
Ποκινήματα και φευγιό των σφουγγαράδων
Ήρθε η ώρα του φευγιού και το ποκινημάτου
φεύγουν οι σφουγγαράδες μας, οι βέργες του κλημάτου
Σφουγγαράδικο δίστιχο
——————
Το Ποκίνημα : Το σύνολο των προετοιμασιών, σε οργάνωση, εξοπλισμό και εφόδια από τους σσφουγγαράδες, για ταξίδι και εργασία στους μακρινούς σφουγγαρότοπους.

Η ώρα του φευγιού για το πολύμηνο καλοκαιρινό ταξίδι των σφουγγαράδων. Σκηνές του αποχωρισμού. Η Κάλυμνος αποχαιρετά με πόνο καρδιάς τα παιδιά της και εύχεται ολόψυχα:
«Ώρα καλή στην πλώρη σας, καλό σας καλοκαίρι
πρίμος καιρός να σας λαλεί και πρίμος να σας φέρει
Το Ναυτικό Μουσείο Καλύμνου, ως ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος Φορέας της προστασίας των ιστορικών κειμηλίων – εκθεμάτων των σφουγγαράδων, της ιστορικής ταυτοποίησης της ναυτοσύνης του νησιού και ανάδειξης των πολιτιστικών και πολιτισμικών αξιών, που δημιούργησαν οι πρόγονοι σφουγγαράδες, οι ναυτιλλόμενοι και οι ψαράδες, χαιρετίζει με την προσπάθεια του Δήμου Καλυμνίων, του Επαρχείου Καλύμνου και πολιτιστικών φορέων του νησιού μας να οργανώσουν, προς τιμή όλων των θαλασσινών, που έγραψαν το «Έπος της Σφουγγαροσύνης», αναμνηστική παρουσίαση του κεφαλαίου της σπογγαλιείας «Ποκινήματα και φευγιό των σφουγγαράδων» στο νησί της Καλύμνου,
Ως υπεύθυνος του Ναυτικού Μουσείου των Σφουγγαράδων, συμμετέχοντας στην όλη προσπάθεια αναβίωσης σημαντικών στιγμών από τη ζωή των σφουγγαράδων μας, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να παρουσιαστεί και να γίνει γνωστό, σε γενικές γραμμές, διαχρονικά το ιστορικό, εργασιακό και κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο διαδραματιζόταν οι προετοιμασίες = τα «ποκινήματα» και τελικά η αναχώρηση – «το φευγιό για το σφουγγάρι».
«Ανάγκη πάσα», επιτάσσει να καταγραφούν οι μνήμες, να θυμηθούν οι παλιοί που τα βίωσαν και να τα γνωρίσουν οι νέοι, που καλούνται με σεβασμό στην Ιστορία και την Παράδοση, και προπαντός με πνεύμα σύνεσης να τα προστατέψουν!
Μια παράτολμη, πολύμηνη και επικίνδυνη ναυτική εκστρατεία, μοναδική στα ιστορικά δεδομένα της σύγχρονης ναυτοσύνης των Ελλήνων, όπως αυτή που επιχειρούσαν οι σφουγγαράδες, αρμενίζοντας και βουτώντας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Μεσογειακής άπλας (Αιγαίο, Ιόνιο, Κρήτη, Κύπρο, Καραμανιά – Ν.Α. Μεσόγειο, Αίγυπτο, Λιβύη και σ’ όλη την Κυρηναϊκή, Τυνησία, Αλγέρι, Ν. Ιταλία κ.α.) κάθε χρόνο και για μια ζωή, ήθελε οπωσδήποτε και μια τέλεια οργάνωση και προετοιμασία στα πλεούμενα, στα εφόδια – τροφοδοσίες και στα εργαλεία – μηχανήματα – εξαρτήματα της δουλειάς. Τίποτε δεν έπρεπε να αφεθεί στην τύχη. Κι αν κάτι απρόβλεπτο συνέβαινε, κάποια αβαρία – ζημιά, έπρεπε να γνωρίζουν να την αντιμετωπίσουν, μεσοπέλαγα! Τολμηροί, θαλασσόλυκοι, έμπειροι και πολυμήχανοι σαν τον Οδυσσέα, εύρισκαν λύσεις και γι αυτό τα κατάφερναν να βγαίνουν πάντα δουλεμένοι, να κουρσεύουν τα σπλάχνα του Ποσειδώνα και να γυρίζουν στο νησάκι, στην Ιθάκη τους, με κατάφορτα τ΄αμπάρια απ΄το πολύτιμο σφουγγάρι, πού ‘ταν η ζήση του νησιού!
Προετοιμασίες και οργάνωση της σφουγγαράδικης εκστρατείας
Α΄φάση Τσουρμαρίσματα

Ταβέρνα όπου, συνήθως, σύχναζαν τα σφουγγαράδικα πληρώματα για να «τσουρμάρουν» και να κλείσουν τις συμφωνίες (οικονομικές και εργασιακές) με τον καπετάνιο, για το καλοκαιρινό σπογγαλιευτικό ταξίδι .
Οι σφουγγαράδες με το γυρισμό στο νησί τους, από το πολύμηνο σφουγγαράδικο καλοκαιρινό ταξίδι, (6 με 7 μήνες), στα μέρη της Μπαρμπαριάς, της Κρήτης, του νησιωτικού χώρου του Αιγαίου και Ιονίου πελάγους και των παράκτιων περιοχών της στεριανής Ελλάδας, αφού χάρηκαν, για λίγο, τη στεριανή ζωή με την οικογένεια τους, τους φίλους και τις παρέες τους, κατέβηκαν στη παραλιακή πιάτσα του νησιού και άρχισαν αμέσως να τακτοποιούν τις υποχρεώσεις τους, κυρίως να νταλαβεριστούν με τους σφουγγαροεμπόρους, για την πούληση των σφουγγαριών, και με τους πιστωτές – χρηματοδότες, τ’ «αφεντικά» που στήριξαν οικονομικά το σφουγγαράδικο ταξίδι τους.
Σκληρό το παζάρεμα με τους σφουγγαροεμπόρους, που «ζύγιαζαν» τη σοδιά και κανόνιζαν τις τιμές. Τελικά έκλειναν οι συμφωνίες, έπεφτε ο παράς, – πολύς παράς – λογαριάστηκαν τα πληρώματα, πληρώθηκαν τα κρέτητα (χρέη) στους μαγαζάτορες που εφοδίαζαν τις σφουγγαράδικες ξεκινήσεις. Η ζωή στο νησί ξαναζωντάνεψε!
Αμέσως άρχιζαν και τα «τσουρμαρίσματα». Οι καπεταναίοι είχαν έγνοια από νωρίς, να βρουν τα νέα πληρώματα, για το νέο σφουγγαροτάξιδο, που προετοίμαζαν. Το ξεκίνημα γι αυτό, το «φευγιό» όπως το χαρακτήριζαν, θα γινόταν μες στην Μ. Σαρακοστή, μέρες του Πάσχα.
Εν τω μεταξύ η ζωή στο νησί βρήκε τους ρυθμούς της. Φίσκα οι ταβέρνες, οι καφενέδες από σφουγγαροπελατεία, αλλά κι από ανθρώπους πού’ ταν δεμένοι με το σφουγγαροσυνάφι, (μαγαζάτορες εμπόρους, χασάπηδες, φουρναραίους, παπουτσήδες, χτιστάδες, μαραγκούς κ.α.) που περίμεναν να τσουρμάρουν οι σφουγγαράδες, να πάρουν απ’ τους καπεταναίους τις προστάνζες- προκαταβολές για να εισπράξουν κι αυτοί με τη σειρά τους, εκτός από τα κρέτητα – τα χρέη. που έτρεχαν μέρα με τη μέρα, γιατί όλο το χειμώνα τους είχαν απάνω τους – τους πίστωναν, με το αζημίωτο… βέβαια. Άνοιξαν και οι «δουλειές», για να φτιάξουν και να νοικοκυρέψουν τα σπιτικά και τις φαμίλιες τους!
Καπετάνιοι και «κουμάντα» – (έμπιστοι άνθρωποι των καπεταναίων, καλοί θαλασσινοί και υπεύθυνοι της δουλειάς) μπαινόβγαιναν στις ταβέρνες και φρόντιζαν να «πλευρίσουν» τα πληρώματα που χρειαζόταν, που τους έκαναν, μπας και τους πείσουν να πάρουν την απόφαση να πάνε μαζί τους, Βιαζόταν να κλείσουν τη «σύνθεση του πληρώματος», κάνοντας επιλογή από δύτες, κουπάδες και πληρώματα κουβέρτας – καταστρώματος από έμπειρους, (ο καθένας στο πόστο του), φιλότιμους, που να είναι καλοί εργάτες της θάλασσας και τεχνίτες της βουτιάς. Να είναι ψημένοι απ’ την αρμύρα, γεροδεμένοι, κουραγιατζήδες, δουλευταράδες και προπάντων έντιμοι και φιλότιμοι, που να στηρίζουν τη δουλειά, σαν να ήταν δικιά τους. Ο λόγος τους να είναι συμβόλαιο και να εκτιμούν το ψωμί που θα έτρωγαν! Τέτοια πληρώματα αναζητούσαν όλοι οι καπεταναίοι κι οι ξεκινητάδες σφουγγαράδικων καϊκιών και έκαναν καβγάδες για να τους καπαρώσουν και να τους πάρουν στη δούλεψή τους!
Στις ταβέρνες έσμιγαν παλιοί γνώριμοι, πού’χαν ξαναδουλέψει μαζί σε καλοκαιρινά και χειμωνικά σφουγγαροτάξιδα, αναζητούσαν, τάχα από ενδιαφέρον, – « πού νά’ναι αυτός ο άνθρωπος, χάθηκε από την πιάτσα; » – πρόσωπα ονομαστά, γινόταν παρέες – παρέες, παλιόφιλοι, σύντεκνοι, κουμπάροι, αλληλοκερνιόταν, « ψάρευαν » ο ένας τις προθέσεις του άλλου, έπεφταν οι προτάσεις στα ίσια ή με μεσάζοντες.
– Με ποιόν καπετάνιο θα πας φέτι. ΄Ελα μαζί μου να χορτάσεις ψωμί. ΄Εχω γερές πλάτες, αφεντικό βασταχτούμενο. Μεγάλη ξεκίνηση, τα πλάτικα (ποσό συμφωνίας) γερά!
– Πόσα δίνεις; Πόσα τα ποσοστά; Πόσα μερδικά; Για πού το ταξίδι; Σε τι νερά – βάθητα θα δουλέψουμε;
Όλο το πάρε – δώσε, το νταλαβέρι της σφουγγαροσύνης παιζόταν σ’ένα τραπέζι ή στα όρθια στον μπεσταχτέ της ταβέρνας, όπου οι βαρελίσιες κρασοκάνουλες δεν έκλειναν ούτε λεφτό, το κρασί κυλούσε στα πλακόστρωτα καλντερίμια, της Πόθιας και του Χωριού, οι νταμιτζάνες το ρακί, το ούζο άδειαζαν λες κι ήταν τρύπιες κι οι θαλασσινοί μεζέδες πηγαινοέρχονταν σε γιομάτες πιατέλες και σουπιέρες. Κείνες τις ώρες, πάνω στο κρασί και στο γλέντι, παζαρεύονταν η τιμή του «τετιμημένου» μελλοθάνατου σφουγγαρά, πού’ παιζε τη ζωή του τουρά – γιαζί (κορώνα – γράμματα) και που το κάτεχε, πως τούτη η χρονιά ίσως ήταν και η στερνή του! Κι ο νους ζαλισμένος, τα πάθια πλάνταζαν τα στήθια, τα νιάτα στο χαράτσι κι η σκρόφα η ζωή να στήνει ασίκικο χορό στις νότες του βιολιού, του σαντουριού, του λαούτου και της βοσκαρουίστικης τσαμπούνας.
Τα τσουρμαρίσματα κρατούσαν όλο το χειμώνα, μέχρι τελικά η συμφωνία να κλείσει, με τους όρους που καθόριζε η σφουγγαράδικη πιάτσα και ο «Σπογγαλιευτικός Κανονισμός» (το ποσό της αμοιβής, = τα πλάτικα, η περιοχή αλίευσης, το βάθος της βουτιάς, τα ποσοστά ή τα μερίδια επί των «αλιευθέντων σπόγγων», η χρονική περίοδος του ταξιδιού, η περιοχή – οι τόποι αλίευσης ) και …. αμέσως δινόταν η πρώτη προκαταβολή – οι «μπροστάντζες».
Στο τσούγκρισμα των κρασοπότηρων, στο σφίξιμο των χεριών και στο «λόγο της τιμής», ο καπετάνιος έπαιρνε πάνω του τις υποχρεώσεις του δύτη – «τον θεωρούσε άνθρωπό του» και ο δύτης έπρεπε να συμμορφώνεται με τα όσα θα υπογραφόταν στο κουντράτο – το επίσημο πια συμβόλαιο της συμφωνίας. Αυτό θα γινόταν παραμονές του φευγιού.
Έτσι κυλούσε ο Θεός τις μέρες του, με τους σφουγγαράδες να απολαμβάνουν, όσο μπορούσαν, τη στεριανή ζωή, να γλεντοκοπούν, να παντρολογιούνται, αλλά να νοιάζονται και να «ποκινούν» – να οργανώνουν όλα τα εφόδια, όσα ήταν απαραίτητα για ένα παράτολμο και πολύμηνο ταξίδι, σε πέλαγα αγριεμένα και μέρη μακρινά, «όπου δεν το μπορούν ούτε πουλιά να τα διαβούν κι ας αρμενίζουν ένα χρόνο… γιατί ήταν κακοπέρατα και τελειωμό δεν είχαν» (‘Ομηρος)
***
Β΄ φάση, Συντήρηση και προετοιμασίες στα σφουγγαράδικα πλεούμενα
Στους ταρσανάδες


Δεκαετία του 1950, Σκηνή από το «τράβηγμα» (ανέλκυση) στο καρνάγιο, της Καλύμνου, σφουγγαράδικων πλεούμενων με τη βοήθεια «εργάτη» – βαρούλκου. Στο κόκκινο καραβόσκαρο, πληρώματα (ναύτες κουβέρτας – καταστρώματος), ανεβαίνουν ψηλά στα ξάρτια, συντηρούν τα άρμενα και μερεμετίζουν ό,τι χρειάζεται ένα πλεούμενο για να είναι αξιόπλοο και καλοταξίδευτο.

Σκηνή από συντήρηση σφουγγαράδικων πλεούμενων, στον ταρσανά της Καλύμνου. Η τρεχαντήρα = μπρατσέρα, θα καεί – καψαλιαστεί, για να ψοφήσει το σκουλήκι – σαράκι του ξύλου, θα καλαφατιστεί, θα πισσοπαλαμιστεί, για να πάρει πάλι πάνω της ζωή. Φορτωμένη με τα εφόδια της δουλειάς, με τις «κουμπάνιες» – τροφοδοσίες, και με τόνους το σφουγγάρι, που θα ψαρευτεί, έχει πολύ γομάρι να κουβαλήσει. Είναι η φορτηγίδα = «το ντεπόζιτο» της σφουγγαράδικης ξεκίνησης

Σκηνή από συντήρηση πλεούμενου, που ενώ βρίσκεται στη θάλασσα, το «καρινάρουν» – το γέρνουν, εναλλάξ, μέχρι να φανεί η καρένα του και μετά να προχωρήσουν στον καθαρισμό και συντήρησή του
Τα σφουγγαράδικα καίκια ( γυαλάδικες βάρκες, τρεχαντήρια, αχταρμααέλια, σκάφες, βαρκαλάδες, αγέρωχοι ψηλοκέφαλοι αχταρμάδες, ντεπόζιτα όπως τρεχαντήρες, περάματα, καραβόσκαρα μαουνάκια κ.α) τραβιούνται στο καρνάγιο, στους πούντους και στις παραλιακές αλάνες, για να συντηρηθούν. Και όπου δεν έχουν τη δυνατότητα για τράβηγμα στη στεριά, τότες τα «καρινάρουν», ενώ βρίσκονται στη θάλασσα,

Μαστόροι καραβομαραγκοί, με τους καλφάδες τους – βοηθούς τους, θα ελέγξουν παντού το πλεούμενο και θα προβούν σε επιδιορθώσεις, όπου επιβάλλεται. Θ’ αλλάξουν μαδέρια φθαρμένα, θα το κατακαρφώσουν, θα το στεριώσουν για να αντέχει στις χοντρές θάλασσες και στο τραμπουκάρισμα των καιρών,
Επιδέξιοι καλαφάτες, θα το κάψουν, θα το καλαφατίσουν με στουπί, θα το παλαμίσουν με πισσοπαλάμιση, θα το στεγανοποιήσουν, να μην καλάρει = κάνει, ούτε δράμι νερό.
Κουπάδες – πληρώματα θα φροντίσουν τις αρματωσιές – τ’ άρμενα, (άλμπουρα, ξάρτια, πανιά, σχοινιά, όλο τον εξοπλισμό για ένα σίγουρο αρμένισμα. Θα περιποιηθούν τα «καίκια», σαν τα σπιτικό τους, θα τα βάψουν με μερακλίδικα αιγαιοπελαγίτικα χρώματα και πλουμιά (ζωνάρια, αρχέγονα ναυτικά σύμβολα, όπως αστέρια των Διοσκούρων, γοργόνες, ψάρια, σταυρούς άγκυρες κ.α.), θα γράψουν και τα «Γράμματά» – το όνομά του και φρεσκοπαλαμισμένο να πέσει στη θάλασσα και ανάλαφρο σαν κοκόνα, να βολτατζάρει στα κύματα!
***
Γ’ φάση Εξοπλισμός και οργάνωση της σφουγγαράδικης αρμάδας
Όσο πλησίαζαν οι μέρες του «φευγιού», να λύσουν παλαμάρι για το πολύμηνο θερινό σπογγαλιευτικό ταξίδι, τόσο και η φούρια για να τελειώνουν με την οργάνωση των πλεούμενων σε εργαλεία και εξοπλισμό, που είχε σχέση με το αρμένισμα, με τη συντήρηση των μηχανών κίνησης, τη σωστή και ασφαλή λειτουργία των καταδυτικών συσκευών και των εξαρτημάτων κατάδυσης, της τροφοδοσίας και γενικά όσων εφοδίων ήταν απαραίτητα για να έχουν, όχι μόνο ένα ασφαλές ταξίδι, αλλά και χωρίς προβλήματα στο ψάρεμα των σφουγγαριών. Κάθε αβαρία – ζημιά από αμέλεια, «πάνω στη δουλειά», τη ώρα της εργασίας, θα ήταν καταστροφή για την σφουγγαράδικη ξεκίνηση.

Πέρασαν οι Αποκριές κι η Καθαρά Δευτέρα. Από δω και πέρα, μες στη Μ. Σαρακοστή, καθημερινά κίνηση παντού στη σφουγγαράδικη πιάτσα. Τα πληρώματα και ιδίως οι υπεύθυνοι για κάθε πόστο, απίκου στο πόστο τους.
α) Στα μηχανουργεία, επιδέξιοι μηχανουργοί και μοτορίστες (χειριστές μηχανών), λύνουν δένουν, συντηρούν, επισκευάζουν τις μηχανές, – μοτόρια των καϊκιών, τις αεραντλίες και όλα τα εξαρτήματα των καταδυτικών συστημάτων, (σκάφανδρα, φερνέζ κ.α.)
Οι μαρκουτσέρηδες θα φροντίσουν τα μαρκούτσια (αεροσσωλήνες) και τόσες άλλες βασικές λεπτομέριες. Πάνω τους κρεμόταν η ζωή των βουτηχτάδων!
«Κάθε βίβα στη θέση της και… καλά σφιγμένη. (βιδωμένη)» !
β) Στα σιδηρουργεία – «γύφτικα», ανάβει, μέρα νύκτα, τα καμίνι με τα πετροκάρβουνα και στο αμόνι σφυρηλατούνται τα σιδερικά της σφουγγαροδουλειάς (άγκυρες, καδένες, κλούβες για προστασία των μαρκουτσιών από το γύρισμα της προπέλας, καμάκια, καμάκες, σφουγγαροαπόχες, σφουγγαροβελόνες, και κάθε χρήσιμο μεταλλικό εξάρτημα.
γ) Στα φαναριτζίδικα – φανοποιεία, μαστορεύονται τα γυαλιά των γυαλάδικων βαρκών, αλλά και των ρεβερετζήδων. Μ’ αυτά θα «γυάλευαν» – ανίχνευαν το βυθό.
Φτιάχνονται οι φανάρες θυέλλης, οι φαναριέρες (φώτα πορείας), οι γκαζιέρες για το μαγείρεμα και πλήθος χρήσιμων εξαρτημάτων, που δεν τα βρίσκουν στο εμπόριο, αλλά όμως τους είναι απαραίτητα στο αρμένισμα και στο ψάρεμα των σφουγγαριών.

δ) Στους πούντους, (μικρούς λιμενοβραχίονες ) και στις παραλιακές αλάνες, πλάι στις γυαλάδικες βάρκες, μερεμετίζονται τα κοντάρια των καμακιών, τα κουπιά, οι αντένες, τα πανιά (λατίνια, σακχολέβες, ράντες), και τακτοποιούνται τα σκανταλόσχοινα με τα σκαντάλια τους. Για κάθε εργαλείο και το ρεσπέτθο του , για εφεδρία. Πρόβλεψη, νοικοκυροσύνη, τάξη και προγραμματισμός!
Γνώριζαν ότι, « η θάλασσα δεν αστειεύεται κι ούτε ήταν εύκολο να βρεις τα χρειαζούμενα στις ερημιές της Αφρικάνικης κουστέρας και στου κάβους των ξερονησιών»!
Δ΄ Φάση Προετοιμάζονται οι «κουμπάνιες» – η τροφοδοσία των πληρωμάτων
Στο χρονικό διάστημα που μερεμετίζονταν και εξοπλίζονταν τα σφουγγαράδικα πλεούμενα, ο καπετάνιος πυρετωδώς τρέχει και δεν φτάνει να κλείσει συμφωνίες με τους χοντρεμπόρους μαγαζάτορες, για να οργανώσει και να νεμαζέψει – συγκεντρώσει τις κουμπάνιες – την τροφοδοσία για τα πληρώματα. Για τις μεγάλες σφουγγράδικες ξεκινήσεις, με 50 – 60 νοματαίους, δύτες και κουπάδες – πληρώματα κουβέρτας – καταστρώματος),) που θα πήγαιναν στα μέρη της Μπαρμπαριάς και θα παράμεναν για τουλάχιστο 6 – 7 μήνες, χρειαζόταν υπεύθυνη οργάνωση, σωστός υπολογισμός στις προμήθειες κάθε είδους τροφοδοσίας και καλή διαχείριση από το μάγειρα, ώστε να μπορέσουν «να βγάλουν το καλοκαίρι και… να μην πεινάσουν!». Βέβαια όλοι το γνώριζαν, πως οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης σε μέρη αφιλόξενα, και με δουλειά χωρίς αναπαμό, θα ήταν δύσκολες, με κακουχίες και στερήσεις ιδίως στο νερό και σε είδη που δεν μπορούσαν να συντηρηθούν και ούτε ήταν εύκολο να πιάνουν κάθε τόσο λιμάνι για νέες προμήθειες. ‘Ο,τι έπαιρναν μαζί τους, μ’αυτό θα την έβγαζαν!
Για τις μικρές όμως σφουγγαράδικες ξεκινήσεις που δούλευαν στα μέρη της Ελλάδας (Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνιο κ.α.) οι συνθήκες τροφοδοσίας ήταν πιο ευνοϊκές. Έπιαναν τακτικά λιμάνια, συμπλήρωναν τις κουμπάνιες τους, εφοδιάζονταν με φρέσκο νερό, έτρωγαν και κανένα φρούτο…



Στις αυλές των καπεταναίων ή σε ανοιχτές αλάνες ετοιμάζεται ο «καβουρμάς», το καβουρδισμένο και χωμένο στο λίπος του κρέας των σφουγγαράδων. Από βραδύς το βοδινό ή κατσικίσιο κρέας θα κοπεί σε μπουκιές, θα αλατιστεί καλά, θα μπει σε κοφίνια για να στραγγίξει το αίμα και μετά θα καβουρδιστεί στο λίπος του. Αφού ροδοψηθεί θα μπεί σε τενεκέδες, πάντα χωμένος στο λίπος για να διατηρείται. Και μες στην τσίκνα των κρεάτων, στηνόταν και κάποιο γλεντάκι αποχωρισμού με κρασί, τραγούδι και ξέφρενο χορό, στους ήχους βοσκαρουίστικης τσαμπούνας, μιας και πολλά από τα πληρώματα ήταν βοσκαρούτζια. Αν δε ο καβουρμάς γινόταν από σφουγγαροκαπεταναίους, που προέρχονταν από ποιμενικούς οικισμούς (Ψέριμο, Σκάλια, Άργος, Παλιόνησο, Τέλεντο, Εμπορειό κ.α.) το γλεντοκόπι κρατούσε μέχρι να βγούνε τ’ άστρα!
Ο καβουρμάς, μαγειρεμένος με ζυμαρικά, ρύζι ή πατάτες και μπόλικη σάλτσα από πελτέ, ήταν πεντανόστιμος, αρκεί να προλάβαινες να τσιμπολοήσεις μερικές μπουκιές…!

Καθημερινά και όλη μέρα, όσο μια- μια προμήθεια ετοιμαζόταν, συγκεντρωνόταν και κουβαλιόταν από τους «χαμάληδες» – αχθοφόρους και φορτωνόταν στα ντεπόζιτα. Το καρότσι κατάφορτο από βαρέλια νερού. Θα καθαριστούν καλά, θα ασπριστούν με φωτεινό ασβέστη και θα γεμιστούν από στέρνες και Δημοτικές βρύσες. Το νερό, η μεγάλη πεθυμιά των σφουγγαράδων, μες στο λιοπύρι των άνυδρων αφρικάνικων ακτών. Γράφει ο σφουγγαράς στην καλή του:
– Της δίψας το μαρτύριο, αχ μια γουλιά νεράκι
να δρόσιζα τα χείλη μου πού ΄ναι πίκρα και φαρμάκι.
Και ‘κείνη του απαντά, μ’ ένα «καλημέρισμα»
– Να ‘μουν στην πλώρη γιασεμί, στην πρύμνη κυπαρίσσι
και κάτω στην Καραμανιά μια κρουσταλλένια βρύση



Βίρα τις άγκυρες, λεβεντόνια και της Μπαρπαριάς γλαρόνια. ‘Μόλα τους κάβους, όρτσα τα πανιά, καλό μας ταξίδι και… πολύ σφουγγάρι!

Σπογγαλιευτικό συγκρότημα (μπρατσέρα – ντεπόζιτο, με δυο σφουγγαροκάικα – μηχανοκάικα αχταρμάδες ), αρμενίζει το κακοπέρατο Λιβυκό πέλαγος. Κρήτη Αίγυπτος , Κυριναϊκή, Μπαρμπαριά. Πορεία δυο μερόνυχτα, ουρανό και θάλασσα! Από το 1865 μέχρι το 1972 γινόταν αυτή η περατζάδα, πήγαινε – έλα. Έτσι γράφτηκε το «Έπος των σφουγγαράδων της Καλύμνου» !
Κάλυμνος, μήνας Αύγουστος του 2024
Γιάννης Αντ. Χειλάς
Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου
Σημείωση
Τα κείμενα, προσαρμοσμένα, στηρίχτηκαν στο βραβευμένο με το Πανδωδεκανησιακό βραβείο Βασίλη Μοσχόβη, (έτος 2002) «Το Έπος των Σφουγγαράδων της Καλύμνου» του Γιάννη Αντ. Χειλά
Θα ακολουθήσει το 2ο μέρος του δοκιμίου «Το φευγιό» – η αναχώρηση των σφουγγαράδων