Οι Χαιρετισμοί- Του Γεωργίου Χατζηθεοδώρου*

183

Μια από τις πιο δημοφιλείς, αν όχι η δημοφιλέστερη, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση, ιερές ακολουθίες της Ορθοδοξίας είναι η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου ή αλλιώς «οι Χαιρετισμοί», όμως την ξέρει και την ονομάζει προσδιοριστικά ο Ελληνικός λαός.

Ο πληθυντικός τού όρου προέρχεται από το ότι η ακολουθία που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα πέντε φορές, κάθε Παρασκευή, στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, κυρίως όμως επειδή κατά τη λειτουργική ψαλμώδησή της ακούγεται πολλές φορές η λέξη χαίρε· λέξη που απευθύνεται από τούς ιερείς και τους ψάλτες (το λαό), προς την Υπέρμαχο Θεοτόκο.Και δεν είναι τυχαία αυτή η έκφραση, αυτός ο χαιρετισμός, προς τη Μητέρα του Θεού,την Παναγία.Δεν είναι τυχαίο επίσης και το ότι η ακολουθία των χαιρετισμών είναι τόσο βαθειά εντυπωμένη στους Ορθόδοξους Έλληνες,ώστε να χαρακτηρίζει συνειδησιακά, ίσως και περισσότερο από τις θαυμάσιες Κυριακές ακολουθίες (Ορθοδοξίας ,Σταυροπροσκύνησης κ.α.),την εκκλησιαστική αυτή περίοδο.

Μπορεί σ’αυτό να συντελεί το ότι οι χαιρετισμοί συνυφαίνονται και με τον ερχομό της άνοιξης ,της εποχής, δηλαδή, που με την αναγέννηση της φύσης σηματοδοτείται και η δυνατότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, μετά από το άγγελμα του Αγγέλου προς τη Θεοτόκο «Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά σου…».Μπορεί να είναι η ωραιότητα των ύμνων του Κανόνα «Ανοίξω το στόμα μου…» είτε η ανυπέρβλητη σε φαντασία ποιητική αρτιότητα του ιδίου του Κοντακίου του Ακαθίστου΄Υμνου «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε…» που εκφωνεί ο ιερέας μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου· μπορεί και άλλα πολλά. Όμως το ξεχωριστό και καθοριστικό γεγονός που συνετέλεσε, ώστε η ακολουθία αυτή να χαραχθεί τόσο βαθειά στην ελληνική χριστιανική συνείδηση, είναι το ότι μας πηγαίνει πίσω πολλούς αιώνες, σε εποχές ένδοξες αλλά και πολύ δύσκολες και σε γεγονότα που σφράγισαν με την έκβασή τους την πορεία της Χριστιανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Της Αυτοκρατορίας, που όσο και εάν δεν θέλουν να το παραδεχθούν πολλοί -φίλοι και εχθροί, ξένοι και ημεδαποί-, υπήρξε, γενικότερα ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του αρχαίου κόσμου και του σημερινού. Και πιο ειδικά, η συνέχεια της αρχαίας πορείας του ελληνικού λαού στη συνείδηση,τα γράμματα, την τέχνη και τον πολιτισμό

Δεν είναι βέβαια γνωστό στους πολλούς ότι το ποίημα του Ακαθίστου Ύμνου προς τη Θεοτόκο, ίσως είχε γραφτεί πολύ πριν, η και για συγκυρίες άλλες εκτός από τη γνωστή που θα αναφερθώ πιο κάτω, ή ακόμα ποιος τον έγραψε, αφού και σήμερα δεν έχουν καταλήξει οι ειδικοί επιστήμονες- ερευνητές. Αν είναι δηλαδή ο Ρωμανός ο Μελωδός ή οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Α΄,Σέργιος , Φώτιος ή
ο Γεώργιος Νκομηδείας, ο Γεώργιος Πισίδης,ο Μοναχός Κοσμάς ο Μελωδός κ.λ.π, μέγιστοι λόγιοι ποιητές, που έζησαν μεταξύ των Ζ΄και Θ΄αιώνων κ.ά. Εκείνο που γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι η ακολουθία αυτή είναι αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο και ψάλθηκε για πρώτη φορά το 626,νύχτα της 7 ης πρός 8 η Αυγούστου στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών ως ευχαριστία για τη βοήθειά της στη σωτηρία της Πόλης από τους Αβάρους.

Πριν από ενάμιση χρόνο βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη και στην Παναγία των Βλαχερνών. Είναι μια μικρή, πολύ μικρή εκκλησία, δίπλα, σύριζα θα έλεγα, στα παραθαλάσια χαμηλά τείχη του Κερατίου κόλπου. Απόρησα για το πως κατάφεραν οι Βυζαντινοί να αποκρούσουν τον εχθρό στο σημείο αυτό, το τόσο ευάλωτο (αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που το επέλεξαν για την επίθεσή τους οι Αβαροι).Δύσκολο να το εκτιμήσει κανείς με την απλή λογική ή ακόμα με τη ψυχρή λογική του πολέμου και των αριθμών. Μόνο θαύμα! Και ήταν πράγματι θαύμα το πως σώθηκε τότε η Πόλη, τη στιγμή που αυτή ήταν εντελώς απροστάτευτη, αφού ο στρατός της με τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο έλειπε στα βάθη της Ασίας, για να πολεμήσει τον προαιώνιο εχθρό, τους Πέρσες του Χοσρόη. Θαύμα όπως πίστεψαν ακράδαντα οι Βυζαντινοί της Παναγίας, προστάτιδας της του Κωνσταντίνου-πόλης. Αυτήν πάντα επικαλούνταν οι Βυζαντινοί και αυτή τους έσωσε.

Η παράδοση αυτό μας μαρτυρεί, ο Συναξαριστής αυτό γράφει, ο ελληνικός λαός αυτό πιστεύει. Γι’αυτό τιμά και αγαπά την ακολουθία τού Ακαθίστου, τους Χαιρετισμούς, προσέρχεται στις εκκλησιές και τους παρακολουθεί όρθιος, όπως τότε οι Βυζαντινοί (ακάθιστοι) στα τείχη και στον ιερό ναό της σωτηρίας, της Παναγίας των Βλαχερνών.

Ψάλθηκε, λοιπόν, για πρώτη φορά ο ευχαριστήριος αυτός ύμνος ειδικά για την περίπτωση αυτή· τότε ακριβώς πρωτοακούστηκε και ο υπέροχος ύμνος «Τη Υπερμάχω στρατηγό τα νικητήρια…» που αντικατέστησε το μέχρι τότε «κουκούλιον » του Ακαθίστου Ύμνου «Το προσταχθέν μυστικώς…»και αποτέλεσε έκτοτε τον αριστουργηματικό ποιητικό και μουσικό θούριο ύμνο των Βυζαντινών, που και σήμερα εξακολουθεί να συγκινεί και συναρπάζει τους Έλληνες και να φέρνει στη μνήμη τους, χρόνους ένδοξους, όταν η ελληνική γλώσσα ήταν η καθομιλουμένη, όταν στο χώρο του Βυζαντίο, εκτός από τη θρησκευτική πίστη και ευλάβεια, κυριαρχούσε η ελληνική παιδεία και κουλτούρα, όταν η Ελλάδα ,έστω και εάν δεν γράφεται πουθενά, ήταν μεγάλη όσο ποτέ άλλοτε.