Μία αξέχαστη παραμονή του Άη Παντελέμονα-Του Νικήτα Καραφυλλάκη*

278

(Αναδημοσίευση λαογραφικού κειμένου, για όσους δεν έτυχε να το διαβάσουν, ή επιθυμούν να αναβιώσουν ήθη και εικόνες από τα περασμένα).

Η γιορτή του Άη- Παντελέμονα στην καρδιά του καλοκαιριού, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση, μόνο με εκείνη του Πάσχα θα μπορούσε να συγκριθεί στο νησί μας. Ήταν πολιούχος της Καλύμνου, πολλά χρόνια πριν του αφαιρέσει ο Άγιος Νικόλας την πρωτοκαθεδρία, ως προστάτης της ζωής των θαλασσινών. Το εκκλησάκι του, μικρό και ταπεινό, λαξεμένο σε σπηλιά που φέρει τ’ όνομά του, προσελκύει στη χάρη του ολόκληρο τον πληθυσμό της Καλύμνου!

Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1953. Στα “Μπροστά” έχουν στηθεί οι καλύβες, τα “εξοχικά” των κατοίκων της άνυδρης και φλεγόμενης Ποθιανής και Χωριανής καμίνου! Το δικό μας εξοχικό, από πέτρα και πηλό, με ξύλινη σκεπή και πατελιά, είχε κτιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα “ζωντανό”, μετά από ένα lifting ανανέωσης που αλλοίωσε τη φυσιογνωμία του. Βρίσκεται πίσω από το σημερινό super market Σμαλιού.

Σε ακτίνα 100 μ. υπήρχαν γύρω του περισσότερες από 20 καλύβες! Ήμασταν από τους λίγους τυχερούς, για να μην πούμε από τους προνομιούχους! Το σπιτάκι, 18 τ. μ. περίπου, είχε κρέβατο, αμπάρι για αποθήκη κι ένα μικρό κουζινάκι, το “κατζί”, όπως το λέγαμε! Δίπλα του, έναν “αγουμά” για τις κότες και μια βαθιά στέρνα χωρίς τοιχώματα και πάτο σε έδαφος που δεν απορροφούσε το νερό! Σε αυτό βοηθούσαν και τα αναρίθμητα ριζίδια μιας τεράστιας αμυγδαλιάς που χόρταινε νεράκι και έδειχνε την ευγνωμοσύνη της με την πλούσια σκιά και τον πολύ καρπό της. Διέθετε μια ευρύχωρη αυλή κι έναν παραδοσιακό φούρνο. Το κτήμα, μαζί με ένα συνεχόμενο συγγενικό χωράφι, ήταν φυτεμένο με αμυγδαλιές, ελιές και συκιές. Σε μια άκρη του είχε κτιστεί “τουαλέτα” με ενάμισι μέτρο και στις τρεις διαστάσεις της, χωρίς σκεπή! Για λεκάνη είχε μια ευρύχωρη τρύπα στη μέση ενός ρηχού λάκκου σκεπασμένου με σανίδες. Πριν απ’ αυτήν, οι ανθρώπινες ανάγκες εξυπηρετούνταν κάτω ή πίσω από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων! …

Στη ρίζα της μεγάλης αμυγδαλιάς, κοντά στη στέρνα, υπήρχε μια γούβα από πέτρες θυμάρι και ακονιζές. Ήταν το σταμνοθάκι, η θέση της λαήνας που διατηρούσε πάντα δροσερό το πόσιμο νερό της. Τη γεμίζαμε κάθε απόγευμα από το πηγάδι του Μικέ Κόκκινου ή του Γιώργη του Μπίλλη, μόλις ακούγαμε τον χαρακτηριστικό ήχο που έβγαζαν τα σκουριασμένα μαγγανοπήγαδά τους.

Μέρες, πριν τη μεγάλη Γιορτή, άρχιζαν οι προετοιμασίες, για να υποδεχτούμε φίλους και συγγενείς από την Πόθια, τα Βλυχάδια, ακόμη και από τον μακρινό Εμπορειό!

Ο μαστρο- Σκεύος με τα δύο μεγαλύτερα αγόρια του καθάριζαν το κτήμα, επισκεύαζαν τις βουλιαγμένες κουμούλες* από τα κοπέλια κάθε ηλικίας που ανέβαιναν σ’ αυτές για να κλέψουν μύγδαλα. Έκοβαν ξερούς κλώνους για το μαγείρεμα στην εξωτερική, τη μεγάλη “παρατσά”, μια … βαρέλα ανοιχτή στο πάνω μέρος και με ευρύχωρη πόρτα στο πλάι, καμωμένη από το κομμένο πλευρό της!…

Αγόραζαν πλιζίνες **και κώτικο βεργάκι από το μανάβικο του Μαγκλή στη Σαβόγια. Μοσχάτα και φωκιανά σταφύλια από τα τρία κοντινά τους αμπέλια, του Σακ. Κασσάρα, του Ηλ. Καθοπούλη και της Καλοτίνας Ζεμπιλαΐνας . Και από τον Νικολή Ζεμπιλά στις “Ελιές”, πετρέλαιο και διχτάκια από αμίαντο για την γκαζιέρα και το λουξ, που τους έφερε εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας.

Το λουξ, με το δυνατό φωτισμό του, σε αντίθεση με το χλομό της λάμπας, θα έδιωχνε επιτέλους τα “στοιχειά” που έβγαιναν στο σκοτάδι, όπως τους έλεγαν στα παραμύθια οι μεγάλοι!..

Η Γιαννούλα με τα κοριτσάκια της σκούπιζαν και σφουγγάριζαν το σπίτι, έπλεναν τις αυλές, ασβέστωναν τοίχους, στέρνα και φούρνο. Σιδέρωναν τις γιορτινές φορεσιές κι έβγαζαν από τις κούτες τους τα πάνινα παπούτσια και τα πέδιλα ΕΛΒΙΕΛΑ που τα φύλαγαν από το Πάσχα και τις γυμναστικές τους επιδείξεις. Κατέβαζαν από τη στοίβη ψάθες, πάνες, σεντόνια και χράμια. Θα τα έστρωναν το βράδυ στην αυλή και τα πεζούλια για το πισπέρισμα και τον βραδινό ύπνο του ανδρικού πληθυσμού που θα κοιμόταν μαζί μας: Τρία πρώτα ξαδέρφια του πατέρα και δύο θείοι του. Μέσα στο σπίτι δύο θείες και τρεις ξαδέρφες. Και στον κρέβατο, εκτός από τα έξι αδέρφια, άλλα πέντε ξαδέρφια σε σαρδελική διάταξη!

Ανήμερα της Γιορτής περίμεναν ενισχύσεις και από γαμπρούς, νύφες, φίλους και γείτονες των γονιών τους, με τα φαγητά και τα φρούτα τους! Να φάνε όλοι μαζί. Να συζητήσουν οι μεγάλοι ώς αργά το βράδυ, να γελάσουν, να πουν τις χαρές, τις έγνοιες και τα βάσανά τους.

Η βραδιά της παραμονής ήταν η ωραιότερη του χρόνου για όλα τα μέλη της Μεγάλης Οικογένειας, όπως ένιωθαν τότε τους κοντινούς συγγενείς όλοι οι Καλύμνιοι.

Αυτό γινόταν κάθε καλοκαίρι.

Τα γεγονότα που πρόσθεσαν το ιδιαίτερο χρώμα τους σ’ εκείνη την παραμονή τού Άη-Παντελέμονα και χαράχτηκαν βαθύτερα στην παιδική μου μνήμη, υπήρξαν πολλά. Θα σταθώ σε λίγα:

Στην παρουσία ενός θείου για πρώτη φορά που δεν κατοικούσε στο νησί μας. Μιλούσε ωραία, χωρίς την προφορά και το καλύμνικο ιδίωμα. Και πολύ ευγενικά. Έλεγε τη μητέρα μας Άννα αντί Γιαννούλα, και είχε τη “συγγνώμη” και το “αν επιτρέπετε” συνεχώς στα χείλη του. Επαναλάμβανε στην ομιλία του συχνά τη λέξη “δηλαδή” κι εμείς τα παιδιά, μόλις το προσέξαμε, τις σημειώναμε σε χαρτί και τις αριθμούσαμε στο τέλος. Στην απορία του για την ατέλειωτη ευθυμία μας, του λέγαμε πως παίζαμε “κρεμάλα”… Και χαμογελώντας ο θείος μάς έλεγε: “Α, ωραία! Μπορείτε, αφού σας αρέσει” δηλαδή” να συνεχίσετε!”…

Είχε και ένα σοβαρό ατύχημα ο θείος Ηλίας, όταν είδε το πορτοφόλι του να πέφτει στον απόπατο! Γύρισε σπίτι και δεν του επέτρεπαν οι καλοί του τρόποι να το ανακοινώσει. Είπε στη μητέρα μας, η οποία τον είδε ξαφνικά άκεφο και στεναχωρεμένο:

_”Άννα μου, αυτό που έπαθα προ ολίγου στην τουαλέτα δεν λέγεται, αν και είμαι υποχρεωμένος να το εμπιστευτώ σε κάποιον. Όχι όμως σε σένα, καλή μου!”.

Στην επιμονή της, υποχρεώθηκε να το κάνει! …

-Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί, θείε, τον παρηγόρησε η μητέρα μας. Μη χολοσκάς. Θα στο ψαρέψουν τα παιδιά. Θα βρουν τον τρόπο. Εκείνα ξέρουν, καλύτερα από εμάς.

Μόλις ενημερωθήκαμε, φτιάξαμε έναν γαζουνά***, προσθέσαμε κι ένα θαλασσινό αρμίδι και σε λίγο το πορτοφόλι παραδόθηκε στον θείο για λουτρό! ….

Ένα δεύτερο ευτράπελο, συνέβη αργά το βράδυ. Είχαμε πια αποκοιμηθεί τα παιδιά στον” κράατθο” μετά από ένα παραμύθι με αρχή, αλλά χωρίς τέλος, που μας έλεγε πολύ παραστατικά η θεία και νονά μας Καλλιόπη, η οποία κατέβηκε από τον Εμπορειό με κηρηθρόμελο, σύκα και μυζήθρες… Είχαν, στο μεταξύ, σβήσει λάμπες και λουξ και μόνο ένα καντήλι άναβε στο εικονοστάσι μπροστά από την εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα.

Αργά τη νύχτα, όταν όλοι είχαν πια παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέα, βγήκαν “προς νερού τους” , θεία και ανιψιά, χωριστά, δίχως να προσέξει η μία την άλλη. Η θεία Καλλιόπη στην “τεχνητή” τουαλέτα και η μάνα μας, σε “φυσική” (σε μακρινή συκιά)! Κάποια στιγμή, μέσα στο μισοσκόταδο, βλέπει θαμπά η θεία η Καλλιόπη κάτω από συκιά μια φιγούρα με κάτασπρη πουκαμίσα! …

-“Στοισσό, Στοισσό”, κραυγάζει , αλαλάζει από τον τρόμο της και παίρνει δρόμο προς το σπίτι! Το ίδιο κάνει και η ανιψιά της, που δεν κατάλαβε πως το στοιχειό δεν ήταν άλλο, παρά η ίδια! Σκοντάφτει η θεία στο κατώφλι, πέφτει μπρούμυτα και από πάνω της ξέπνοη η μάνα μας, το….”στοισσό” που την ακολουθούσε! Γυρίζει η θεία αλαφιασμένη από τον φόβο, αναγνωρίζει την ανιψιά της και με τραβηγμένη τη γλώσσα τής λέει:

– “Εσύ σαι;… Που να καμώνεσαι!****

Το ότι δεν έπαθαν συγκοπή και οι δύο, το απέδωσαν στον ιαματικό Άγιο που ήθελε να τις δει στη Χάρη του!

Η Γιορτή τού Άη Παντελέμονα ήταν ένα αληθινό πανηγύρι. Ένα ευλαβικό προσκύνημα, από το οποίο δεν έπρεπε να απουσιάσει κανένας.

…. Ανήμερα, στη διάρκεια της Θ. Λειτουργίας”, ο περισσότερος κόσμος στεκόταν μακριά και παρακολουθούσε την ιερή ακολουθία από απόσταση, καθισμένος στα αναρίθμητα κάτασπρα σκαλοπάτια, στα χαμηλά κουμούλια, στις σκιές των βράχων και των δέντρων! Οι περισσότεροι δεν έβλεπαν και δεν άκουαν τους πρωταγωνιστές-ψάλτες και ιερείς- παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλλαν εκείνοι, για ν’ ακουστούν και να ξεχωρίσουν!… Για τον Άγιο που γνώριζε τη στενότητα του “σπιτιού” του και το δυσπρόσιτο του “οικοπέδου” του, αρκούσε η ταλαιπωρία και η παρουσία των προσκυνητών του!…

Με την απόλυση της Θ. Λειτουργίας ακολουθούσαν χαιρετισμοί, ευχές, ασπασμοί και χαρές. Πολλοί είχαν έναν ολόκληρο χρόνο να ανταμώσουν!…

Ακολουθούσε η σειρά των παιδιών.

Ξέχωρη χαρά πρόσφεραν στον παιδικό κόσμο, οι αραδιασμένοι πάγκοι με λιχουδιές και παιχνίδια κατά μήκος της διαδρομής, από το σπίτι του παπα-Τσάππου μέχρι τα σκαλοπάτια του μοναστηριού. Ήταν η δική τους Γιορτή. Η στιγμή που περίμεναν ανυπόμονα εδώ και πολλές μέρες. Τρέχουν από πάγκο σε πάγκο με το χαρτζιλίκι γονιών και συγγενών για να κάνουν την καλύτερη επένδυσή του.

Μεγαλύτερη προσοχή και αγοραστικό ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στα κορίτσια, παρουσίαζαν οι πάγκοι με μικρά μαγειρικά και άλλα σκεύη, τα οποία έφτιαχναν οι καλλιτέχνες πηλοπλάστες από το Τσουκαλειό. Σταμνάκια, φουφούδες, τσουκαλάκια, θυμιατήρια, φλιτζανάκια, λεκανίτσες και πιατάκια, με τα οποία θα παρίσταναν τις αυριανές καλές νοικοκυρές! …

Μοναδικό υπήρξε το θέαμα της αποχώρησης των προσκυνητών. Τρία ανθρώπινα πολύχρωμα και πολύβουα ποτάμια ξεχύνονταν από την πηγή τους, τη λεκάνη της Μονής, ακολουθούσαν την “κοίτη” τους – τα τρία μονοπάτια – προς τις Ελιές, το Τσουκαλειό και τις Μυρτιές, για να καταλήξουν εκεί που καταλήγουν όλα τα ποτάμια, στη θάλασσα!…

Αργά το βράδυ, φιλοξενούντες και φιλοξενούμενοι, έχοντας σβήσει την κάψα τους στο νερό και την πείνα τους στο τραπέζι, άνοιγαν τις αγκαλιές κι έσφιγγαν τα χέρια τους με την ευχή να τους αξιώσει ο Άγιος να ξανασμίξουν με υγεία και του χρόνου, στη Χάρη του!..

*τοίχοι, ξερολιθιές.

**καρπούζια

***άγκιστρο

****παριστάνεις.

Κάλυμνος, 26 Ιουλίου 2021