Λαογραφικές και Πολιτισμικές καταγραφές από την παλιά Κάλυμνο

Καιρός να ξαναθυμηθούμε τα παλιά. Αυτό μας δίνει δύναμη!


μούρες (πρόσωμα), απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ως να στρώσουν οι καιροί το Μαγιάπριλο!

Από τα παιδικά μου χρόνια, μη σας φανεί παράξενο, παρακολουθώ τις μεταβολές των καιρικών φαινομένων, παρασυρόμενος από την μεγάλη έγνοια των θαλασσινών (ψαράδων, ναυτιλλόμενων και ξωμάχων) για το τι καιρό θα κάνει, για να μπορούν να κανονίζουν τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους, όπως αν θα ξανοιχτούν για δουλειά, ή θα λιμανιάσουν ως να περάσουν οι κακοσύνες!
Καθημερινά η ζωή μου ήταν δεμένη – ταυτισμένη με τις αγωνίες τους,, αφού οι περισσότεροι από αυτούς,, πριν λύσουν παλαμάρι, σύχναζαν στον παραλιακό καφενέ του παππού μου του Θέμελη Καμπουράκη, στο ανώι (ανώγειο) του οποίου ήταν η κατοικία μας. Σαν ήταν καλοσύνη, τους έβλεπα και άκουγα το κουβεντολόι τους, στην αυλή μας, στα μουράγια και στους πούντους,, να είναι ήρεμοι και χαλαροί και να οργανώνουν τα εργαλεία της δουλειάς τους (παραγάδια, δίχτυα, κουπιά, καμάκια κ.α.) και να προγραμματίζουν καλάδες και ξωμονές.
Σαν ήταν να πάρει καιρός – κακοσύνη, τους έβλεπα να είναι ανήσυχοι, να κοιτάζουν τα σημάδια του καιρού στον ορίζοντα, τα συννεφάκια στις κορυφογραμμές, των φεγγαριών τις φάσεις, το πέταγμα των γλάρων, το στραφτάλιασμα των ψαριών στη χαίτη των φυκιών κα τόσα άλλα προγνωστικά. Και δεν λάθευαν ποτές στις εκτιμήσεις τους! Και όλα αυτά τα έκαμα κτήμα μου, γιατί άρχισα να… «καπετανεύω»
***
Φετινού χρόνου ο Μάρτης μας έκανε και πάλι ποδαρικό με κακοκαιριά. Καλοσυνάτος, «προσώρας» – με λιακάδα έδειξε το καλό του πρόσωπο – μα ήδη σηκώθηκε δυνατός βοριάς που «τ’αρνάκια παγώνει»! Θρακιώτης και «αιθρηγενένης», μπουκάρισε με μεγάλο κυματισμό και σαρώνει τις θάλασσες, «βορέης αιθριγενέτης, μέγα κύμα κυλίνδων» (Οδύσσεια ε΄ 296) από το Θρακικό πέλαγος ως κάτω το ακριτικό Αιγαίο, κουβαλώντας, σαν το στρίβει σε Γραίγο – Τραμουντάνα (Β.Δ.) το παγοκαίρι των βουνών της Ανατολίας. Θέλει, ως φαίνεται, να κουντρεστάρει, (ανταγωνιστεί) τον Κουτσοφλίαρο (Φλιάρη – Φλεβάρη), που τις τελευταίες μέρες, με τη «Μήδειά» του, σάρωσε κι αυτός με ισχυρό χιονιά και θύελλες για μέρες τα πάντα. «Ξύρισε» βουνοκορφές, τουνούκλωσε φυτείες στους κάμπους, σάρωσε τα πέλαγα, έριξε χιόνι, «γονάτισε» αιωνόβια δέντρα, έθαψε στα λευκά τη χώρα και τη βύθισε στο σκοτάδι!
Έτσι είναι πάντα ο Μάρτης. Μας ξεγελά με τις πολλές καιρικές του μεταπτώσεις! Τα σημάδια, όπως λένε οι παλιοί ξωμάχοι, δείχνουν ότι πίσω είναι η βαρυχειμωνιά. Τα δεντριά ακόμα είναι ’ποκουμπωμένα, τα μάτια στα κλωνιά είναι κλειστά, δεν μπουμπούκιασαν! Άλλωστε όσοι παρακολουθούν τα «μερομήνια», γνωρίζουν πόσο πολύ άγριος και πολεμικός είναι ο Μάρτης, που μ’ αγέρηδες, βροχές, χιόνια και κρύα επιβεβαιώνει τα όσα δίκαια του καταμαρτυρούν, πως είναι δηλαδή «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκχοκάφτης». Γι αυτό, «το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια!».
Πήρε τ’ όνομα του Άρη του θεού του πολέμου, που στη Λατινική γλώσσα λέγεται Mars .Πρώτος μήνας της άνοιξης, «Ανοιξιάτης» υπόσχεται το ξάνοιγμα της φύσης με καιρούς γλυκόπνοους, βλάστηση κι ανθοφορία και με ζέστες που σε ξαφνιάζουν λες και είναι καλοκαίρι. « Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα» και « Απ’ το Μάρτη πουκάμισο και απ’ τον Αύγουστο σεγκούνι» . (χοντρό μάλλινο πανωφόρι)

Οι λιακάδες του όμως είναι καψερές, «Ο ήλιος του Μαρτιού τρυπά κέρατο βοδιού», λες και βρέχει κάρβουνα ο ουρανός, που κάνει μικρούς και μεγάλους ιδιαίτερα τις κοπελιές, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα του, να φορέσουν προληπτικά το «μάρτη» (στριφτό πολύχρωμο νηματένιο βραχιολάκι) στον καρπό του χεριού τους, για να μην τις μαυρίσει ο καψερός ήλιος του Μάρτη και χάσουν το κρινόλευκο χρώμα της επιδερμίδας τους. Έτσι ήθελαν παλιά τις κόρες « αφράτες… και γαλακτερές – ασπρούλες» και όχι πετσοκολιασμένες (αδύνατες, πετσί και κόκχαλο) και μαυροτσούκχαλα! « Όπου έχει κόρην ακριβή του Μάρτη ήλιος μην την δει».
Εκτός από το βραχιολάκι του μάρτη, «ητουφλώνουντο κιόλας με το φουτά», δηλ. κάλυπταν κεφαλή και πρόσωπο με άσπρο δροσερό μαντήλι, για να προστατευτούν απ’ την κάψα του Μάρτη. Κάποιες έβαζαν και κρέμα δέρματος, το πασίγνωστο «μαρμαράκι» Το «μάρτη» που γίνεται με στριφτά «δάματα» ( πολύχρωμα βαμμένα μάλλινα νήματα), με βασικό το άσπρο και κόκκινο χρώμα, θα τον φορούσαν μέχρι το Μ. Σάββατο, όπου τον έβγαζαν απ’ τον καρπό του χεριού και τον έδεναν στ’ αυτιά του πήλινου μουουριού, που μέσα του θα έψηναν στο φούρνο το πασχαλινό αρνί. Με τα μαρτιάτικα δάματα έφτιαχναν επίσης και το φουντί (πολύχρωμη φούντα), με το κορδόνι του πλεγμένο σε καρούλι κλωστής, για να το φορέσουν στο λαιμό ή στα κέρατα του μαυρομάτικου και πλατονώρικου αρνιού της Λαμπράς.
«Κλαψιάρης» ο Μάρτης με πλήθος από βροχές και νερά, αν τα κάνει; που όμως είναι πολύ ωφέλιμα στη γεωργία. « Μάρτης βρέχει, ποτές μην πάψει»!»,
« Αν κάμει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα, χαράς σε κείνον το ζευγά πού ’χει πολλά σπαρμένα»,
« Μάρτης άβρεχτος, μούστος άγευστος»
Εκείνο όμως που τον χαρακτηρίζει είναι το ευμετάβλητο των καιρικών συνθηκών του. Τη μια βροχή κατακλυσμός, σε λίγο έχουμε λιακάδα. Μια κάνει κρύο του ψόφου, μια ζέστη μες στην ίδια μέρα και σε λίγες στιγμές, γι αυτό και λέγεται « πεντάγνωμος». « Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, που έχει πέντε γνώμες, μια την βρέχει, μια τη λιάζει, μια την καλοκαιριάζει και το ρίφι κερατιάζει και τ’ αρνί σγουρομαλλιάζει» και
«Μπρος πηλά (λάσπες από τη βροχή) και πίσω χώματα (ξερά από την κάψα του ήλιου)»,
« Το Μάρτη το πρωί ηψόφησε ο γάδαρος ’που το κρύο, το μεσημέρι ηβρώμεσε που την κάψα, το βράδυ τον πήρε η νεροποντή»
Πολλές οι παραδόσεις που θέλουν να δικαιολογήσουν αυτή του τη ακαταστασία. Οι περισσότερες τον θέλουν να έχει δυο γυναίκες. Τη μια έμορφη, την άλλη άσχημη και κουτσή. Όποτες γυρίζει και βλέπει την έμορφη είναι στις καλές του κι η «φύση βρίσκει τη καλή και τη γλυκιά της ώρα!». Όποτες πάλι γυρίζει και βλέπει την άσχημη, μπουρουνιάζει, βρέχει, χιονίζει και δείχνει τ’ άσχημά του μούτρα.
Ο Μάρτης ήταν πού ’βαλε και τη γριά βόσκισσα κάτω απ’ το καζάνι που τυροκομούσε για να ζεσταθεί, επειδή του περηφανεύτηκε πως «δεν σε φοβάμαι Μάρτη μου, φυσήξεις δε φυσήξεις // τα ρίφσα μου κεράτσωσα, τ’ αρνιά μου ξεπαλάησα.»
«Κι ο Μάρτης που την άκουσε φυσά, βροντά και ρίχνει χιόνι // κι η βόσκισσα ξεπάγιασε και μπαίνει για να ζεσταθεί κάτω που το καζάνι. (του τυροκομιού)!
***
«Ήλιος με δόντια, γριά με τα χταπόδια»
Από το διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Στο Χριστό στο Κάστρο»
Γνωστή η λαϊκή φράση «Ήλιος με γόντζια» που φανερώνει το σκηνικό του δυνατού παγερού βοριά, με τα βαριά μολυβένια σύννεφα που κρύβουν τις ήλιακτίνες και κάνουν τα δόντια να τρίζουν από το κρύο. Η γριά όμως με τα χταπότζια, ποια σχέση έχει στην παραπάνω φράση; Την απάντηση μας τη δίνει ο ποιητής Οππιανός από την Κιλικία,(3ος αιων. μ..Χ) στο ποίημά του «Αλιευτικά»:
« ‘Όταν τα πέλαγα σαρώνουν θύελλες και κακοσύνες κι θάλασσα ανταριασμένη δεν ταξιδεύεται, τα χταπόδια φοβιτσιάρικα καθώς είναι, κλείνονται στο θαλάμι τους και δεν βγαίνουν καθόλου έξω, αν δεν καλοσυνέψει ο καιρός. Και αν η κακοκαιρία κρατήσει μέρες, τότες αναγκάζονται να τρώνε «τας εαυτών σάρκας» δηλ. τα χαλιά τους.»
Όπως λοιπόν τα χταπόδια με τις κακοσύνες δεν βγαίνουν καθόλου από τη φωλιά τους, το ίδιο και η γριά ποτές δεν βγαίνει από το καλυβάκι της σαν ο ήλιος με γόντζια ξεμπραάλει δειλά από τα παγερά σύννεφα.
Φρ. – « Ντας (όταν) φουρτουνιάσει η θάλασσα και βγούσι τα χταπότζια / τότες και συ θα παντρευτείς με τα στραβά σου πότζια ή γότζια!»
***
Μια άλλη παράδοση λέει πως όλοι οι δώδεκα μήνες είχαν μαζί ένα βαρέλι με κρασί. Το βαρέλι είχε δώδεκα τρύπες, την μια κάτω απ’ την άλλη και μια για τον καθένα. Ο Μάρτης κατάφερε να πάρει την κάτω τρύπα και… μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι οι άλλοι ήπιε όλο το κρασί. Σαν πήγαιναν να τον δικάσουν, του έλεγαν πως θα τον διώξουν απ’ την παρέα τους κι αυτός στεναχωριόταν και κακοκαίριαζε. Δεν έλεγε να κάμει μια καλοσύνη, μια ηλιόλουστη μέρα και.. κόντευε να τελέψει κι η Σαρακοστή κι η άνοιξη δεν έβγαζε ούτε λουλούδι! Τελικά οι μήνες το καλοσκέφτηκαν, πως δεν μπορούσε «να «λείψει ο Μάρτης απ’ τη Σαρακοστή;» και τον συγχώρησαν. Ας τον χαρούμε όμως για τις ιδιοτροπίες του, αφού γνωρίζουμε καλά πως: « Μάρτης είναι… αρχή του Καλοκαιριού»
Αυτά τα παραπάνω, στοχασμοί και σοφές διαπιστώσεις για τους μήνες, για τις εποχές και τους καιρούς, από παλιούς ξωμάχους του νησιού μας, ρεσπέρηδες (γεωργούς), βουκόλους (βοσκούς) του βουνού και θαλασσινούς, (ναυτιλλόμενους και ψαράδες), με έκαναν να ρωτήσω αρκετούς απ’ αυτούς, αν σήμερα μπορούν να διαγνώσουν τους καιρούς, τις εποχές, να «καταλάβουν τη Φύση γενικά, την ώρα που τους μιλά με τα σημάδια της», όπως έμαθαν απ’ τους παππούδες τους, αλλά και οι ίδιοι από τις παρατηρήσεις που κάνουν. Μου απάντησαν με το δικό τους τρόπο, έτσι απλά και στοχασμένα:
– « Άλλαξαν πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι, άλλαξαν μαζί με τα πρακτέα τους οι καιροί κι οι εποχές. Οι καιροί δεν έχουν πια στάση πάνω τους. Δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς! Τι να σου κάμει η Μάνα Φύση αφού την έκαμαν σουρωτήρι με τους πυραύλους τους, με τα πυρηνικά, με τα τοξικά δηλητήριά τους, όπως έκαναν τ’ άμυαλα συντρόφια του Οδυσσέα, όταν άνοιξαν το αεροτουλούμι των ανέμων του Αιόλου και ξαμολήθηκαν αδέσποτα, σαν λυσσασμένα σκυλιά, τ’ αερικά και τα δαιμονικά; Έτσι τους πήραν και τους σήκωσαν στους πέντε ανέμους και έχασαν τον μπούσουλά τους. Πώς, έτσι που την καταντήσαμε, θα κοντρολάρει το φύσημα των αγέρηδων και θα βάλει τους καιρούς σε τάξη, για νά ’χουμε ισορροπία στους μήνες, στις εποχές και όλα να λειτουργούν αρμονικά, όπως φτιάχτηκαν με σοφία από την Πρώτη κιόλας μέρα της Δημιουργίας του Κόσμου; Εμ, γι αυτό μας εκδικείται…!»
Ευχές για καλό μήνα
Κάλυμνος, Μάρτης μήνας …
Γιάννης Αντ. Χειλάς