Παρουσιάζουμε σήμερα μετά και την χθεσινή εντυπωσιακή εκδήλωση αναβίωσης-αναπαράστασης του “Ποκινήματος” των Σφουγγαράδων της Καλύμνου, που διοργάνωσε η Περιφέρεια Νοτίου αιγαίου και το Επαρχείο Καλύμνου με τη συνδρομή δεκάδων εθελοντών και χορηγών, το 2ο μέρος από τα από τα «”Ποκινήματα” στο “Φευγιό”». Το 1ο μέρος μπορείτε να δείτε πατώντας εδώ
Ο μισεμός είναι καημός το κατευόδιο ζάλη…
Μέρα βαριά του μισεμού, τα σωθικά μας μαύρα,
ώρα πικρή του χωρισμού, φωτιά, καημός και λαύρα
Κι ήρθε η ώρα του φευγιού. Τα σφουγγαράδικα πλεούμενα έτοιμα να σαλπάρουν. Γέμισε το λιμάνι της Καλύμνου από άρμενα. Θύμιζε την Ομηρική Αυλίδα! Ο Λαϊκός ζωγράφος και σφουγγαράς με καγκάβα, Καπ – Μανόλης Σαρούκος, με εκπληκτική δεξιοτεχνία και μοναδικούς χρωματικούς τόνους, κατάφερε να αποθανατίσει με κάθε λεπτομέρεια, όλο το σκηνικό της αναχώρησης των σφουγγαράδων. Κίνηση και ζωντάνια στο λιμάνι. Οι χαμάληδες με το καρότσι φέρνουν και το «κασελί» – σεντούκι με το στρωμάτσο και τα προσωπικά είδη των πληρωμάτων. Τα καϊκόβαρκα κουβαλούν τα τελευταία εφόδια και τα πληρώματα που μπαινοβγαίνουν από τις ταβέρνες, για να πιουν ένα τελευταίο ποτήρι κρασί και ν’ αποχαιρετίσουν γνωστούς και φίλους. Τα σφουγγαράδικα πλεούμενα πανέτοιμα περιμένουν με αναμμένες τις μηχανές και τα πανιά ν΄ανοίξουν στον ούριο άνεμο. Τα ντεπόζιτα φορτωμένα απ’ τις κουμπάνιες, οι αχταρμάδες – τα «μηχανοκάικα» – σφουγγαροκάικα σε κίνηση βολτάρουν «σταυρώνοντας» το λιμάνι, δείχνοντας την αξιοσύνη των αντοχών τους και τη λεβεντιά των πληρωμάτων τους, που ανεβασμένα στα ξάρτια αποχαιρετούν, με τα ναυτικά τους κασκέτα, τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.
Όλο το νησί στο πόδι, κατέβηκε να αποχαιρετίσει τους σφουγγαράδες του. Γονείς, γυναίκες, παιδιά, συγγενείς και φίλοι, παλιοί δύτες, επιθυμούν να σφίξουν στην αγκαλιά τους, να ασπαστούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που φεύγουν για ένα ταξίδι τόσο μακρινό και επικίνδυνο!
Πίνακας του καπ- Μανόλη Σαρούκου, καηκαβατζή
Βάλε μας κάπελα κρασί, να πιούμε να χαρούμε,
ποιος ξέρει αν γυρίσουμε, του χρόνου αν θα ζούμε;
Α, να και μια σφουγγαροπαρέα από γλεντζέδες βουτηχτάδες (δύτες πρωτομηχανικούς – μαγκιόρους). Βγαίνουν από τις ταβέρνες, «πιωμένοι» και κατεβαίνουν στο λιμάνι, με συνοδεία των οργάνων (βιολί, σαντούρι, λαούτο) για να μπαρκάρουν. Χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια και μπαλατζάρουν σαν ξεσαούρωτα μαουνάκια σε μπουγάζι και με προβέζα (Δ) καιρό. Μέχρι τελευταία στιγμή θέλουν να γλεντήσουν την ζωή. Ποιος ξέρει αν θα είναι το τελευταίο σφουγγαροτάξιδό τους;
Κι οι καπετάνιοι, τελευταία στιγμή, άντε να τρέχουν, να ψάχνουν να τους βρουν, να τους νεμαζέψουν και να τους βάλουν στα καΐκια, αρκεί βέβαια να τους έδιναν το «καπάκι» (κάτι παραπάνω από τα συμφωνηθέντα πλάτικα), γιατί απειλούσαν ότι : = «δεν θα μπαρκάρουν και… θα φάνε σύκα στο νησί το καλοκαίρι»!
***
Το ιστορικό της αναχώρησης των σφουγγαράδων
Τα σφουγγαράδικα πλεούμενα, που οργάνωναν το «καλοκαιρινό σπογγαλιευτικό ταξίδι» τους στον ελλαδικό χώρο, αλλά και στα μακρινά μέρη της Μπαρπαριάς, έφευγαν συνήθως μέρες της Μεγαλοβδομάδας, Άντε να κάμουν Πάσχα, αν έπεφτε νωρίς! Μπορεί να ελλιμενιζόταν όλα σχεδόν μαζί τις ίδιες μέρες – δεν είχε χώρο και το λιμάνι – και οργάνωναν τις τελευταίες διαδικασίες του ταξιδιού τους, ποτές όμως δεν έφευγαν όλα μαζί συντονισμένα. Κάθε σφουγγαροκάικο (μονοκάικο) ή σπογγαλιευτική ξεκίνηση (ντεπόζιτο με δυο τρεις αχταρμάδες) μόλις τα «έπαιρναν πάνω» τους (ετοίμαζαν όλα τα απαραίτητα εφόδια και εξοπλισμό, ολοκλήρωναν τις τυπικές διαδικασίες με τις λιμενικές αρχές, άδειες σπογγαλιείας κ.τ.λ.), καλούσαν τον παπά της ενορίας τους, έκαναν τον αγιασμό και με τις ευλογίες της εκκλησίας και τις ευχές των συγγενικών προσφιλών προσώπων και όλου του νησιού, άνοιγαν πανιά.
Συγκίνηση, ευλάβεια, «φόβος Κυρίου» στα σκληρά απ’ την αλμύρα πρόσωπα των σφουγγαράδων, που με το κασκέτο στο χέρι, σταυροκοπιούνται επικαλούμενοι τη θεία βοήθεια : «Σώσον Κύριε το λαό σου και… ευλόγησον το ταξίδι μας»
Κι ο παπάς, μες στο καΐκι, με την εικόνα του Αγ. Νικολάου, να ραντίζει μ’ αγιασμό πληρώματα, εργαλεία της δουλειάς και να δίνει ευχές:- « Είθε η Θεία δύναμη κουράγιο να σας δίνει, // στους κυβερνήτες φώτιση και σας (πληρώματα) να κετευθύνει»
Και οι ευχές όλου του νησιού, που ξεπροβοδίζει στο μουράγιο τους λεβέντες σφουγγαράδες του, με του κόσμου τις ευχές :
Τώρα σε θέλω Παναγιά, τώρα που ‘ποκινούσι
Να κάτσεις στο τιμόνι τους, να πάσι και να ‘ρθούσι.
Καλό σας κατευόδιο κι ας δώσει η Παναγία
πολλά σφουγγάρια να ‘βρετε, να ‘ρθείτε με υγεία
Είθε με ‘γεια και με χαρά και καλοδουλεμένοι
Να ‘χετε καλό γύρισμα, λεβέντες τιμημένοι.
***
Κι ήρθαν χρόνια, μετά την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, (από τη δεκαετία του 1950), που η σπογγαλιεία, στην ελεύθερη πια Κάλυμνο, γιγαντωνόταν, χρονιά με τη χρονιά. Μεγάλες και καλά οργανωμένες οι σπογγαλιευτικές εξορμήσεις, πλούσιες οι σοδιές, το σπογγεμπόριο έφερνε ξένο συνάλλαγμα, ζωντανό παρά που έδινε οικονομική άνθιση στο νησί. Το Ελληνικό Δημόσιο άρχισε να ενδιαφέρεται γι αυτήν την ανάπτυξη κι οι σφουγγαράδες να επιζητούν τη βοήθεια κυβερνητικών παραγόντων, για στήριξη στα όποια προβλήματα αντιμετώπιζαν, όπως δανειοδοτήσεις, διευκολύνσεις για τις άδειες σπογγαλιείας από τις κυβερνήσεις των κρατών της Β. Αφρικής, όπου υπήρχαν και τα πλούσια σπογγαλιευτικά πεδία κ.α.
Έτσι, σαν ερχόταν η ώρα του φευγιού, τόσο ο Δήμος όσο και οι σφουγγαράδες με το Σωματείο τους προσκαλούσαν τους επίσημους παράγοντες της Κυβέρνησης, για να τιμήσουν με την παρουσία τους τις εκδηλώσεις, που άρχισαν να οργανώνονται και να παίρνουν μια Παγκαλυμνιακή συμμετοχή, στο ξεκίνημα θαλασσινών του νησιού, που ταξίδευαν τόσο μακριά και σε μέρη άγνωρα, για να φέρουν το σφουγγάρι!
Παρόντες, διοικητικές στρατιωτικές και λιμενικές Αρχές δίνουν τον επίσημο χαρακτήρα στο νέο ξεκίνημα των σφουγγαράδων. Γίνεται και επίδειξη κατάδυσης σκαφανδροδύτη και λειτουργίας των καταδυτικών συστημάτων· να γνωρίσουν οι «επίσημοι» από κοντά τον τρόπο εργασίας στα σφουγγαράδικα καΐκια!
Στην προκυμαία παρουσιάζονται παραδοσιακοί χοροί με λαϊκούς οργανοπαίχτες. Συμμετέχουν μερακλήδες σφουγγαράδες, πλήθος κόσμου και κοπέλες του Λυκείου Ελληνίδων. Οι περισσότερες, «καβαούες» είναι από το Γυμνάσιο Θηλέων του νησιού. Σεμνές και ταπεινές, γνήσιες Καλυμνιές τηρούν με θρησκευτική ευλάβεια τις παραδόσεις που παρέλαβαν από τα «σπιτικά» τους!
Κι έρχεται το βράδυ. Ο Δήμος Καλυμνίων προσφέρει στους εκλεκτούς καλεσμένους του. πλούσιο «τραπέζωμα». Είναι το «Δείπνο της Αγάπης» όπως το αποκαλούσαν. Συμμετέχουν καπεταναίοι, πληρώματα και πλήθος από το σφουγγαροσυνάφι – την «Ευλογημένη συντεχνία των σφουγγαράδων». Τα θαλασσομεζελίκια (αστακοί, καραβίδες, σπινιάλα, ροφοί, χταπόδια κ.α.) ψαρεμένα και προσφορά από βουτηχτάδες εντυπωσιάζουν. Το κέφι ανάβει, οι καλύμνικοι χοροί και τα τραγούδια συνεπαίρνουν όλους τους παρευρισκόμενους. Οι σφουγγαράδες γλεντούν με τη ψυχή τους και δείχνουν το μερακλίκι και τη λεβεντιά τους. Η Κάλυμνος παρουσιάζει, επίσημα πια, τη πολιτιστική της κληρονομιά στη μουσική, στο τραγούδι και στο χορό. Όλοι εντυπωσιάζονται και απορούν. Πού βρισκόταν κρυμμένος τόσος πλούτος, τόσος θησαυρός συναισθημάτων και πολιτισμού; Τόση Ελλάδα!
Ο εμπνευστής, δημιουργός και Δάσκαλος του ανεπανάληπτου χορού του χτυπημένου από τη νόσο των δυτών, του «πιασμένου μηχανικού», Θεοφίλης Παντ. Κλωνάρης, επιδεικνύει στους τιμώμενους επισκέπτες και στους Καλύμνιους, τον εμπνευσμένο από τον ίδιο χορό, που εκφράζει τη λεβεντιά, το πάθος και το τραγικό μεγαλείο της Σφουγγαροσύνης. «’Ποκούμπι» – στήριγμα, στον αγώνα του για ζωή και δημιουργία, η γυναίκα της Κάλυμνος. Με Δωρική αρχέγονη καταγωγή, «Σπαρτιάτισσα», αποδέχεται τη μοίρα του νησιού, που επιτάσσει « ή σφουγγάρι ή τομάρι»! «Πηνελόπη», μια ζωή καρτερούσε υπομονετικά το γυρισμό του Οδυσσέα σφουγγαρά, στο πήγαινε έλα του απ’ το σφουγγάρι! Είναι αυτή που με θαυμαστή αξιοπρέπεια τον στήριξε στις τραγικές στιγμές της ζωής του, πήρε πάνω της τις ευθύνες της φαμελιάς, αλλά και κράτησε το νησί «όρθιο και ζωντανό» στους … δύσκολους καιρούς!
Το κέφι κορυφώνεται με τον καπ – Παντελή Γκιννή, που παίρνει τον «κάβο» στο γλεντοκόπι και ξεσηκώνει θαλασσινούς και στεριανούς και τους καλεί να τσουρμάρουν, να γίνουν όλοι μαζί ένα σφουγγαροσυνάφι, «ομόστολοι» – συντροφοναύτες στο νέο σφουγγαροτάξιδο για την Μπαρμπαριά. Όλοι τους γίνονται ένα τσούρμο σε σφουγγαροκάικο και αρμένιζουν «μεθυσμένοι από τη σφουγγαροσύνη» στο κρασάτο πέλαγός τους. Έτσι η Κάλυμνος χαρακτηρίζεται, όπως η Αργώ η «πασιμέλουσα», το χιλιοτραγουδισμένο το κοσμοξάκουστο απ’ όλους σφουγγαρονήσι!
Με τη βροντώδη και μεστή φωνή του ο μερακλής και γλεντζές σφουγγαροκαπετάνιος Παντελής Γκινής, στα θαλασσινά σφουγγαράδικα δίστιχά του – « τσιμαρίσματα» στον «Ντιρλαντά, και τέζα πλάτες (λάμνετε – τραβάτε κάργα τα κουπιά), για ξανθές και μαυρομάτες…» και «Αγάντα για λέσα να’ ρθει η μαγγιόρα ( η βαριά άγκυρα) μέσα….», « για λέσα λεβεντόνια και της Μπαρμαριάς γλαρόνια…», το εμβληματικό Κυπραίικο τραγούδι «Τα ριάλια – ριάλια, ριάλια, τα μονόλιρα πεμτόλιρα και τούμπλες …κι οι πεζεβέγκηδες που τά ΄χουνε στις πούγκες», γίνονται κι αυτά εμβληματικά στη σφουγγαροσύνη, και δίνουν νέα δυναμική προοπτική στη ναυτική μουσική παράδοση. Γίνονται «παιάνες» που αντιλαλούν στα τρικυμισμένα πέλαγα όλης της Μεσογειακής άπλας και ενθαρρύνουν στο αρμένισμα και στο βούτθος τους σφουγγαράδες, οι οποίοι σαν τους Αργοναύτες ψάχνουν να βρουν την «Κολχίδα» τους, τους σφουγγαρότοπους και να φέρουν στο νησάκι τους την Κάλυμνο το «χρυσόμαλλο δέρας του βυθού», το σφουγγάρι.
Οι Καλύμνικοι αχταρμάδες, τα «περήφανα άτια της Μπαρμπαριάς» βάζουν πλώρη για τους μακρινούς σφουγγαρότοπους. Τους κατευοδώνουν οι ευχές όλου του νησιού.
Ώρα καλή στην πλώρη σας, καλό σας καλοκαίρι
Πρύμνος καιρός να σα λαλεί και πρύμνος να σα φέρει
***
Όλη αυτή η σφουγγαράδικη δυναμική, αυτό «το Έπος της Σουγγαροσύνης», κράτησε έναν αιώνα και βάλε… μέχρι το 1972, όταν οι κυβερνήσεις Αιγύπτου, Λιβύης Τυνησίας, η μια μετά την άλλη, εθνικοποίησαν τα ενάλια πεδία – (σφουγγαρότοπους) και δεν εξέδιδαν πλέον άδειες σπογγαλιείας στους Καλύμνιους σφουγγαράδες. ΄Ετσι σταμάτησαν, μια και καλή. τα υπερπόντια σφουγγαροτάξιδα και οι μεγάλες σπογγαλιευτικές επιχειρήσεις δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. Τα μεγάλα ντεπόζιτα μετατράπηκαν σε ανεμότρατες. Οι αγέρωχοι και περήφανοι αχταρμάδες γερασμένοι καταργήθηκαν, άλλοι βούλιαξαν στο λιμάνι, άλλοι έγιναν καυσόξυλα στα φουρνάρικα. Σταμάτησαν βέβαια και τα πολυδάπανα ποκινήματα και τα γλεντοκόπια.
Η σφουγγαροσύνη άλλαξε ρότα, μπήκε σε άλλους ρυθμούς. Γεννιέται μια νέα γενιά σφουγγαροκαπεταναίων και νέων δυναμικών σφουγγαράδων που εργάζονται με δικά τους κεφάλαια, με νέα σύγχρονα, πιο ασφαλή, συστήματα κατάδυσης και νέες συνθήκες. Σκαρώνονται νέα σφουγγαροκάικα, μακρύλαμνα αιγαιοπελαγίτικα γοργόφτερα τρεχαντήρια, που ψαρεύουν δυναμικά το σφουγγάρι σ’ όλη την Ελληνική Επικράτεια. Φτάνουν ακόμα και στα διεθνή ύδατα Ελλάδας – Ιταλίας. Φεύγουν απ’ το νησί, όποτε θέλουν, χειμώνα καλοκαίρι, κάνουν ταξίδια μερικών μηνών, αλωνίζουν όλο το Αιγαίο και γυρίζουν στο νησί κατάφορτοι με σφουγγάρια. Τα άγχος των ποκινημάτων και η αβεβαιότητα στα ταξίδια έχουν εκλείψει. Πιάνουν τακτικά λιμάνια, κάνουν ανεφοδιασμό σε τροφοδοσίες και ό,τι χρειάζονται και επικοινωνούν τακτικά με τις οικογένειές τους, που δεν ζουν πια με το πόχτυπο (καρδιοχτύπι), για την τύχη των δικών τους ανθρώπων!
Παραμένουν όμως αναλοίωτοι στον χαρακτήρα του Καλύμνιου σφουγγαρά και πιστοί στις παλιές συνήθειες των καλών καιρών της σπογγαλιείας. Οι περισσότεροι, μπασμένοι και ψημένοι στη δουλειά από τα εφηβικά τους χρόνια, προέρχονται από ποιμενικούς οικισμούς, βοσκαρούτζια από την Ψέριμο, την Παλιόνησο, τα Σκάλια, τ’ Αργινώντα , τον Εμπορειό, το Αργος, Παίρνουν πάνω τους το τιμόνι της σφουγγαροδουλειάς και την κρατούν ζωντανή. Πιστοί στις παραδόσεις του νησιού και θεοσεβούμενοι. Δεν λείπουν οι εικόνες των αγίων και τα σύμβολα της χριστιανοσύνης από τα πλεούμενά τους. Μερακλήδες, χουβαρντάδες, γλεντζέδες, χορευταλάδες, σπουδαίοι τραγουδοποιοί, συμμετέχουν σε ολονύχτια, φιλικά σφουγγαράδικα γλεντοκόπια, σε λαϊκά πατροπαράδοτα πανηγύρια, ιδίως των αγίων που είναι προστάτες του τόπου καταγωγής τους. Η αλμύρα της θάλασσας και το γάλα των σφουγγριών, κυλούν στις φλέβες του κορμιού τους και τους καλούν, ακόμα και σήμερα, σε νέα σφουγγαροτάξιδα!
Κάλυμνος, μήνας Αύγουστος του 2023
Γιάννης Αντ, Χειλάς
Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου
Σημείωση:
Τα κείμενα στηρίχτηκαν και προσαρμόστηκαν στο βραβευμένο με το Πανδωδεκανησιακό βραβείο Βασίλη Μοσχόβη 2002, «Το έπος των Σφουγγαράδων της Καλύμνου» του συγγραφέα Γιάννη Χειλά.