Κορεοί ναυτίλοι…( Κορζιοί ναυτιλλόμενοι-ταξιδιάρηδες….) – Του Γιάννη Χειλά*

339
Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από τον αείμνηστο, εκλεκτό συμπατριώτη μας, Λευτέρη Βογιατζάκο και κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης του βραβευμένου βιβλίου «Το Έπος των Σφουγγαράδων της Καλύμνιου»,(2002), του Γιάννη Αντ. Χειλά.

Από το Έπος των Σφουγγαράδων της Καλύμνου

Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από τον αείμνηστο, εκλεκτό συμπατριώτη μας, Λευτέρη Βογιατζάκο και κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης του βραβευμένου βιβλίου «Το Έπος των Σφουγγαράδων της Καλύμνιου»,(2002), του Γιάννη Αντ. Χειλά.

Δεκαετία του 1950. Καλύμνικο σπογγαλιευτικό συγκρότημα φουνταρισμένο στη «Ράντα» – rada, ανοιχτά από τις ακτές της Λιβύης Στη μέση το ντεπόζιτο ( τρεχαντήρα – μπρατσέρα), φορτηγίδα με τις τροφοδοσίες και την αποθήκευση σφουγγαριών. Πλάι της,»διπλαρωμένα», τα «μηχανοκάικα» – οι αχταρμάδες, τα σφουγγαροκάικα που καθημερινά ξανοίγονται στους σφουγγαρότοπους για να ψαρέψουν σφουγγάρια. Οι σφουγγαράδες, μακριά απ΄το νησί τους, για έξι με επτά μήνες, ολημερίς στο βούτθος, με σκληρές και επικίνδυνες συνθήκες δουλειάς,
αντιμετωπίζουν και πολλά προβλήματα στην διαβίωσης τους, (σίτιση, νερό, ύπνος, κακές συνθήκες υγιεινής κ.α. ). Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα επιβλαβή για την υγεία τους «μικροζωύφια» όπως κοριούς, κατσαρίδες και ποντικούς, που ως «ναυτίλοι» αρμένιζαν συντροφικά σε κάθε τους ταξίδι!


Από το Ναυτικό Μουσείο των Σφουγγαράδων της Καλύμνου, καλημέρα σας !

Συνεπείς στην υπόσχεσή μας να ενημερώνουμε, τους αγαπητούς συμπατριώτες μας και τους φίλους του Ναυτικού μας Μουσείου, οι οποίοι με
έντονο ενδιαφέρον επιθυμούν να γνωρίσουν τη ναυτοσύνη και την πολιτισμική ζωή των προγόνων σφουγγαράδων, καταθέτουμε ένα απλό, αλλά πιστεύουμε ενδιαφέρον, δοκίμιο για τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής τους στα υπερπόντια και πολύμηνα σφουγγαροτάξιδα, στις αφιλόξενες ακτές της Μπαρμπαριάς.


.Καιρός να κατεβούμε ξανά στο γιαλό, «παρά θίν’ αλός», εκεί που σκάει το κύμα. Πρωινό στο έξω μόλο – κυματοθραύστη της Καλύμνου, όπου βρίσκεται η προβλήτα στην οποία προσδένουν τα μεγάλα πλοία της ακτοπλοΐας. Απέναντι και προς την πλευρά του νησιού Ψέριμος, από τον κόλπο της αρχαίας «Μεροπίδος» (μεταξύ Αλικαρνασσού και νήσου Κω, που ήταν το νησί του μυθικού βασιλιά Μέροπα, γόνου του Ηρακλή = γι αυτό είχε δημιουργηθεί στο νησί της Κω και ο Δήμος Ηρακλειδών) μόλις ξεπρόβαλε ο Ανατολίτης ήλιος, λούζοντας με φως τα γαλάζια Ομηρικά ακρογιάλια των γύρω νησιών.

Κάθε φορά που κατεβαίνω στο λιμάνι, όλο και με κάποιο φιλικό πρόσωπο θα συναπαντηθώ, συνήθως από τον κόσμο των θαλασσινών. Έτσι γίνεται πάντα, οι άνθρωποι που συνταιριάζουν τα «χνώτα» τους καταλαβαίνονται μεταξύ τους!
Βρήκα το λοιπόν τον Γιώρζη της παλιάς γειτόνισσάς μας της Φουκαΐνας το γιο, παλιό θαλασσινό με «κομμένο τ’ αφάλι» του στα σφουγγαράδικα καΐκια, σαν κουπάς (πλήρωμα καταστρώματος – κουβέρτας), αλλά και με πολλά μπάρκα στα καράβια. Καθόταν σε μια «πίντα» – δέστρα, που γύρω της ήταν περασμένοι χοντροί κάβοι παροπλισμένου γέρικου μοτορσίπ – motorseep, που οι λαμαρίνες του έσταζαν σκουριές από παντού. Το κοίταζε και … διέκρινα πως κάποιο κρυφό δάκρυ ήταν πετρωμένο στην άκρη των ματιών του. Ζούσε με τις αναμνήσεις του!
Από τα σφουγγαράδικα μεταπήδησε και δούλευε, για χρόνια, σ’ αυτά τα μικροκάραβα μεταφορικά φορτηγά πλοία σαν λοστρόμος. Αρμένισε όλο το Ν.Α. Αιγαίο, νησί το νησί, από τη βόρεια Ελλάδα μέχρι κάτω το Καστελλόριζο.
Περνούσε κι από την Κάλυμνο, κουβαλώντας εμπορεύματα, (άλευρα, φαγώσιμα κ.α.) οικοδομικά υλικά (τσιμέντα, πυρότουβλα, κεραμίδια για κεραμιδοσκεπές, σίδερα – σκυροδέματα, ξυλεία κ.α.), ακόμη και μοσχάρια και βόδια, από τους κάμπους της Θεσσαλίας, των Σερρών και της Μακεδονίας γενικά, για τους ντόπιους κρεοπώλες κ.α.
Τον ξεχωριστό αυτόν θαλασσινό, τον γνώριζα από τα παιδικά μου χρόνια.
Κάθε φορά που έπιανε το καράβι του Κάλυμνο, ερχόταν στο καφενείο του πάππου μου του Θέμελη Καμπουράκη για πιεί ούζο με μπόλικο χταπόδι και θαλασσομεζέδες, που του άρεσαν. Μου έκανε εντύπωση από τη σοβαρότητα της παρουσίας του και από το γνωστικό του λόγο. Διηγιόταν πανέμορφες θαλασσινές ιστορίες απ’ τα ταξίδια του, από το κάθε νησί που περνούσε και πάντα έφερνε στον παππού μου και κάποιο αντιπροσωπευτικό πεσκέσι – δώρο απ’ τα λιμάνια που έπιανε. Και ο παππούς τον φίλευε συνήθως με ένα «μελό» ( απλωμένο στον αέρα και στον ήλιο ) χταπόδι, να το ψήσουν στο καράβι το πλήρωμα. Είχαν γίνει καλοί φίλοι! Οι συναντήσεις τους έδιναν ξεχωριστή ζωντάνια στις παρέες του καφενείου, που όλο και τον ρωτούσαν να μαθαίνουν, το τι γινόταν στην άλλη νησιωτική Ελλάδα!
Συναπαντηθήκαμε το λοιπόν στην αποβάθρα, κουβεντιάσαμε για την καθημερινότητα στην Κάλυμνο, για τους ψαράδες, για τους θαλασσινούς, θυμηθήκαμε με νοσταλγία τις παλιές καλές εποχές και… όλως απρόβλεπτα μου άνοιξε το παραπάνω θέμα. Φαίνεται πως είδε στην τηλεόραση την επανεμφάνιση, μετά από χρόνια, των κοριών που έγιναν συγκάτοικοι με τους τουρίστες, ακόμη και στα πολυτελέστατα ξενοδοχεία. Η λαλιά του αρχέγονα δωρική, με τη βαριά, την παλιά καλύμνικη προφορά, έκρυβε πολλά γλωσσικά στοιχεία του τοπικού
γλωσσικού ιδιώματος, αλλά και από τον σφουγγαράδικο γλωσσικό κώδικα!

  • «Πώς τα βλέπεις δάσκαλε»; (πώς τα κρίνεις; πώς σου φαίνονται;) τα πράματα με τους καρζούς; Ηφάασι τον κόσμο; Ηγέμισε ούλη η Ευρώπη από δαύτους! Πάν’ τους (τους πάνε) και τουρισμό! Κουβαλούν τους μες στις βαλίτσες τους, Ουρδάρασι (όρμησαν) σε ξενοδοχεία πολυτελείας, σουρώσασι (τρύπωσαν) στα στρώματα, στους καναπέδες, παντού. Μεγάλο το κακό! Και α πεις ότι εν υπάρχει καθαριότητα; Ούλα τους λάμπουσι και πετούσι, ‘που την πάστρα και τα αρώματα. Είχαμέν τους και μείς παλιά, αλλά τότες εν είχαμε τα «φάρμακα» (απορρυπαντικά) για να τους παλέψουμε. Ηδούλευε το ακάθαρτο πετρέλαιο, το «φλιτάρισμα με θρούμπα» (ψέκασμα) με DTD κ.α. Βρωμοκοπούσε ο τόπος· σου
    ερχόταν αποπνιξία!
    Α πεις και στο στρατό που ηπήαμε; « άναβαν» οι θάλαμοι στους στρατώνες από τους κορζιούς. Και δόσ’ του πετρελαίωμα τα κρεβάτια, τα στρώματα όξω στο ήλιο να τα τινάξουμε να τα λιάσουμε, μπας και ’λαφρώσουμε από δαύτους. Κάναμε έναν ύπνο…! Όλη νύχτα να ξυνόμαστε και δώσ’ του να γεμίζει το σώμα μας από «καρούλες» (εξανθήματα). Μεγάλη τυραννία να κλείσουμε λίγο τα μάτια μας. Και το πρωί; ασκήσεις πολεμικές. Ξεχνιούνται αυτά;
    Με τα παραπάνω λεγόμενά του, «άρπαξα τον κάβο» και βρήκα την ευκαιρία να τον «ψαρέψω». Να τον πάω εκεί που ήθελα!
    = Καπετάν – Γιώργη, απ’ ότι ξέρω ήκαμες και με τα σφουγγαράδικα;. Είχατε τότες τέτοια ζωύφια στα καΐκια σας; Μες στη θάλασσα, πού να σας ηβρίσκασι;
    Εν πιστεύω (ν) α «ηβλάουντο» (ζαλίζονταν) κιόλας; του είπα χαριτολογώντας. Χαμογέλασε καλόκαρδα και μου απάντησε:
  • Τσουρμάριζαν κι αυτοί μαζί μας. Πλήρωμα (συντοφοναύτες) μες στ’ αμπάρια, στα «κασελιά» (σεντούκια) στα στρωμάτσα μας. Παντού αρμένιζαν μαζί μας, όλο το καλοκαιρινό σφουγγαροτάξιδο. Τους παίρναμε μαζί μας και τους ξαναφέρναμε πίσω στο γυρισμό μας. Και «άναυλα», χωρίς να πληρώνουν δεκάρα τσακιστή για εισιτήριο! Άκου τα λοιπόν δάσκαλε και γράψε τα όπως στα λέω για τους «αρμενιστάδες κορζιούς» : « Μήνες δουλεύαμε το σφουγγάρι στα μέρη της Μπαρπαριάς. Η κάψα της Αφρικής, το νερό που μας έλειπε για να πλυθούμε, ακόμα και για να πιούμε, η αποθήκευση των τροφών μες στ’ αμπάρια που τα εμπότιζε η υγρασία της θάλασσας, η σκουλικιασμένη γαλέτθα, τα ψειριασμένα φαγώσιμα, η κούραση, το βούτθος έκαναν τη ζωή μας τρισάθλια. Κι από πάνω είχαμε και τα ζωύφια, πού ’ταν πιο ενοχλητικά!
    Οι κορζιοί, όλη μέρα κρυμμένοι στα στρωμάτσα μας, σε κάθε χαραμά(δα) των ξύλων, «έκαναν τους ψόφιους». Με το σκοτείνιασμα όμως ζωντάνευαν, έβγαιναν από τους κρυψώνες τους και άρχιζαν την επίθεση. Σαν τσαμπιά σταφύλια κρεμιόντανε απ’ τα «καμάρια» (δοκάρια) της κουβέρτας- καταστρώματος. Κατέβαιναν στρατός ολάκερος κι ορμούσαν στα κοπανισμένα απ’ τη κούραση κορμιά και πάνω που μας
    βύθιζε γλυκά ο ύπνος, άρχιζαν να μας τσιμπούν και να μας ρουφούν το αίμα. Κι άντε να κλείσεις μάτι απ’ την κάψα και τη φα(γ)ούρα από τα δαγκώματα τους! Ξύναμε τις κόκκινες καρούλες (εξανθήματα), που σήκωνε το δέρμα, με τόσο πείσμα που ματώναμε τα κρέατά μας. Ανάβαμε κεριά, μαλαστούπες (στουπί βρεμένο στο ακάθαρτο πετρέλαιο), για να τους καψαλιάσουμε, μα πού; Καιγόταν τα καμάρια, κιντυνεύαμε να κάψουμε το καΐκι και οι κοριοί δεν έλεγαν να ξεβγούσι!.

Άσε που είχαμε και πρόβλημα με τα σημάδια του «χτύπους της Μηχανής». (της νόσου των δυτών). Μπερδεύαμε τις κοκκινίλες από τα δακχώματα των κοριών , με αυτά της «Μηχανής» (σκάφανδρου) και δεν ξέραμε τι να κάμουμε; Μπορούσε να χαθεί «άνθρωπος» – δύτης, στα καλά καθούμενα, γιατί έπρεπε να μην βουτήξει, αλλά να του γίνει «οξυγόνο» – αποσυμπίεση!
Είχαμε όμως και ‘που τ’ άλλα τα ζωύφια.
Μαμουκί (πλήθος) και τα ψωμουχάκια κι οι μεγάλες ψωμούχες (κατσαρίδες) λαπίευγαν (γύριζαν) σ’ όλο τ’ αμπάρι, ανακατεύονταν με τα φα(γ)ώσιμα, βρώμιζαν τους χώρους, χώνονταν μες στο καζάνι και κατέληγαν στην κατσαρόλα του φαγιού, σαν ορεκτικό…!
Στρατός και οι ποντίκαλοι σβούριζαν στο ρεμέτζιο (αμπάρι), ροκάνιζαν ό,τι τους άρεσε ανενόχλητοι, ρήμαζαν τα τσουβάλια των σφουγγαριών, κατακόβανε τα σχοινιά, μαγάριζαν τις τροφές. Τρώγαμε τη γαλέτα και «φούσκωναν τα σσειλοπόστομά μας σαν τα σσείλη της γκαστρωμένης γα(δ)άρας!» Κάποιοι ποντικοί, πιο ξεδιάντροποι και τολμηροί, την ώρα του ύπνου έκαναν επίθεση και … γλυκοροκάνιζαν με τα κοφτερά σαν ξουράφι δοντάκια τους, τ’ αυτιά, τις μύτθες, ακόμα και τ’ απόκρυφά… μας!
Σαν όμως το κακό παραγινόταν ( θα μας έτρωγαν τα ζωύφια ή θ’ αρρωσταίναμε από τις βρωμιές ), ο καπετάνιος ή το κουμάντο – ο «ιθυντήρ»
πρόσταζε το μά(γ)ερα.

  • «Άναψε φωτιά και βάλε παραπάνω ξύλα στη «στόφα» – παρατσά – στο φουγάρο, να βγάλεις πσιο πολλά κάρβουνα. ’Πόψε θα κάμουμε «στόφα». Με φωτιά και μπόλικο θειάφι, θα ξεπαστρέψουμε τα βρωμερά αυτά ζωύφια, που βρωμίζουν τ’ αμπάρια και δεν μας αφήνουν να κλείσουμε μάτι»!
    Βρίσκαμε αραλίκι, γεμίζαμε με πυρωμένα κάρβουνα δυο – τρία μαγκάλια από γκαζοτενεκέδες, τα βάλαμε κάτω στο πανιόλο (στρώση τ’ αμπαριού), πάνω στο σωτρόπι της καρένας, ρίχναμε μπόλικο θειάφι και κλείναμε καλά τις μπουκαπόρτες τ’ αμπαριού, για να μην βγαίνει ο καπνός απ’ το θειάφι. Ο καιρός ήταν καλός, ξαπλώναμε όξω στην κουβέρτα κουλουριασμένοι σαν κουλούκια (μικρά σκυλιά), όπου εύρισκε ο καθένας και περνούσε όπως- όπως η νύχτα! Το πρωί με το άνοιγμα τ’ αμπαριού άρχιζε το νεμάζεμα. Με το μαστέλο (κουβά) οι τουμπανιασμένοι ποντικοί.
    Βγάλαμε όξω τα στρωμάτσα και τα τινάζαμε. Γέμιζε η θάλασσα γύρω απ’ το καΐκι ψόφιους κοριούς, ψωμούχες και ποντίκαλους!
    Με τη «στόφα» (κάπνισμα με θειάφι σε πυρωμένα κάρβουνα) ησυχάζαμε κάποιες μέρες, αλλά οι κορζιοί εν ηξεβγαίνασι. Και πάλι τα ίδια και τα ίδια, μέχρι που τελείωνε το ταξίδι μας και στο γυρισμό τους κουβαλούσαμε στα σπιτικά μας.
    Αλλά πού να βάλουν οι γυναίκες μας τα κασελιά (μπαούλα) και τα στρωμάτσα μες στο σπίτι; Εκεί όξω στην αυλή το παράφηναν. Την άλλη κιόλας μέρα, απ’ το πρωί, έβγαζαν τα ρούχα της σφουγγαροδουλειάς απ’ το μπαούλο και τα έβαζαν σε καφτερό νερό με μπόλικο σαπούνι και κλωνιά λεβάντας Και το μπαούλο; πετρελαίωμα και στον ήλιο, να ψοφήσουν οι κορζιοί και… κλείσιμο στο κατώι, ξεμοναχιασμένο, μπας
    και ξυπνήσουσι οι …» ψόφιοι κορζιοί» κι αλίμονο μας. Μόνο που το σκεφτόμασταν, μας ερχόταν φα(γ)ούρα σ’ όλο το σώμα και… θέλαμε να ξυστούμε!»

Άκουγα τον παλιό γεροθαλασσινό να αφηγείται και έμενα «έκθαμβος». Τότες μόνο κατάλαβα, από πού οι μεγάλοι και στοχασμένοι ποιητές και λογοτέχνες βρήκαν τόσο γλωσσικό και πολιτισμικό πλούτο και έγραψαν τα αθάνατα έργα τους. Σίγουρα βάπτισαν την πένα τους στον απλό, στον μεστό και δυνατό Λαϊκό Λόγο.

«Πήραν τη Γλώσσα του Λαού μας, την καλλιέργησαν, την ανέδειξαν και έκαμαν κτήμα τους όλη τη θυμοσοφία του· άγγιξαν την Ψυχή του.»
Για του λόγου το αληθές παρατίθενται δύο αποσπάσματα, από την Οδύσσεια του Ομήρου και από τον Οδυσσέα Ελύτη. Να καταδειχτεί η αδιάκοπη από τα χρόνια εκείνα, η ιστορική, πολιτισμική και γλωσσική συνέχεια της Φυλής μας!
Α) «Αφού ξεπάστρεψε τις λούβες – τους βρωμιάρηδες μνηστήρες ο Οδυσσέας, που τρωγόπιναν τους γούρλους (χοίρους) του και τ’ άλλα σφαχτά, βρώμιζαν – μόλυναν το σπιτικό του, σαν ζωνταρικά, που εκεί που τρώνε εκεί και μαγαρίζουν, πρόσβαλαν με την ανηθικότητά τους την οικογενειακή του τιμή και… «έκλεβαν τον Κόσμο του», πρόσταξε πρώτα να καθαρίσουν και να ξεβρομίζουν το παλάτι και μετά με «φωτιά και θειάφι» να το απολυμάνουν!

«Αυτάρ έπειτα θρόνους περικαλλέας ηδέ τραπέζας
ύδατι και σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαρον
λίστροισι δάπεδον πύκα ποιητοίο δόμοιο
ξυν’ ται δ’ ΄φερον ομωαί τίθεσαν δε θύραζε»
Οδ. χ 453 – 456
Έπειτα τα πεντάμορφα θρονιά και τις τραπεζαρίες
καθάρισαν με νερό και πολυτρύπητα σφουγγάρια,
του παλατιού το πάτωμα με ξύστρες τρίψανε όλο
κι όξω απ’ την πόρτα ρίχνανε οι δούλες τα σκουπίδια
…………………………………………
Κι έπειτα στράφηκε προς την αγαπημένη του δούλα, την Ευρύκλεια

  • « οίσε θέειον, γρήυ, κακώς άκος, οίσε δε μοι πύρ
    όφρα θειειώσω μέγαρον…» Οδ. Χ΄481 -82-

    ( Φέρε μου θειάφι και φωτιά, γριά Ευρύκλεια που διώχνει κάθε κακό,
    μονάχος το σπίτι να θειαφίσω)

……………………………………………………………………………………………
« αυτάρ, δώμα θειούται περικαλλές πυρ μέγα κηάμενος…» Οδ. ψ΄ 50
Κι αμέσως ο Οδυσσέας φωτιά μεγάλη άναψε το σπίτι να θειαφίσει.
Μετάφραση : Όλγα Κομνηνού – Κακριδή


Β) Απόσπασμα από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, «Άξιον Εστί», «Πορεία προς το μέτωπο»

« Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας έχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφορο».


Με το πες ο ένας, πες κι ο άλλος πέρασε η ώρα. Ο Ανατολίτης ήλιος ψήλωσε για τα καλά. Αποχαιρετιστήκαμε εγκάρδια, με την υπόσχεση σύντομα να ξαναβρεθούμε. Οι παλιοί σφουγγαράδες μας καλούσαν. Με το κουβεντολόι ξυπνούσαν μνήμες. και αυτό ήταν το καλύτερο μνημόσυνο γι’ αυτούς Αισθανόμασταν ότι τό ‘χανε ανάγκη, να μην ξεχαστούν…!

Κάλυμνος , μήνας Φλεβάρης του 2024
Γιάννης Αντ. Χειλάς