στέρηση, οργανισμούς!

Τα γουρλιά τά ‘θρεφαν μες στα λιγοστά χωραφάκια τους, κάτω απ’ τις συκιές, με πάντημα  έναν μπαϊζάνο (βαρέλι), μες σε μισοβουλησμένα χαμόσπιτα, ως και μες στις αυλές, δίπλα στα σπίτια τους. Άλλα πάλι τά ’χασι μολιαριτά και γύριζαν ελεύθερα, όπου ηθέλασι.

Τις βροχερές μέρες γέμιζε ο τόπος λασπόνερα. Οι  άνθρωποι τσαλαπατούσαν στις λασπουριές που κυλιόταν τα γουρλιά. Βρωμοκοπούσε ο κόσμος σοιρζιές Σαν ο καιρός ήταν ζεστός, τα « ευτραφή ζα» κατέβαιναν στο γιαλό να δροσιστούν. Εκεί άνοιγαν με το μουσούδι τους λάκχους στο νάμμο ή στις τούμπες των φυκιών  που ξέβραζε η προβεζαδούρα   κι ηνεμουίζουντο κι ηκυλιούντο, γούρλοι και γούρλες, όλη μέρα. Δεν έλειπαν και οι σκηνές που «τα γουρλιά έπιαναν και  χταπότζια», καθώς όπως βρισκόταν στη θάλασσα, όλο και κάποιο χταπόδι βυζάκωνε στο μουσούδι τους κι αυτά έτρεχαν αλαφιασμένα στους παραλιακούς  καφενέδες,  αναστατώνοντας τη πελατεία τους με την «αλιευτική τους δεξιότητα»! Κι έπρεπε να πιάσουν στα σβέλτα, «το γουρλί αλιέα» για να του ξεβυζακώσουν από τα ρουθούνια τα χαλιά (πλοκάμια) του χταποδιού. Αλλιώς θα πλάνταζε το ζώο από ασφυξία.

Άλλοτε πάλι, κεια που όλα ήταν ήρεμα  και τα γουρλιά έπαιρναν το λουτρό τους μες στη λάσπη, νά’ σου κι οι σσύλοι (σκύλοι) των βοσκών. Ορμούσαν πάνω στα γουρλιά κι άρχιζε ο καβγάς. Οι σσύλοι να γαβγίζουν, τα γουρλιά να γρυλίζουν δαιμονισμένα, να δαγκώνονται, να κυνηγιούνται συναμεταξύ τους, σ’ ένα πανδαιμόνιο, σε μια συναυλία που ξεσήκωνε το νησί στο ποδάρι και ακουγόταν ως πέρα, απέναντι στην παραλία  του «Μάρη» (παραλία Μυρτιών)!

Με το σκοτείνιασμα, ο βοσκός Γιάννης Μίχας – ο Πουλλάς, παράτησε νωρίς την παρέα του κι έφυγε απ’ τον παραλιακό καφενέ της Νομικής της Θωμαΐνας. Δεν έδωσε καμιά σημασία πού ’χασε στα «χαρτιά»  (μπιλότα) – άλλες φορές γινόταν Τούρκος –  ούτε και στα πειράγματα του πονηρού «Καψουλιού», του Μιχάλη του  ΄Ελληνα. ΄Αλλα είχε στο μυαλό του ’κείνη την ώρα. Έπρεπε να σηκωθεί απ’ την αυγή, γιατί είχε σοιροσφάι. Θα έσφαζε το μεγάλο γουρλί της Παύλαινας κι έπρεπε να ετοιμάσει τα σύνεργά του. Τράβηξε για το σπιτικό του. Μπρος, όλο νεύρο σωστό σισιλί,( ευκίνητο σαν φιδάκι) πήγαινε το πανέξυπνο μαντρόσκυλό του ο Αράπης.

Κείνη την ώρα απ’ το σφουγγαράδικο καΐκι – τον αχταρμά πού ’ταν φουνταρισμένος αρόδο, έβγαιναν όξω στη στεριά με το καϊκόβαρκο οι «μηχανικοί» – οι δύτες για να ξεσκάσουν λίγο, να πιούνε κρασάκι να ζεσταθούν, να παίξουν και το χαρτάκι τους, να ρίξουν και καμιά ζαριά · οι μέρες το καλούσαν!

΄Ηταν η εποχή που κάποια  σφουγγαρά(δ)ικα καΐκια, «Μηχανές» με το σκάφανδρο, έβγαιναν μες στο καταχείμωνο ολιγοήμερα σφουγγαροτάξιδα.  Δούλευαν  τις κουστέρες εκεί γύρω απ’ την Τέλενδο, ανοιχτά τα μολάρια του Ρουκχαλιστή, τις καρίνες της Αγ. Κυριακής, τις ρέστες του Τράχηλα και του Καστελιού, τις πούντες τ’ Άσπρου Κάβου και των Νησιών  πού ’ταν εκεί κοντά. Μικροτάξιδα με μονοκάικα,  να βγάλουν κανένα «βρεγμένο» τσουβάλι με άλιαστα σφουγγάρια, να καλύψουν τα έξοδα των άγιων ημερών· τα Χριστούγεννα πλησίαζαν!  Δούλευαν τη μέρα και το βράδυ απάγκιαζαν στην Τέλενδο, όπου έβγαιναν παρέες – παρέες, φωνακλάδικες πάντα. ΄Εδιναν ζωντάνια στο νησί!

Πουλλάς και σφουγγαροπαρέα συναπαντήθηκαν στον πούντο της Γερασιμάκαινας. Γνώριμοι από παλιά. Πόσες και πόσες φορές δεν το ’ριξαν όξω με κρασί, μπόλικους θαλασσομεζέδες, που πάντα έβγαζαν στη βουτιά τους και…χορό με τη βοσκαρουίστικη τσαμπούνα του Γιάννη, που ο ίδιος περίτεχνα έφτιαχνε  και έπαιζε συνοδεύοντάς τους με βουκολικούς αρχέγονους ρυθμούς, με του κόσμου τα ποιμενικά τραούτζια και τις κρητικές μαντινάδες. Ανεξήγητο πώς ο Γιάννης είχε μέσα του τη νοοτροπία του βουνίσιου Κρητικού; Συνήθιζε πάντα να φορά πλεχτή μάλλινη βρακοζώνη και κεφαλομάντηλο μια στρουφιχτή πετσέτα, απ’ αυτές που σκεπάζουν τα ζυμωτά ψωμιά για ν’ «ανεβούν» (φουσκώσουν). Αυτό δεν το «σήκωνε» ο φίλος του το Καψούλι, που κάθε τόσο μονολογούσε σκωπτικά :

« Μ’  ένα ψωμοπάνι   στη κεφαλή γίνεσαι Κρητικός…! »

Μα και ο Πουλλάς δεν τον άφηνε αναπάντητο. Δεν τα εύρισκαν ποτέ μεταξύ τους,  «ητσακώνουντο σαν το σσύλο με τον κάτθη»· ήταν και σύντεκνοι!  Όμως ήταν και αχώριστοι. Καθημερινά έσμιγαν έπιναν το κρασάκι τους και το γλεντούσαν, ο ένας με τη τσαμπούνα του κι ό άλλος με το μαντολίνο του.

– « Ρε το Καψούλι,  με το μαντολίνο του, περνιέται για  Ερωτόκριτος που λέει μαντινάδες στο  Βδοξούλι (Ευδοξία), τη γυναίκα  του, λες κι είναι η Αρετούσα!»

 Κάλεσαν οι σφουγγαράδες τον Γιάννη  να τους κάνει παρέα. Τού ’δειξαν κι ένα μεγάλο ρουφό. Θα τον έκαναν πλακί. Φαινόταν πως ήθελαν  να πιούν κρασί, να γλεντήσουν και τον ήθελαν μαζί τους να τους μερακλώνει με την τσαμπούνα του. Έμαθαν πως στην ταβέρνα του Γιωργουλιού είχε καλό παριανό κόκκινο κρασί !

Ο Γιάννης αναστέναξε. Ήξερε καλά τι έχανε, αλλά;

– Συμπαθάτε με αλλά ’πόψε εν μπορώ. Πρέπει να πάω νωρίς στο σπίτι ν’ακονίσω τα μαχαίρια μου. Αύριο έχω σοιροσφάι. Θέλει κουράγια! Να μην πιω κιόλας και ζαλιστώ κι εν ξέρω  ίντα που κάνω;

Καληνύχτισε και τράβηξε γιαλό – γιαλό το μονοπάτι πού το ’δερνε το κύμα. Στο δρόμο του ήταν το σπίτι της Παύλαινας. Μέσα και γύρω απ’ το φως της λάμπας πετρελαίου, με τη φουρκέτα στο λαμπογιάλι, πισπέριζαν οι γυναίκες του σπιτιού. Μαζί τους και η Μούγκραινα η Εμέλα (δεμέλα – δίδυμη). Ηρθε να συνεννοηθεί με τη συντέκνισσά της, την Παύλαινα για το γουρλί τους. Το είχαν «μεσιακό». Μαζί τ’ αγόρασαν, μαζί το έθρεψαν και το μεγάλωσαν για να το μοιραστούσι στα ίσια, σαν το έσφαζαν!

Οι γυναίκες καλοδέχτηκαν τον Γιάννη και τον κέρασαν κρασάκι ανάμα.

–   Καλά ήκαμες κι ηπέρασες Γιάννη, α γιούμε τι θα γένει με το γουρλί;

Εγώ πάω να ετοιμάσω τα εργαλεία μου. Σεις να τά ’χετε όλα έτοιμα, να τελειώσουμε νωρίς, να μη μας βρει ο ήλιος, γιατί έχω και τα ζα μου. Ηρχίσασι  τις γέννες κι δεν μπορώ να λείπω ’πο κοντά τους. Να μην  τ’ αφήνω μοναχά και μου ξυλιάσουσι (ξεπαγιάσουν) !

Μη χολοσκάς. Όλα θά ’ναι  έτοιμα και στην ώρα τους

Η Παύλαινα με το θρεφτάρι της

Σκοτεινά ’κόμα όξω. ΄Ο,τι που χάραζε. Στην πίσω αυλή του σπιτιού της Παύλαινας ο χώρος φωτιζόταν απ’ τα ξύλα που καίγονταν στην παραστιά, Η δυνατή φωτιά ζέσταινε το νερό στο μεγάλο καζάνι του τυροκομειού. Ο σφαγέας πανέτοιμος κι αυτός, με νεσηκωμένα τα μανίκια. Κοντοστίβαρος, κοκκινοτρίχης με ψαρά μουστάκια, με πρόσωπο και μάγουλα που στάζανε αίμα. Στις αναλαμπές της φωτιάς φαίνονταν οι πεταμένες έξω φλέβες στα δυνατά του μπράτσα. Δίπλα του το, περίτεχνα  καμωμένο από ’κείνον,  καλάθι με τα φρεσκοακονισμένα μαχαίρια. Κι αυτά εκείνος τά’χε φτιάξει με λαβή από κόρνια Στο διπλανό μισοβουλισμένο χαμόσπιτο, μες στις σοιρόλασπες ο μελλοθάνατος γούρλος. Κοντά χρονιάρης. Ψαροτρίχης κι αυτός, με μια μαύρη βούλα λαντουριστή στην πάντα της νεφραμιάς. Ράτσα κυπραίικα. Τ’ αγόρασαν μικρό, της γέννας, από εμπορευόμενους πού ’φεραν που ‘την Κύπρο με μια σκούνα  χαρούπσα και βαρέλια το μπρούσκο κρασί. Τόνους ήθελε να ρουφήξει το γλετζέδικο σφουγγαρολόι στην Κάλυμνο! Μακρομούτσουνο, μακρύλαμνο, μουνουχισμένο και  καλοταϊσμένο θράφηκε κι έγινε θερίο.  Σίγουρα ξεπερνούσε τις εκατόν πενήτα με εκατόν εξήντα οκά(δ)ες!

Οι δυο συντέκνισσες καμάρωναν το θρεφτάρι τους. Καμιά στην Τέλενδο δεν τις ξεπέρασε φέτος! Πέρσι όμως που πήραν ράτσα περατζιανή – Κώτικια, δεν τους βγήκε καλή. Τους ήφαε του κόσμου τ’ αποφάγια, τα σύκα, τα πίτθερα, τα χαρούπσα και πάλι κατσασμένο (αδύναμο – ισχνό) απόμεινε, λες και είχε ταινία μέσα του! Τώρα έφτασε η ώρα να σφάξουν τον αγαπημένο τους γούρλο. Κοίταζε η μια την άλλη και με δυσκολία κρατούσαν τα δάκρυά τους. ΄Ενας κόμπος είχε κάτσει στο λαιμό τους και η καρδιά τους ήταν βαριά πλακωμένη. Τον αγάπησαν σαν παι(δ)ί τους!

Κι ο Γιάννης έκοβε το γουρλί με βλέμμα ανήσυχο. Χρόνια έσφαζε ζα. Ψιλά ζώα ( κατσίκια αρνιά, χοίρους). Ως και δυο ντανά(δ)ες (ταύρους) ανήμερους έσφαξε! Τούτο όμως το ζώο, ξομολογημένη η αμαρτία, τον φόβιζε. Μπορεί να ’τανε μεγαλόσωμο, βαρύ κι ολόφραχτο (ολόπαχο) ήταν όμως δυνατό και σβέλτο. Οι κινήσεις του νευρικές και απότομες. Δύσκολα το  ’φερνες βόλτα για να το πιάσεις. Καταλάβαινε πως θα τον τυραννούσε. Κι  ο βοηθός του ο Κωνσταντής, ο άντρας της Παύλαινας, αχαμνός. Φαινόταν να μην έχει τερμάνια (δυνάμεις). Κοίταζε ο Γιάννης το γουρλί κι όλο έσφιγγε με πείσμα τη λαβή του μαχαιριού στην ιδρωμένη χερούκλα του.

Ο γούρλος, μες στο παχνί του, μια παλιόμαντρα περιφραγμένη με κλάους, πήρε χαμπάρι τα καλαπαλίκια και τα ξένα πααρικά. Είδε τις φωτιές, εξαγριώθηκε κι άρχισε να στριφογυρίζει γουρλίζοντας ξέφρενα. Ο Γιάννης πήρε την απόφαση να δράσει, μα με το που άνοιξε την ξώπορτα, το γουρλί του ρίχτηκε μ’ ορμή. Ευτυχώς μπρόκαμε  και την έκλεισε πίσω του.

– ΄Ασε μένα να το βγάλω όξω Γιάννη, του φώναξε η Παύλαινα. Εμένα γνωρίζει με!

Πήρε την ταΐστρα, ένα μισοκομμένο οριζόντια στρατιωτικό μπετόνι  μπιζίνας, λάφυρο του πολέμου που το βρήκε  ριγμένο έξω στο γιαλό, τού ’βαλε φαγητό και το πλησίασε καλομιλώντας του.

– ΄Ελα το παιί  μου, έλα καλώς το και  ’γώ  γαπώ το.

Ο γούρλος άκουσε τα καθησυχαστικά λόγια, ένιωσε τη φροντίδα της νοικοκυράς του, είδε το φαΐ και την κλούθηξε όξω στην αυλή, κοντοσταματώντας όμως και κοιτάζοντας γύρω του, μια το καζάνι με τη φωτιά, μια  και τον ξενόφερτο Γιάννη, που περίμενε πανέτοιμος για να δράσει. Ο σκύλος του ο Αράπης κουλούκιασε και κουλουριάστηκε απ’ το φόβο του σε μια γωνιά της αυλής, κοντά στη φωτιά για να ζεσταίνεται.

Η Παύλαινα λάλησε το θρεφτάρι της στη μέση της αυλής. Το ’χε δίπλα της και το χάιδευε. Οι δυο άντρες ’πο κοντά, αφού τό ’φεραν βολικά, την ώρα πού ’ταν βυθισμένο στο φαΐ, έπεσαν πάνω του αρπάζοντάς το, ο ένας απ’ τα μπροστινά ποδάρια κι ο άλλος απ’ τα πισινά, με μια τεχνικάτη  κι απότομη κίνηση κατάφεραν να το τουμπάρουν.  Ο Γιάννης σβέλτα το  καβαλίκεψε, το πάτησε με τα γόνατά του στο μπροστινό μέρος, χούφτωσε το μουσούδι του και το κόλλησε με πείσμα στο χώμα. Πίσω του ο Κωνσταντής με τη βοήθεια της γυναίκας του, τού ’δενε  βιαστικά τα πισινά ποδάρια.

Για μια στιγμή το ζώο τά ’χασε. Σταμάτησε ν’ αντιδρά. Ο Γιάννης άρπαξε την ευκαιρία που περίμενε. Νεσήκωσε την  βουθρισμένη στο χώμα κεφαλή του γουρλιού, την έφερε βολικά, έβαλε το μαχαίρι στη βάση – στο καρύδι του λαιμού το σταύρωσε βιαστικά  κι έμπηξε με μιας και μ’ όλη του τη δύναμη την κοφτερή λάμα, στρίβοντάς την για να κόψει το λαρύγγι. Η λάμα χώθηκε όλη μέσα. Το αίμα πετάχτηκε αχνιστό, βρύση απ’ την μαχαιριά· πλημμύρισε την αυλή! Ο Γιάννης όμως κατάλαβε ότι το πολύ  λίπος δεν άφηνε το μαχαίρι να  βρει ακριβώς το στόχο του κι όλο πάλευε να το ’ποτελειώσει.

Το μισοσφαγμένο ζώο, που λούφαζε με το μαχαίρι σφηνωμένο στο λαιμό, ξαφνικά κινήθηκε απότομα. Τέντωσε τα πισινά του ποδάρια. Η Παύλαινα κι ο Κωνσταντής δεν μπόρεσαν να το κάμουν ζάφτι. Φαίνεται πως δεν το καλόδεσαν και λύθηκε.  Πετάχτηκε με δύναμη  όρθιο πετώντας ανάσκελα το σφαγέα του. Τίναζε πέρα δώθε το κεφάλι του, μα το καρφωμένο στο λαιμό του μαχαίρι ήταν χωμένο βαθιά. Αγριεμένο τότες όρμησε στα τυφλά, πήρε μπροστά του το καζάνι και το τουμπάρισε κατά γης. Το καυτό νερό έλουσε το σκύλο τον Αράπη, που ζεματισμένος άρχισε να γαυγίζει πονεμένα. Ο Κωνσταντής ανέβηκε στον μαντρότοιχο. Η Μούγκραινα μπρόκαμε και σούρωσε στο στάβλο του γουρλιού. Γλίστρησε όμως και βουθρίστηκε (έπεσε κάτω με τη μούρη) στις σοιρόλασπες. Μόνο ο Γιάννης κι η Παύλαινα δεν τά’χασαν κι έμειναν να δουν τι θα έκαναν με το ζώο!

Το γουρλί, παραπατώντας σαν μεθυσμένος «τύφλα» μηχανικός, με «κομμένα» τα ποδάρια, αφού σβάρνισε δυο γύρους την αυλή, ρίχτηκε στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην θάλασσα. ΄Ετρεχε τρικλίζοντας· ο ένας τοίχος δικός του κι ο άλλος δικός του! Τα αίματά του λαντούριζαν τον κόσμο, πιτσίλιζαν τις φρεσκοασπρισμένες πεζούλες. Πίσω του βάλθηκαν να τρέχουν ο Γιάννης κι άλλοι. Μόνο ο ζεματισμένος Αράπης πήρε τα βουνά αλυχτώντας κλαψιάρικα.

Δυο βήματα το σπίτι της Παύλαινας απ’ το κύμα. Το γουρλί βγήκε απ’ το στενορύμι, πέρασε ξυστά απ’ τον χοντροροζιασμένο κορμό της θαλασσινής αρμύρας και ρίχτηκε στο νερό, εκεί που άλλοτε ένιωθε τη χαρά σαν έπαιρνε τα μπανιαρίσματά του!

Ο Γιάννης , χωρίς να λογαριάσει τίποτις, όρμησε ξοπίσω του στη θάλασσα. Τ’ άρπαξε, τ’αγκάλιασε κι έψαξε στα λαιμά. Χάρηκε, το μαχαίρι ήταν ακόμα εκεί καρφωμένο. Τό ’μπηξε ξανά βαθιά και τό’στριψε. Αυτή τη φορά το λεπίδι έκοψε το λαρύγγι. Το ζωντανό σπαρτάρισε για λίγο σαν ψάρι – στη θάλασσα βρισκόταν – κι έμεινε ακίνητο μες στη θολούρα, από αίματα, φύκια και βούρκο πρασινόμαυρο.

΄Ολοι μαζί  έβαλαν το χέρι τους κι έσυραν το ζώο στο νάμμο. ΄Εκαμαν να το σηκώσουν, μα πού; Σηκωνόταν ολάκερο γομάρι; ΄Ηταν κι άβολο στο πιάσιμό του! Ο θηλυκός νους του Γιάννη δούλεψε στο λεφτό. ΄Ετρεξε στο διπλανό κατζί (μικρόσπιτο), ξεσήκωσε  απ’ τους μεντεσέδες τη μονόφυλλη πόρτα του, έβαλαν πάνω το γουρλί και το κουβάλησαν, σάμπως σε νεκρική πομπή, στην αυλή της Παύλαινας για να το καθαρίσουν. Και ξαναστήθηκε το καζάνι στην παρατσά, άναψε, φούντωσε η φωτιά και χόχλασε,  καϊνάνισε το νερό κι άρχισε το καθάρισμα. Οι γυναίκες έριχναν ζεματιστό νερό στο γουρλί, που τό ’χαν ξαπλωμένο στον μεγάλο ξύλινο πάγκο – τραπεζαρία. Το σκέπαζαν με λινάτσες και πανιά, το ξανάβρεχαν και τ’ άφηναν να τραβά την κάψα του νερού, ώσπου να μαδούν οι γουρουνίσιες τρίχες. Το ζώο άχνιζε στο μουτθάλιασμα (πρωινή θαμπάδα) σαν σφάγιο σε αρχαίο θυσιαστήριο!. Οι άντρες  με τα κοφτερά μαχαίρια έξυναν το δέρμα κοντά – κοντά.

Αφού το ξετρίχιασαν, άρχισαν να το τρίβουν με ατισσάρους (ελαφρόπετρες) Νερό μπόλικο και τρίψιμο, ως και τ’αυτιά ακόμα. ΄Εκαμαν το γουρλί άσπρο σαν χασέ. Μόνο εκείνη  η μαύρη βούλα στην πάντα της νεφραμιάς δεν έλεγε να σβήσει, όσο κι αν την έξυναν!

Κι ήρθε η ώρα του μοιράσματος. Το γουρλί μεσιακό το πήραν, στη μέση έπρεπε να μοιραστεί. Τότες φάνηκε για μια ακόμα φορά η τέχνη του σφαγέα. Ο Γιάννης με μαεστρία περισσή, το έκοψε στα ίσα. ΄Εβαλε  το ένα κομμάτι δίπλα στ’ άλλο και κάλεσε, χαμογελώντας, τις συντέκνισσες να διαλέξουν. Κείνες στέκονταν αμήχανες κι έβλεπε η μια την άλλη.

Η Παύλαινα κινήθηκε πρώτη.

–  Συντέκνισσα, μ’ όλο το θάρρος, να πάρω  εγώ το δεξί κομμάτι;  Κι έδειξε το γαλανό χάντρο  πού’ταν δεμένο ακόμα στο δεξί ποδάρι του θρεφτού. Του το ’χε φορέσει απ’ την πρώτη στιγμή  που τ ’αγόρασαν, για να μην το πιάνει το κακό μάτι και τους το φταρμίσουσι (ματιάσουν). Πλησίασε δακρυσμένη, πήρε το μαχαίρι, έκοψε το φυλακτό, τό ’κλεισε στη χούφτα της και το ’βαλε στην τσέπη της μπροστέλλας  (ποδιά) της.

– Και του χρόνου συντέκνισσα. Και του χρόνου, πάλι με το καλό, (ν)α θρέψουμε το γουρλί μας, για τις χρονιάρες μέρες που μας έρχονται!

– (Ν)α το θρέψουμε  και…( ν)α μη μας περάσει καμιά. Το πσιο όμορφο και το πσιο  καλοθρεμμένο γουρλί  θά ’ναι πάλι!

Σημ. Το διήγημα «σοιροσφάι στην Τέλενδο» στηρίχθηκε σε μαρτυρίες των ίδιων των κατοίκων της παλιάς Τελένδου και  σκαρώθηκε με την πολύτιμη βοήθεια του φίλου και Μέντορά μου, στις λαογραφικές και πολιτισμικές καταγραφές της περιοχής, αείμνηστου Μανώλη Στάλα, που υπήρξε η «Ψυχή των Μυρτιών»