Οι Εκδόσεις «Σταθερός» πραγματοποίησαν πρόσφατα έναν Λογοτεχνικό Διαγωνισμό με θέμα «Ο Κόσμος του Χθες στην Ελλάδα».
Στον Διαγωνισμό, έλαβαν μέρος 103 συγγραφείς με 115 λογοτεχνικά έργα από κάθε μικρό και μεγάλο μέρος της χώρας μας.
Νίκησαν, συνολικά, 27 ιστορίες οι οποίες και θα εκδοθούν σε ένα συλλογικό βιβλίο (δίγλωσσο!), αποκλειστικά με έξοδα των Εκδόσεων «Σταθερός»
Ενδεικτικά, τα διηγήματα -τα περισσότερα εκ των οποίων αποτελούν πραγματικές ιστορίες- διαδραματίζονται σε όχι ένα, δύο αλλά… δώδεκα νησιά μας (Μήλο, Σύμη, Σύρο, Σέριφο, Αμοργό, Πάρο, Νάξο, Αντίπαρο, Μύκονο, Κάλυμνο, Κέρκυρα, Κεφαλονιά) καθώς και σε περιοχές όπως Πάτρα, Καβάλα, Άρτα, Γαλάτιστα, Τυρό, Νίγρητα κ.α.
Κατά την ονομαστική σειρά των έργων, οι νικητές του Διαγωνισμού είναι:
«Αγαρηνός» του Νίκου Δενδρινού
«Αμοργιανό μου Πέλαγος και ο Καπετάνιος» της Θωμαής Τσιμερίκας (1)
«Αμφίβιος Δαίμονας (Μήλος)» του Γιάννη Παναγιώτου
«Γιώργης (Πάρος)» της Αριάδνης Νικολάρα
«Η Γιαννούλα της καρδιάς μας (Πάτρα)» της Παναγιώτας Σμυρλή
«Η ζωή του Αγίου Ανθίμου του τυφλού του Αποστόλου των Κυκλάδων» της Μαρουσώς Παλαιολόγου
«Η ιστορία της Γερακίνας (Νιγρίτα)» της Πηνελόπης Καλαμπαλίκας
«Η καμήλα της Γαλάτιστας» του Σωκράτη Μπουζούκα (1)
«Η Ουρανία» της Παναγιώτας Λάμπρη
«Η Σύρος με τα ήθη και έθιμα» της Κατερίνας Πούλιου
«Κεφαλλονίτικη Ιστορία: Δεν ήταν Δούλος» της Έλενας Λιάτου
«Κιμώλια Γη» της Θωμαής Τσιμερίκας (2)
«Λυγερή (Σύμη)» της Παρασκευής Κηπουρίδου (1)
«Ματωμένα Σφουγγάρια (Κάλυμνος)» της Παρασκευής Κηπουρίδου (2)
«Μια εποχή χωρίς γιατρούς (Άρτα)» της Σταυρούλας Συγγουνά
«Μια Ιστορία σήμερα απ’ τη Μύκονο του χθες» της Δέσποινας Οικονομοπούλου
«Μπαμπούγερα» του Σωκράτη Μπουζούκα (2)
«Νυχτερινός ύπνος στις εκκλησίες των Αγίων (Νικησιανή Καβάλας)» της Ειρήνης Σαραφούδη
«Όταν η γιαγιά Ευθυμία γνώρισε τον Βασίλη Τσιτσάνη» της Κατερίνας Τσαγανάκη
«Περί εκκλησιών ο λόγος (Αντίπαρος)» της Ευαγγελίας Τριανταφύλλου
«Σεφέρι» του Γιώργου Φιλιππαίου
«Στο καπνομάγαζο της Καβάλας του 1960» της Κωνσταντίνας Χατζηκωνσταντίνου
«Συνήθειες Αντιπάρου» της Κλαίρης Μήτρου
«Τα παπούτσια της Μαρίας (Κέρκυρα)» της Ελένης Σωκράτους
«Τα χαλάσματα της Καλλονής (Νάξος)» της Κατερίνας Δημητροκάλλη
«Το μυστικό της Τσακωνιάς (Τυρός, Αρκαδία)» απ’ την Αλίκη Σκαραμαγκά
«Τσουνάμι (Σέριφος)» της Ελένης Λιβανίου – Ροβίθη
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κάλυμνο παρουσιάζει το διήγημα «Ματωμένα Σφουγγάρια (Κάλυμνος)» της Παρασκευής Κηπουρίδου Από το kalymnos-news.gr επικοινωνήσαμε με τη συγγραφέα του διηγήματος Παρασκευή Κηπουρίδου.
Η Παρασκευή Αδαμίδου Κηπουρίδου
Γεννήθηκε στη Χαραυγή Κοζάνης. Είναι συνταξιούχος Νηπιαγωγός, σύζυγος, μητέρα τριών παιδιών και γιαγιά τριών μικρών αγοριών που λατρεύει. Η αγάπη της για το βιβλίο μάλλον γεννήθηκε μαζί της. Από παιδί η γραφή ήταν για εκείνη ορμητήριο για ταξίδια φανταστικά, τρόπος έκφρασης, ενασχόληση αγαπημένη. Ήταν ένας τρόπος να διατηρεί ισορροπίες, να παλεύει τους δικούς της δαίμονες, επιζητώντας μέσα από φανταστικούς χαρακτήρες την ποθητή κάθαρση. Άλλη μεγάλη της αγάπη η ζωγραφική και η εικονογράφηση παραμυθιού.
Η ανάγκη να γράψει τα «Ματωμένα σφουγγάρια» γεννήθηκε μέσα μετά από μια επίσκεψη στο νησί της Καλύμνου και κάποιες συζητήσεις με κατοίκους για τη ζωή των σφουγγαράδων. Μετά από επίπονη και χρονοβόρα έρευνα ξεκίνησε τη συγγραφή
Έχουν εκδοθεί:
Το εκπαιδευτικό βιβλίο «Οι ωραιότερες διακοπές μου» από τις εκδόσεις «Διηνεκές» το 2005
Το παραμύθι «Η απαγωγή του Άι Βασίλη» ο 2019, το μυθιστόρημα «Γδικιωμός» το 2020, το μυθιστόρημα «Πενταύγενη» από τις εκδόσεις «Υδροπλάνο» το 2021 και το μυθιστόρημα «Βερενίκη» από τις εκδόσεις ΔΕΡΕ το 2022
Έχουν βραβευτεί:
α Τα ανέκδοτα παραμύθια μου:
«Ουρανία και Δρόσος», «Ο Αρθούρος και το παράξενο ποντίκι ».
«Η απαγωγή του Άι Βασίλη» πήρε πρώτο βραβείο στον δεύτερο Πανελλήνιο διαγωνισμό βιβλίου του λογοτεχνικού Περιοδικού Κέφαλος, παραμυθιών που εκδόθηκαν το 2019.
β. Διηγήματα, ποιήματα και μουσικοί στίχοι και έχουν μελοποιηθεί τρία ποιήματά μου.
Ποιήματα, χρονογραφήματα και διηγήματά μου έχουν δημοσιευτεί: Σε λογοτεχνικές σελίδες, περιοδικά, ανθολόγια και στον πρώτο τόμο της Εγκυκλοπαίδειας σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών.
——————————————-
Παραθέτουμε το διήγημα που μας διέθεσε η συγγραφέας Παρασκευή Κηπουρίδου την οποία και ευχαριστούμε:
Τίτλος: Ματωμένα σφουγγάρια
Κάλυμνος. Η Ελένη ξύπνησε αξημέρωτα. Ανακλαδίστηκε αφήνοντας να της ξεφύγει ένα χασμουρητό και σηκώθηκε με προσοχή. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τον αγαπημένο της. Άλλωστε οι ξένοιαστες μέρες στο νησί, κοντά στους ανθρώπους που λάτρευε ήταν λιγοστές. Θα ήθελε πολύ να χουζουρέψει λιγάκι, αλλά είχε κάποιες δουλειές, που δε σήκωναν αναβολή. Κοντοστάθηκε για λίγο και τον κοίταξε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, της φάνηκαν ακόμη πιο όμορφα, χαλαρά όπως ήταν από τον ύπνο. Αφέθηκε για λίγο στη θέα του και αναλογίστηκε τις μέρες, που θα ακολουθούσαν. Έπρεπε και πάλι να αναλάβει τα ηνία της οικογένειας, μέχρι να επιστρέψει κοντά τους. Στο πρόσωπό της χαράχτηκε ένα μελαγχολικό χαμόγελο και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα. Του έστειλε ένα φιλί με τ’ ακροδάχτυλα και απομακρύνθηκε , σκουπίζοντας τα μάτια της που είχαν θολώσει. Απόδιωξε τις δυσάρεστες σκέψεις.
Η Άνοιξη περιδιάβαινε ήδη το νησί. Οι βραχώδεις πλαγιές ήταν κατάφυτες από κάπαρες, ρίγανη, θυμάρι αλισφακιές και φαρμακευτικά βότανα. Οι ευωδιές πότιζαν τον άνεμο και κατηφόριζαν μέχρι το κύμα. Στους πορτοκαλεώνες, πάνω στα μυρωμένα ανθάκια, πεταλούδες και πασχαλίτσες ερωτοτροπούσαν και στα κλαδιά οι φωλιές στέγαζαν έρωτες και τρίλιες ευτυχίας.
Βγήκε αθόρυβα και κατέβηκε στην κουζίνα. Πήρε βαθιά ανάσα και αγνάντεψε τη θάλασσα. Ο ορίζοντας βάφτηκε μ’ ένα γλυκό, απαλό ροζ – πορτοκαλί και μια αστραφτερή λωρίδα, ένωσε την πύρινη σφαίρα του ήλιου με τη στεριά. Χαμογέλασε. Φόρεσε μια παλιά ρόμπα και ετοίμασε τα απαραίτητα σύνεργα. Έπιασε στα χέρια τη βούρτσα και αφοσιώθηκε με όρεξη στη δουλειά. Άσπρισε πεζούλια, τοίχους, πρεβάζια και σύντομα η πάστρα εγκαταστάθηκε στη μικρή αυλή του όμορφου, παραδοσιακού σπιτιού, με τα χρωματιστά παράθυρα. Τακτοποίησε στο κατώι τα πράγματα, κρέμασε τη ρόμπα και ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά. Έπρεπε να προλάβει να κάνει ένα αναζωογονητικό ντους, πριν ξυπνήσουν τα παιδιά.
Βούρτσιζε τα μαλλιά, όταν άκουσε χαρούμενες φωνές από την κουζίνα. Ένα ευτυχισμένο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της και κατέβηκε να ετοιμάσει πρωινό. Ήταν όλοι εκεί. Ο Γιάννης έπαιζε με την μικρή τους, την Κατερίνα, ένα επιτραπέζιο και ο Τάσος, ο γιος τους, έχοντας αγκαλιασμένο από τους ώμους τον πατέρα του, γελούσε κάνοντας κριτική στον τρόπο που έπαιζε η μικρή αδερφή του, ανακατεύοντας συγχρόνως την πλούσια κώμη του πατέρα του με τα δάχτυλα.
«Καλημέρα, τι βλέπω; Πρωί – πρωί αρχίσαμε τα παιχνίδια;»
«Καλημέρα, κορίτσι μου, χαράματα σηκώθηκες σήμερα; Δε λέω , βέβαια, παράδεισο τον έκανες τον κήπο, αλλά θα μπορούσες να με ξυπνήσεις, να βοηθήσω κι εγώ την κατάσταση».
Στο άκουσμα των λόγων του, το βλέμμα της γλύκανε και ταξίδεψε χαϊδεύοντας με ανυπόκριτη λατρεία το γοητευτικό του πρόσωπο. Βυθίστηκε μέσα στα μάτια του, κι εκείνος ένιωσε κάθε πόρο του κορμιού του να αιμορραγεί και να ξεχειλίζει από λατρεία γι’ αυτήν την γυναίκα, που τον έκανε, μετά από τόσα χρόνια, να την αγαπάει όλο και περισσότερο.
«Εσύ κοίτα να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις, γιατί ξέρεις τι σε περιμένει, του απάντησε χαμογελαστή ».
«Μανουλίτσα, τον κέρδισα τον μπαμπά , είπε όλο χαρά η μικρή έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά της. Η Ελένη έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί κι άλλο ένα στον γιο της ».
Απίστευτα όμορφες εκείνες οι ώρες, που ολόκληρη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη. Η καρδιά χτυπούσε χαρούμενα και η ψυχή γλύκαινε και γέμιζε μέλι, όπως η κηρήθρα στην πολύβουη κυψέλη.
Στη συνέχεια κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι και απόλαυσαν το πρωινό τους, κουβεντιάζοντας για χίλια δυο ανώδυνα θέματα, αποφεύγοντας εκείνα που και η σκέψη τους ακόμα, πλήγωνε την καρδιά σαν αγκάθι.
Κύλησαν οι μέρες σαν νερό. Μεγάλη εβδομάδα. Η Ελένη, ασχολήθηκε με το σπίτι, το μαγείρεμα νηστίσιμων φαγητών, το βάψιμο των αυγών, το ζύμωμα και το ψήσιμο των λαμπροκούλουρων καθώς την προετοιμασία των ρούχων που θα φορούσαν στην εκκλησία. Τη Μ. Τετάρτη ο Γιάννης πετάχτηκε με το καΐκι μέχρι την Ψέριμο και έφερε την πεθερά του, να γιορτάσουν όλοι μαζί το Πάσχα. Ήταν συνταξιούχος δασκάλα, ζούσε πολλά χρόνια μόνη, και είχε συμφιλιωθεί με τη μοναξιά. Όμως όλες τις μεγάλες γιορτές τις περνούσε μαζί τους. Σύσσωμη η οικογένεια παρακολούθησε την ιερή ακολουθία του Επιταφίου, τηρώντας με ευλάβεια τα έθιμα.
Το πρωί του Μ. Σαββάτου οι γυναίκες του σπιτιού έπλυναν καλά το αρνί και αφού το γέμισαν, το έραψαν, το αλατοπιπέρωσαν και το λεμόνιασαν, το τοποθέτησαν σ’ ένα μεγάλο και ψηλό κιούπι, το μουούρι. Έβαλαν το καπάκι, το σφράγισαν με προζύμι και βγήκαν στην αυλή να κάψουν τον φούρνο. Ο Γιάννης κουβάλησε ξύλα από το κατώι και η πεθερά του άναψε τον φούρνο. Τα ξύλα τριζοβολούσαν και οι φλόγες έγλυφαν κάθε γωνιά του. Μόλις Ερασμία, έδωσε το πρόσταγμα ο Γιάννης με τη γυναίκα του έφεραν το «μουούρι» με τ’ αρνί, το φούρνισαν και σφράγισαν τον φούρνο να ροδοψηθεί. Ο φούρνος ήταν ψηλός και το μουούρι τοποθετήθηκε όρθιο. Από τις δώδεκα το μεσημέρι που το φούρνισαν, θα σιγοψηνόταν μέσα στον σφραγισμένο φούρνο μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι της επομένης. Η Ελένη, με τις προετοιμασίες του Κυριακάτικου αρνιού, του Αναστάσιμου δείπνου και με τη σχολαστικότητα που την χαρακτήριζε, να έχει τα πάντα στην εντέλεια, ούτε που κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα.
Μόλις ακούστηκε η καμπάνα, έτοιμοι όλοι, πήραν τον δρόμο για την Μ. Παναγιά. Παρακολούθησαν με κατάνυξη τη θεία λειτουργία, μέχρι που έσβησαν τα φώτα και ακούστηκε η φωνή του ιερέα να ψάλλει το «Δεύτε λάβετε φως». Αγκαλιές, φιλιά, ευχές έδιναν κι έπαιρναν. Όπως κάθε χρόνο την ώρα που αντάλλασσαν «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς ο Κύριος», παρακολούθησαν την εκπυρσοκρότηση των πυρομαχικών και είδαν το κάστρο και τον απέναντι λόφο να φωτίζονται από εκτυφλωτική λάμψη. Τα παιδιά παραληρούσαν από ενθουσιασμό, παρακολουθώντας το θέαμα, αν και οι δυνατοί κρότοι τα έκαναν ν’ αγκιστρώνονται τρομαγμένα από τα χέρια των μεγάλων. Μετά την εκκλησία επέστρεψαν στο σπίτι και κάθισαν με ανάλαφρη διάθεση στο Αναστάσιμο Τραπέζι. Κουβεντιάζοντας χαρούμενα, απόλαυσαν τη νόστιμη σούπα και τα άλλα εδέσματα που ήταν ήδη έτοιμα.
Την Κυριακή ξύπνησαν αρκετά νωρίς. Η Ελένη γέμισε το τραπέζι του κήπου με ένα σωρό πασχαλινές λιχουδιές και γάλα, για να πάρει όλη η οικογένεια το πρωινό της.
Τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα και όλα συνηγορούσαν στο να περάσει η οικογένεια ένα αξέχαστο Πάσχα. Ο καιρός ήταν καταπληκτικός. Η θάλασσα μπροστά στο σπίτι ήρεμη, με έναν απαλό κυματισμό, χάιδευε και κανάκευε τα καΐκια, με μητρική σχεδόν τρυφερότητα. Ένα κοπάδι γλάροι πέρασαν κρώζοντας και κατευθύνθηκαν προς τον ορίζοντα. Ο Γιάννης τους ακολούθησε με το βλέμμα. Πετούσαν σε τέλειο σχηματισμό και ζύγιζαν τα φτερά, κάνοντας χορευτικές φιγούρες στον καταγάλανο ουρανό.
Λίγο αργότερα έτρωγαν όλοι με όρεξη, εισπνέοντας ένα κράμα από αλμυρό αέρα, ιώδιο και άρωμα λουλουδιών. Το μικρό σπίτι, δίπλα στη θάλασσα, είχε την τιμητική του. Μέχρι το βράδυ έτρωγαν, έπιναν και η χαρά ξεχείλιζε.
Από το μεσημέρι και μετά η αυλή, έμοιαζε με κέντρο διερχομένων. Μεζέδες, τσίπουρο, προπόσεις, γέλια, τραγούδια, τσουγκρίσματα αυγών και ποτηριών και ευχές «εις υγεία» αντηχούσαν ευχάριστα. Συγγενείς και φίλοι πέρασαν να πιουν ένα ποτήρι στην υγειά τους και να ευχηθούν τα «Χρόνια Πολλά» στον Τάσο. Στον Γιάννη εύχονταν καλές θάλασσες, καλή σοδειά και καλή επάνοδο στο νησί το Φθινόπωρο. Εκείνο το Πάσχα, θα έμενε για πάντα χαραγμένο στις μνήμες όλων. Ίσως γιατί ήταν το ομορφότερο της ζωής τους, ίσως γιατί σηματοδοτούσε κάποιες μεγάλες αλλαγές στην πορεία αυτής της οικογένειας. Ποιος να ξέρει;
Οι προετοιμασίες για την αναχώρηση των σφουγγαράδων, είχαν αρχίσει απ’ τον Φλεβάρη και σχεδόν είχαν ολοκληρωθεί. Τα καΐκια ήταν έτοιμα, τα εργαλεία συγκεντρωμένα, τα πληρώματα καταρτισμένα και οι προκαταβολές ήδη δοσμένες από τους καπεταναίους. Στο αμπάρι του πλοίου είχαν τακτοποιηθεί οι γαλέτες, τα όσπρια, οι ελιές, το λάδι, το ρύζι, τα ζυμαρικά, ο καβουρμάς, και τα βαρέλια με το νερό. Η μέρα που θα έφευγε ο Γιάννης πλησίαζε.
Η Ελένη είχε τα πάντα έτοιμα. Πουκάμισα, σώβρακα, στρώμα, κουβέρτα, όλα σιδερωμένα, διπλωμένα, τυλιγμένα σε ριγωτή σεντόνα και τοποθετημένα στο μπαούλο και ανάμεσά τους βάγια. Δεν παρέλειψε να βάλει κι ένα δέμα με ξερά σύκα, κουλουράκια, κρίθινες κουλούρες, ένα μπουκάλι κονιάκ κι ένα μπουκάλι ρακί. Επίσης δεν είχε ξεχάσει σαπούνια, ξυριστικά, τσατσάρες και ρούχα, τα οποία του ήταν απαραίτητα.
Όσο πλησίαζε η ώρα της αναχώρησης, τόσο βάραινε η διάθεσή της, κι όσο πιο πολύ μελαγχολούσε, τόσο την κούραζε, η προσπάθεια να κρύψει τα συναισθήματα και τον πόνο που της ξέσκιζε την καρδιά.
Το προτελευταίο βράδυ, ο Γιάννης πήγε να συναντήσει τον καπετάν Θοδωρή και τους άλλους δύτες. Μόλις τέλειωσαν την κουβέντα σχετικά με την αναχώρηση, από το πουθενά θέριεψε το γλέντι. Δυο δύτες άρχιζαν να παίζουν ο ένας βιολί κι ο άλλος τσαμπούνα. Τα καραφάκια πήγαιναν κι έρχονταν και μόλις το δροσερό κρασί άρχισε να κυλάει μαζί με το αίμα στις φλέβες, επιδόθηκαν όλοι, σ’ ένα γλέντι τρικούβερτο. Στη σκέψη και μόνο, πως ίσως αυτή τη φορά δεν ξαναγύριζαν σώοι κοντά στους δικούς τους, ήθελαν να ρουφήξουν αχόρταγα κάθε σταγόνα γλεντιού και ζωής και να την κλείσουν στα φυλλοκάρδια, πολύτιμο φυλαχτό, να το πάρουν μαζί στο μακρινό ταξίδι. Όταν ένας νεαρός δύτης τραγούδησε το:
«Χαίρου καρδιά μου, γλέντιζε του χρόνου ποιος το ξέρει! Ή θα πεθάνω ή θα ζω ή θα’μαι σ΄ άλλα μέρη», βούρκωσαν όλοι. Αυτοί οι θαλασσοδαρμένοι, άνδρες , που πάλευαν με τους κινδύνους και τα θεριά της θάλασσας, λύγιζαν στη σκέψη, πως δε θα επιστρέψουν κοντά στους αγαπημένους. Αμέσως μετά άρχισαν να τραγουδούν όλοι μαζί:
Ήρθε πάλι ο Μάιος, ήρθε το καλοκαίρι
Πάλι θα ξαναφύγουμε, στης Μπαρμπαριάς τα μέρη.
Η μηχανή ’ναι η μάνα μας και η ρόδα η αδερφή μας
Και στον καλαουζέρη μας, κρέμεται η ζωή μας
Παρακάλα μαυρομάτα τη γλυκιά μας Παναγιά
Να ξαναγυρίσω πάλι στης Καλύμνου τα νερά.
Ο νέος άνδρας απόδιωξε τις δυσάρεστες σκέψεις, ήπιε ένα τελευταίο ποτήρι στην υγειά των συντρόφων και με την ευχή «Καλό ταξίδι και καλή σοδειά», έριξε στον ώμο το πανωφόρι του και πήρε σκεφτικός τον δρόμο για το σπίτι.
Την παραμονή της αναχώρησης οι οικογένειες των σφουγγαράδων, φίλοι και συγγενείς, έφαγαν στην κεντρική πλατεία και γλέντησαν όλοι μαζί με τσαμπούνες και βιολιά.
Σαν επέστρεψαν, έβαλε για ύπνο τα παιδιά ο Γιάννης. Τους είπε μια ιστορία από εκείνες που τους άρεσαν, με θάλασσες και γοργόνες, τα φίλησε και τα καληνύχτισε, συναισθηματικά φορτισμένος και βουρκωμένος. Το βλέμμα του, τα αγκάλιασε τρυφερά για άλλη μια φορά, με τόση γλύκα και επιμονή, σαν να ήθελε να φωτογραφήσει εκείνη την εικόνα και να την περάσει στον σκληρό δίσκο του μυαλού, όπου θα μπορούσε να έχει πρόσβαση κάθε φορά, που θα ένιωθε νοσταλγία.
Το βράδυ το ζευγάρι έμεινε άγρυπνο κουβεντιάζοντας και ανταλλάσσοντας λόγια αγάπης. Τα κορμιά τους έσμιξαν και ξανάσμιξαν ερωτικά με τη λαχτάρα και το πάθος της πρώτης και συγχρόνως με την απελπισία, τον φόβο, και τον πόνο της στερνής φοράς.
Ο Αγιασμός έγινε από τον ιερέα της ενορίας μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου, παρουσία του καπετάνιου, του πληρώματος και των σφουγγαράδων μόνο. Οι γυναίκες, δεν ήταν παρούσες, αφού κάτι τέτοιο θεωρείτο γρουσουζιά. Νωρίς το απόγευμα πολύς κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στο λιμάνι. Η ατμόσφαιρα βαριά σαν μολύβι. Οι ψυχές φορτισμένες, τα πρόσωπα συννεφιασμένα, οι ώμοι σκυφτοί λες και σήκωναν όλο το βάρος του ουρανού. Οι καταρράχτες των ματιών αστείρευτοι, τα μάγουλα αυλακωμένα από τα δάκρυα, που σταματημό δεν είχαν.
Γέροι, νέοι, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, όλοι με μαντήλια στα χέρια περίμεναν υπομονετικά την ώρα, που τα καΐκια θα έλυναν σχοινιά, θα σήκωναν άγκυρες και θα άφηναν πίσω τη στεριά. Ανάμεσά τους μανάδες, πατεράδες, παιδιά, γυναίκες , νεαρές κοπέλες νιόπαντρες, που δεν πρόλαβαν να κάνουν ούτε την πρώτη επέτειο του γάμου τους, μερικές εγκυμονούσες, αλλά και κάποιοι παλιοί σφουγγαράδες που πήγαν για συμπαράσταση, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον καημό.
Γονείς έσφιγγαν στα στήθια τους γιους, με τα ρυτιδιασμένα από το χρόνο και τον μόχθο χέρια. Πατεράδες, γίνονταν ολόκληροι μια αγκαλιά για να κουρνιάσουν μέσα της παιδιά και γυναίκες. Έβλεπε κανείς νιόπαντρα παλικάρια, να χαϊδεύουν και να φιλούν την κοιλιά, που φιλοξενούσε το βλαστάρι τους και δε γνώριζαν αν τους αξίωνε ο Θεός να το γνωρίσουν, επιστρέφοντας.
Ο Γιάννης αποχαιρέτησε την πεθερά του, που του ευχήθηκε «καλή ευκολία» και «καλή αντάμωση» κι αμέσως μετά, βαθιά συγκινημένος, αποχωρίστηκε τα παιδιά και την Ελένη. Για κάποια δέκατα του δευτερολέπτου, πέρασε από το μυαλό του η σκέψη να μην μπαρκάρει. Την απόδιωξε αμέσως. Αυτή η δουλειά, όσο δύσκολη κι αν ήταν, εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή ζωή στην οικογένειά του. Επίσης δεν μπορούσε να φερθεί έτσι στον καπετάν Θοδωρή την τελευταία στιγμή. Είχε ήδη εισπράξει τα πλάτικα.
Κατάπιε τον καημό, χαμογέλασε, με όση δύναμη του είχε απομείνει, φίλησε για πολλοστή φορά τις αγάπες της ζωής του και έφυγε για το καΐκι, μην αντέχοντας να γυρίσει να κοιτάξει πίσω.
Σε χρόνο ρεκόρ λύθηκαν κάβοι, σηκώθηκαν άγκυρες και τα σφουγγαράδικα άρχισαν να απομακρύνονται από το λιμάνι. Έκαναν μερικές βόλτες σε σχήμα σταυρού , ενώ συγχρόνως όλοι οι άνδρες σκαρφαλωμένοι στα άλμπουρα, κουνούσαν συγκινημένοι τα μαντήλια, σ’ εκείνους που στέκονταν στην παραλία. Όσοι είχαν απομείνει πίσω, ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό με τα δικά τους, πνίγοντας τον πόνο, σε δάκρυα και αναφιλητά.
Η Ελένη έβγαλε το χαρούμενο τσεμπέρι που φορούσε, έπιασε τις μακριές πλεξούδες, τις στριφογύρισε και τις στερέωσε με φουρκέτες. Αμέσως μετά έδεσε στο κεφάλι ένα γκρίζο κεφαλομάντηλο, που ταίριαζε γάντι με τη μαυρίλα της ψυχής της.
Αγκάλιασε προστατευτικά τα παιδιά και, συνοδευόμενη από την μητέρα της, επέστρεψε στο σπίτι βουβή κι αμίλητη, αποφασισμένη, να αναλάβει και πάλι τον γνωστό, διπλό ρόλο της μάνας και του πατέρα, της γυναίκας και του άνδρα.
Στο νησί, η ζωή κυλούσε στους γνώριμους ρυθμούς για όσους είχαν μείνει πίσω. Η Ελένη πάλευε με δυσκολία να φέρει βόλτα το νοικοκυριό και το κτήμα. Για να μειώσει τον πόνο και την αγωνία, προσπαθούσε να σκέφτεται και να αναπολεί στιγμές που εκείνος ήταν κοντά της.
Της έλειπε όμως. Θεέ μου, πόσο της έλειπε η ασφάλεια της παρουσίας του, το πρόσωπό του, το καταγάλανο βλέμμα του, το καθησυχαστικό , γλυκό του χαμόγελο, η στήριξη σε κάθε δύσκολη στιγμή. Τα στιβαρά του χέρια, κάθε φορά που ανοιγόταν να ρίξει τα δίχτυα στην θάλασσα. Η σβελτάδα και η μαεστρία του, να τα μπαλώνει γρήγορα και αποτελεσματικά και το κυριότερο, η ζεστή του ανάσα στο προσκεφάλι της.
Κάθε φορά που ξανοιγόταν με το καΐκι, προκειμένου να ρίξει τα δίχτυα με τη βοήθεια της Δέσποινας -μιας φίλης που ο άνδρας της είχε φύγει με άλλο σφουγγαράδικο- ο νους της πισωγύριζε.
Είχε την αίσθηση πως μύριζε το άρωμα και άκουγε τη φωνή και το γέλιο του. Από τότε που ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλο, ήταν αχώριστοι. Μαζί παρακολουθούσαν το λιόγερμα, ένα στις μπουνάτσες και τις τρικυμίες, μαζί πήγαιναν για ψάρεμα κι έριχναν τα δίχτυα. Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, σαν δυο αρχέγονα μισά που όταν τα ενώσεις σου δίνουν το τέλειο ολόκληρο. Έφερνε τις εικόνες ξανά και ξανά, στον νου, ξεγελώντας τον εαυτό της, πως ήταν εκεί και της χαμογελούσε, όπως μόνο εκείνος ήξερε.
Ο Γιάννης απ’ τη στιγμή που απομακρύνθηκε το πλοίο, ένιωσε την καρδιά λιώμα κάτω από τα βαριά συναισθήματα του αποχωρισμού. Για αρκετή ώρα κάθισε στην πλώρη και αγνάντευε την ακτή, που όλο και απομακρυνόταν, όλο και μίκραινε. Χωρίς να το θέλει, με τη δύναμη της μνήμης, έφερε στο νου εικόνες από παλιές καταδύσεις στις ακτές της Συρίας. Καταδύσεις επικίνδυνες σε μεγάλα βάθη, που διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο και δυο φορές είχε γλιτώσει από καθαρή τύχη. Ήταν ένας από τους λίγους που δε δέχτηκαν ποτέ, να χρησιμοποιήσουν μηχανή κατάδυσης. Παρέμεινε «γυμνός δύτης ». Ο καπετάν Θοδωρής χρησιμοποιούσε παράλληλα με τις μηχανές και γυμνούς δύτες. Τον Γιάννη τον ήθελε, γιατί ήταν ένας από τους καλύτερους και εξασφάλιζε, όχι μόνο μεγάλη ποσότητα, αλλά και καλής ποιότητας σφουγγάρια. Προσευχήθηκε να τον βοηθήσει ο Αι – Νικόλας να ξαναγυρίσει σώος στο νησί κι έπιασε κουβέντα με τους συναδέλφους, προσπαθώντας να ξεχαστεί.
Συνήθιζαν να αφηγούνται διάφορες περιπέτειες, πότε με χιούμορ και πότε με μια δόση υπερβολής. Αστεία και πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν, μέχρι που έφαγαν βραδινό κι έπεσαν να ξεκουραστούν. Η συλλογή σφουγγαριών απαιτούσε δυνάμεις που ξεπερνούσαν τις ανθρώπινες αντοχές, τόσο τις σωματικές, όσο και τις ψυχικές. Όλο το πλήρωμα ήταν στο πόδι, αξημέρωτα σχεδόν, έπιναν ένα φλιτζάνι ζεστή αλισφακιά και μετά ο καθένας στο πόστο του.
Οι γυμνοί δύτες, έμπαιναν στη γυαλάδικη βάρκα. Ο γυαλάς έβλεπε τον βυθό απ’ την κουμούζα της βάρκας, μέσα από ένα στρογγυλό, σιδερένιο κουτί, με πάτο από γυαλί, εντόπιζε τα σφουγγάρια κι εκείνοι έκαναν τον σταυρό τους κι έπεφταν.
Από το χάραμα , νηστικοί ολημερίς μέσα στον ήλιο, βουτούσαν, με τραβηγμένα από τον μόχθο και την αγωνία πρόσωπα , βγάζοντας σφουγγάρια. Αλλά και μετά το ηλιοβασίλεμα έπρεπε να ασχοληθούν με αυτά που είχαν συλλέξει. Τα πατούσαν, τα χτυπούσαν με ξύλο βάγιας, τα σκέπαζαν με βρεγμένες τσουβάλες, τα περνούσαν με σφουγγαροβελόνα σε ψιλό σχοινί και τα έριχναν στη θάλασσα δεμένα στο καΐκι. Τελειώνοντας, έτρωγαν, έπιναν λίγο κονιάκ ή ούζο, έστρωναν τα στρωμάτσα τους, όπου έβρισκαν χώρο και κοιμούνταν. Το πρωί έπαιρναν επάνω τα σφουγγάρια, τα έβαζαν μέσα σε μπαϊζάνο με θάλασσα, τα έγδερναν να φύγουν οι τσίπες που είχαν απομείνει και καθαρά πια, τα κρεμούσαν στα κατάρτια να στεγνώσουν. Όταν στέγνωναν τα έβαζαν σε τσουβάλια και τα αποθήκευαν στο πακέτθο.
Το πρωί ξύπνησε λίγο πριν αρχίσει να ροδίζει . Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο και κατευθύνθηκε προς το κατάστρωμα. Πέρα μακριά στον ορίζοντα, το λυκόφως, τύλιγε τη γήινη σφαίρα σε αχνορόδινο πέπλο. Η υγρασία αισθητή. Ανατρίχιασε. Το καΐκι κυλούσε απαλά μέσα στο πρωινό μούχρωμα.
Ένα κοπάδι αγουροξυπνημένοι γλάροι πέταξαν πάνω από το σκάφος , σαν γκριζόλευκη βεντάλια, σχηματίζοντας μοναδικές πινελιές στο κάδρο του ουρανού.
Ο νους του πήγε στο νησί, την Ελένη και τα παιδιά. Άραγε τι κάνουν τώρα; Αναρωτήθηκε. Τις σκέψεις του, απέσπασε, ένα βουητό από κουβέντες. Γύρισε και κοίταξε προς τη γέφυρα. Τα αίματα είχαν ανάψει και οι φωνές είχαν υψωθεί υπέρ του δέοντος. Κάποιοι διαφωνούσαν με τον Κολαουζέρη, σχετικά με το μέρος, που θα επέλεγαν να βουτήξουν. Ο αψίκορος Στρατής υποστήριζε, πως στο Αρχιπέλαο τα σφουγγάρια ήταν ανάξια λόγου, επομένως έπρεπε να επιλέξουν, πιο μακρινές περιοχές. Οι βουτηχτάδες, είχαν αντίθετη γνώμη και προσπαθούσαν να την εκφράσουν με έντονο ύφος .
Ακούγοντας φασαρία, ο καπετάν Θοδωρής πλησίασε να δει τι γίνεται. Ήταν μεσήλικας με ένα πρόσωπο ήρεμο, αρκετά συνηθισμένο, γερασμένο κάπως πρόωρα, από την αλμύρα και τους ανέμους. Ανήκε σε άλλη κοινωνική τάξη, σ’ αυτήν που διέθετε χρήμα και δύναμη.
Ο Γιάννης τον θεωρούσε καλό άνθρωπο. Δεν ήταν τόσο σκληρός, όσο κάποιοι άλλοι, ούτε τόσο τσιγκούνης στο θέμα του φαγητού, αλλά τον ενδιέφερε κυρίως, να εξασφαλίσει με κάθε ταξίδι πλούσια σοδειά σφουγγαριού. Όπως ήταν φυσικό, η καλοσύνη του σταματούσε, εκεί που ξεκινούσε το συμφέρον. Απέφευγε να δυσαρεστήσει άμεσα κάποιον σφουγγαρά και όταν ξέφευγε η κατάσταση, έπαιζε ρόλο πυροσβεστικό. Τον κολαουζέρη δεν τον είχε σε υπόληψη ως άτομο, αλλά είχε τον τρόπο να διαφεντεύει τους δύτες και αυτό απέφερε οφέλη στο πορτοφόλι του καπετάνιου.
Ο Στρατής κάθε που περνούσε τα όρια, ξερνούσε όλους τους διαόλους που είχε φωλιασμένους στην ψυχή. Ήταν σκληρός, ειρωνικός, ύπουλος και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ο Γιάννης ήθελε να τον κάνει λιώμα στο ξύλο. Μα η ζωή τους όταν ήταν στον βυθό κρεμόταν από τα χέρια του.
Αποφασίστηκε να κατευθυνθούν προς τις ακτές της Αφρικής. Στο μεταξύ ο καιρός είχε αλλάξει και η θάλασσα ξερνούσε αφρούς από το αδηφάγο στομάχι της. Το σκάφος κλυδωνιζόταν μεταξύ ουρανού και γης. Τεράστια κύματα σκαμπανέβαζαν το πλεούμενο σαν καρυδότσουφλο, η εμπειρία όμως του καπετάνιου, τους γλίτωσε από τη θανατερή αγκάλη της. Όταν η μανία της φύσης καταλάγιασε, ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα στήθια των βουτηχτάδων. Ώρα να βάλουν κάτι στα αδειανά στομάχια.
Μόλις αχνοφάνηκε η ακτογραμμή της Λιβύης ο καπετάνιος έριξε άγκυρα. Εκεί ο βυθός ήταν πλούσιος σε σφουγγάρια, πολύ καλής ποιότητας. Αυτός που θα βουτούσε με μηχανή, άρχισε να ντύνεται.
Οι γυμνοί δύτες – ο Γιάννης και τα δυο παλικάρια – μπήκαν στη γυαλάδικη βάρκα. Ο καπετάνιος ήδη κατηύθυνε τη βυθομέτρηση μετρώντας: δέκα μέτρα, δώδεκα. Οι υπεύθυνοι του πληρώματος ετοίμαζαν, πυρετωδώς, τα απαραίτητα: σκανταλόπετρες, σκοινιά, μαχαίρια, απόχες. Αποφασίστηκε να ξεκινήσει τον βούτθο ο Γιάννης. Άρχισε να βγάζει ένα – ένα τα ρούχα του μέχρι που έμεινε τελείως γυμνός. Πήρε στο χέρι ένα κοντό κοφτερό μαχαίρι, ενώ δυο άντρες τακτοποιούσαν κάτω από τη μασχάλη το σχοινί, που θα στήριζε στις πλάτες του τη σκανταλόπετρα. Πέρασε στο χέρι τη θηλιά, γέμισε τα πνευμόνια αέρα κι έπεσε στο παγωμένο νερό.
Με τις αισθήσεις σε επιφυλακή και τα μάτια ορθάνοιχτα, κατέβαινε, όλο κατέβαινε, μέχρι που πάτησε στο βυθό. Ένα τράβηγμα, σημάδι ότι πάτωσε. Ήταν έμπειρος και είχε επίγνωση του κινδύνου. Το βλέμμα του αγκάλιασε γρήγορα τον περιβάλλοντα χώρο. Ήταν ένα υποθαλάσσιο «λιβάδι» διάσπαρτο με μικρά και μεγάλα σφουγγάρια. Στα ριζά ενός βράχου εντόπισε δυο τρεις μεγάλες τούφες μελάτι. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Έβγαλε τη θηλιά και ελευθέρωσε το χέρι του.
Έσφιξε το μαχαίρι και άρχισε να τα κόβει, χωρίζοντάς τα από τη ρίζα. Τα έριξε βιαστικά στην απόχη, πλησιάζοντας ένα άλλο λίγο πιο πέρα. Εκείνο λες και κρατούσε άμυνα, ξεγλιστρούσε συνεχώς. Τη σιχαινόταν εκείνη τη γλίτσα που κάποιες φορές τον δυσκόλευε απίστευτα. Ένα βουητό στ’ αφτιά και μια μικρή ζάλη, του θύμισε πως ο αέρας τελείωνε. Η καρδιά του έμοιαζε απασφαλισμένη νάρκη έτοιμη να εκραγεί. Τράβηξε το σχοινί τρεις φορές και επανέλαβε βιαστικά σινιάλο να τον τραβήξουν επάνω. Με το που βγήκε στην επιφάνεια, πήρε μια ανάσα, γέμισε αχόρταγα τα πνευμόνια με οξυγόνο και ένοιωσε να απομακρύνεται το πέπλο του ασφυκτικού θανάτου, αφήνοντάς τον δεμένο με την ζωή.
Ο άνθρωπος είναι δειλός. Όταν δεν κρατιέται εκείνος από τη ζωή, κρατιέται η ζωή από εκείνον.(Παναΐτ Ιστράτι)
Στη θέα των σφουγγαριών οι άνδρες πανηγύρισαν από ενθουσιασμό. Είχε λίγο χρόνο να ξεκουραστεί μετά την επιτυχημένη προσπάθεια. Στο μεταξύ οι άνδρες του πληρώματος ετοίμαζαν για κατάδυση τον Γιωργή, ένα από τα νεαρά μέλη της ομάδας. Τυλιγμένος ακόμη με την πετσέτα, ο Γιάννης τον πλησίασε και του έδωσε κάποιες συμβουλές. Το είχε συμπαθήσει αυτό το παλικάρι και ήθελε να το δει να βγαίνει σώο από τον αφιλόξενο βυθό.
«Άντε και καλή σοδειά, παλικαρούι», είπε και τον χτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο.
Μέχρι το λιόγερμα, οι δύτες έπεφταν και ξανάπεφταν κι ο καπετάνιος έδειχνε πολύ ικανοποιημένος, με τη σοδειά που κατάφεραν να ανεβάσουν εκείνη τη μέρα.
Ήταν ένα πρωινό του Ιουλίου. Ο Γιάννης ξύπνησε κακοδιάθετος. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν εφιάλτες στον ύπνο του, ξυπνούσε και ξανακοιμόταν, πράγμα που είχε επιπτώσεις στην ψυχολογία και στη διάθεσή του. Αν είχε τη δυνατότητα της επιλογής, θα επέλεγε να μη βουτήξει, αλλά η δουλειά είναι δουλειά, οπότε έπεσε στο νερό.
Εντόπισε αρκετά σφουγγάρια, τα έριξε στην απόχη και ετοιμάστηκε ν’ ανέβει. Έστρεψε το βλέμμα προς τα επάνω και το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Ένας τεράστιος λευκός καρχαρίας έκανε βόλτες πάνω από το κεφάλι του. Η ουρά του, καθώς πήγαινε πέρα δώθε, δημιουργούσε λευκά συννεφάκια αφρού στο νερό. Τα σαγόνια του ορθάνοιχτα, φονικά, τα μάτια του σ’ επιφυλακή επόπτευαν τη λεία. Είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του, σε αντίθεση με τον Γιάννη, που αν λούφαζε στον βυθό θα έσκαγε από έλλειψη οξυγόνου και αν τολμούσε ν’ ανέβει θα γινόταν ένας υπέροχος μεζές στα ανοικονόμητα σαγόνια του κήτους. Μέτρησε τις πιθανότητες. Ο αέρας τελείωνε. Θα προσπαθούσε να ανέβει. Έδωσε σήμα να τον τραβήξουν. Είχε διανύσει πάνω από τη μισή απόσταση μισοζαλισμένος, όταν είδε τον φονιά δίπλα του. Λιποθύμησε. Ευτυχώς δεν ένιωσε τα σαγόνια που τον άρπαξαν και άρχισαν να τον τεμαχίζουν.
Ο κολαουζέρης είδε το νερό να βάφεται κόκκινο και κατάλαβε. Δυστυχώς δε βρήκαν τίποτα να θάψουν. Ο Γιάννης έφυγε για πάντα, παίρνοντας μαζί όνειρα κι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή κοντά στην αγαπημένη και τα παιδιά του.
Στο κατάστρωμα την αρχική παγωμάρα και το σοκ, διαδέχθηκε ο βουβός θρήνος των ανδρών και τα δάκρυα των αμούστακων δυτών που τον είχαν σαν πατέρα. Την επομένη θα έφευγε το πακέτθο, μεταφέροντας ένα γράμμα λιγότερο και τα μαύρα μαντάτα στην οικογένεια του αδικοχαμένου άνδρα.
Η Ελένη μόλις τελείωσε τη λάτρα, έκλεισε το σπίτι και βγήκε στον δρόμο. Αδημονούσε να μάθει τα νέα του αγαπημένου της. Κρατώντας στα χέρια το δέμα που του είχε ετοιμάσει, κατευθύνθηκε προς το λιμάνι, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι συγγενείς των δυτών. Το πακέτθο έφτασε ήδη. Μετά την αναχώρηση, ήταν το μόνο μέσο επικοινωνίας που είχαν με τους δικούς τους και ο καπετάνιος το έστελνε πίσω με τριπλό προορισμό: Να μεταφέρει τα σφουγγάρια που είχαν συγκεντρωθεί, να δώσει τα γράμματα και τα νέα του πληρώματος στους συγγενείς και να φέρει τα εκείνα των οικογενειών στους σφουγγαράδες. Δυστυχώς κάποιες φορές έφερνε στο νησί και το θλιβερό μαντάτο, όταν κάποιος από το πλήρωμα χανόταν.
Όταν μοιράστηκαν όλα και δεν άκουσε το όνομά της, ένα άσχημο προαίσθημα ρίζωσε μέσα της. Άρχισε να τρέμει. Το είχε ζήσει άλλωστε αρκετές φορές με άλλες οικογένειες. Ο φόβος έγινε σιγουριά, όταν την πλησίασε ο άνθρωπος που τα έδινε.
« Κυρία Ελένη, λυπάμαι, ζωή του λόγου σας», είπε ο άνδρας κι ένα δάκρυ κύλισε στην άκρη των ματιών του. Σκληρός και άχαρος ο ρόλος να πάει κανείς το μαύρο μαντάτο στους συγγενείς του αδικοχαμένου. Αυτό που μόλις έκανε, ο ναυτικός το μισούσε. Ας όψεται…..
Οι λέξεις του, λεπίδι αιχμηρό έγιναν και ξέσκισαν την καρδιά της. Τα γόνατά της λύγισαν. Το δέμα που κρατούσε βρέθηκε στο έδαφος. Λιποθύμησε, πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη. Συγκεντρώθηκε κόσμος, κάποιος της έριξε λίγο νερό, κάποιος άλλος τη χτυπούσε στα μάγουλα, μέχρι που άνοιξε τα μάτια σαστισμένη.
Όταν θυμήθηκε τι είχε ακούσει από τα χείλη του ναύτη, ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ξέφυγε από τα πανιασμένα της χείλη. Στο κέρινο πρόσωπό της χαράχτηκε όλη η δυστυχία του πλανήτη.
Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, λες και ήθελε ν’ αγγίξει τον θεό και με φωνή που έσταζε πίκρα, παράπονο και συσσωρευμένη οργή φώναξε:
« Θεέ μου! Τι σου έκανα και με ποτίζεις αυτό το πικρό ποτήρι; Τι θεός είσαι εσύ που ανταμείβεις το άδικο και τιμωρείς τους αθώους; Δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν, δεν έκλεψα και δεν αδίκησα. Για ποιο λόγο στερείς από δυο αθώα παιδιά τον πατέρα τους; Αυτά τουλάχιστον δεν τα λυπήθηκες;»
Κάτι γλάροι που την άκουσαν πέταξαν τρομαγμένοι. Ο ήλιος τάχυνε το βήμα του ν’ ανέβει πιο ψηλά στο στερέωμα, να μην ακούει τον οδυρμό της. Η καμπάνα ένωσε τους πένθιμους χτύπους με τους ψιθύρους του πλήθους.
Η Ελένη δεν άκουγε, δεν έβλεπε, δεν αισθανόταν τίποτα. Το σώμα της είχε μουδιάσει. Ήθελε να κλάψει, να θρηνήσει για τη μεγάλη απώλεια, μα ήταν αδύνατο. Τα δάκρυα είχαν πετρώσει στις πηγές τους και αρνούνταν πεισματικά να της κάνουν τη χάρη. Η ψυχή της ματωμένο κουβάρι, έδινε άνισο αγώνα με τη μοίρα, η οποία είχε αποφασίσει να της συντρίψει όνειρα, ψυχή και καρδιά.
«Εφιάλτης είναι, δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Σε λίγο θα ξυπνήσω και όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν», σκέφτηκε.
Κάποια χέρια τη σήκωσαν και την μετέφεραν στο σπίτι. Κάρφωσε το απλανές και άδειο βλέμμα της στον απέναντι τοίχο, λες ήθελε να ανοίξει τρύπα.
Αφού δεν υπήρχε νεκρός, σύμφωνα με το έθιμο, τοποθέτησαν τα ρούχα του νεκρού, το ρολόι του, μια εικόνα και τη φωτογραφία του σ’ ένα καλάθι- το ζεμπίλι – Οι γυναίκες, καθισμένες ολόγυρα, μοιρολογούσαν χτυπώντας το στήθος και τραβώντας τα μαλλιά τους. Σπάραζε η καρδιά να τις ακούς.
Απάνω στ’ άνθη της ζωής, απάνω στην ουσία,
ήρθεν ο χάρος σ’ έπαρεν με δίχως σωτηρία.
Κρίμα, γλυκοτραγουδιστή, το στόμα σου να κλείσει,
το λυ(γ)ερό σου το κορμί η θάλασσα να πνίξει.
Πως σ’ έχασεν η μάνα σου, κοτζάμου παλικάρι
Πρεπούμενο του μαχαλά και του σπιτιού καμάρι;
Το όνομά σου σβήστηκε απ’ το λιμεναρχείο
και τώρα υπογράφηκε στου χάρου το βιβλίο.
Η Ελένη βγήκε από την απάθεια μόνο όταν είδε να βάζουν στο καλάθι τη φωτογραφία του αγαπημένου της. Όρμησε , την άρπαξε σαν αλλοπαρμένη, την έσφιξε στον κόρφο κι έβγαλε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό, που έκανε όσους ήταν στο σπίτι να ανατριχιάσουν σύγκορμοι. Στο άκουσμά του, οι γυναίκες δίπλα της, σίγησαν απότομα και στράφηκαν προς το μέρος της.
«Καημένο κορίτσι, Τι συμφορά σε βρήκε στα καλά καθούμενα », ψιθύρισαν κάποιοι από τους παρευρισκόμενους.
Τότε άνοιξαν οι κρουνοί των ματιών της και ένα κύμα δακρύων απελευθερώθηκε, χαράζοντας αλμυρά αυλάκια στο χλωμό της πρόσωπο.
«Κλάψε, αγάπη μου, κλάψε να ξαλαφρώσεις», της είπε η Δέσποινα. «Κλάψε γιατί αλλιώς, ο πόνος θα σε συντρίψει. Θέλω μονάχα να ξέρεις πως θα είμαι δίπλα σου, και θα σε στηρίξω σε ό,τι χρειαστείς».
Μα κάτι τέτοιες στιγμές κανείς δε μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά, όσο κι αν προσπαθήσει να σε βοηθήσει. Είναι τόσο μεγάλος ο πόνος που μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο.
Στο Νεκροταφείο, δεν άντεξε τη συγκινησιακή φόρτιση και κατέρρευσε. Η Δέσποινα την κρατούσε αγκαζέ, πασχίζοντας να στηρίξει τα ασταθή βήματα της φιλενάδας της. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι την έζωσε η ανησυχία, βλέποντας την Ελένη αμίλητη, απόμακρη και βυθισμένη στο πουθενά. Είχε απομονωθεί σηκώνοντας τείχη αδιαπέραστα, θωρακισμένα με ένα κράμα θλίψης, πόνου, χολής και πένθους, και δεν άφηνε περιθώρια να την προσεγγίσει κανείς. Βολόδερνε σε απόλυτη σιωπή, αφουγκραζόταν μονάχα, τα απεγνωσμένα ουρλιαχτά της ψυχής και τους παλμούς μιας ορφανεμένης καρδιάς που έμοιαζε να πάλλεται δίχως ρυθμό, έτοιμη να σταματήσει για πάντα.
Αργά το βράδυ ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω. Μόλις κοιμήθηκαν όλοι, δραπέτευσε κλείνοντας προσεκτικά την εξώθυρα. Με βιαστικά βήματα, ξεχύθηκε στον δρόμο και έγινε ένα με τον σκοτεινό μανδύα της νύχτας. Με το μυαλό βυθισμένο σε θολή σκοτοδίνη, πηγαινοερχόταν αρκετή ώρα πάνω – κάτω στο λιμάνι. Όταν έφτασε μπροστά στο καΐκι τους, στα μάτια της ζωντάνεψαν εικόνες με το Γιάννη. Ψαριές, ξεψαρίσματα, ηλιοβασιλέματα, αγκαλιές, λόγια αγάπης. Στιγμές όμορφες, φωτεινές, οικογενειακές, ευτυχισμένες, ξέχειλες από χαρά. Εικόνες νοσταλγικές, που σαν διαβατάρικα πουλιά, είχαν πετάξει ανεπιστρεπτί. Οι σκηνές που περνούσαν με ταχύτητα αστραπής πίσω από τα βλέφαρα, την έκαναν να γονατίσει και να κλάψει βουβά κι απελπισμένα.
Ένα ξαφνικό κύμα δακρύων, σωστή νεροποντή, αυλάκωσε το κέρινο, κουρασμένο της πρόσωπο. Καταράστηκε την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε. Τα έβαλε με Θεούς και δαίμονες. Αμφισβήτησε την πρόνοια και τη δικαιοσύνη του Θεού, ακόμη και την ίδια την ύπαρξή Του. Μα όταν έβγαλε από μέσα της κάθε σκέψη που της τριβέλιζε το νου, αισθάνθηκε μετανοιωμένη.
«Συγχώρα με, θεέ μου, για την αδυναμία μου, συγχώρησέ με. Αλλά δε μου έδωσες καν την ευκαιρία να τον θάψω και να τον φιλήσω για τελευταία φορά. Είναι πολύ άδικο».
Αμέσως μετά η φαντασία της ξεπόρτισε. Φαντάστηκε τη μοίρα της. Μια μέγαιρα , που ζωγράφιζε την πορεία της ζωής της, με μελανά χρώματα, σπέρνοντας μόνο δυστυχία και αιχμηρά αγκάθια. Ένα μονοπάτι δύσβατο κι ανήλιαγο που έπρεπε να το διαβεί είτε το ήθελε είτε όχι.
«Πόσο στρίγγλα, πόσο σκληρή και άπονη είσαι μαζί μου! Αναπαμό να μη σου δώσει ο Θεός, αδυσώπητη σκύλα, που μόνο δυστυχία κλήρωσες για μένα, στερώντας μου τον άνθρωπο που αγάπησα », ψιθύρισε και ξέσπασε πάλι σε δυνατούς λυγμούς.
Μα εκείνη της έριξε ένα αδιάφορο, παγωμένο βλέμμα, γέλασε ανατριχιαστικά και της γύρισε την πλάτη, αδιαφορώντας για την οργή και τις κατάρες της.
Ίσως ήταν η ιδέα της, μα της φάνηκε πως, καθώς έφευγε σήκωσε το τεφτέρι που κρατούσε ψιθυρίζοντας: «Ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, κόρη μου».
ΤΕΛΟΣ