
(Για όσους δεν έχουν λογαριασμό και …φίλους στο fb)
Του Νικήτα Καραφυλλάκη
Η Μαρίσκα ήταν μια παραδεισένια γειτονιά στη γόνιμη δυτική πλευρά της Καλύμνου. Πήρε τ’ όνομά της από το σλάβικο όνομα κάποιας Μαρίας, η οποία, επιστρέφοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών της, έχτισε κι έγινε μόνιμη κάτοικος στην καταπράσινη περιοχή. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες η Μαρίσκα έσφυζε από κίνηση και ζωή. Γύρω και κάτω από τη σκιά του αιωνόβιου Πλατάνου της, που μάταια αγωνίζεται από τότε μέχρι σήμερα να τον ξεπεράσει σε όγκο και ύψος ο δίδυμος αδελφικός του στον Βαθύ, είχαν στήσει τα καλοκαιρινά μαγαζάκια τους λίγοι επαγγελματίες από τη Χώρα και την Πόθια, την παλιά και τη νέα πρωτεύουσα της Καλύμνου.

Στον γύρο, περιβόλια με πορτοκαλιές, λεμονιές, ροδιές και μανταρινιές. Χαμηλά δέντρα που με το πυκνό φύλλωμα, τα ζωντανά χρώματα, και την ευωδιαστή ανάσα τους τα έκαναν να μοιάζουν σαν χαρούμενα παιδιά δίπλα στον γερασμένο πατέρα τους. Με τον βαρύ κορμό, τα χοντρά μπράτσα και τις αμέτρητες παλάμες τους να διεκδικούν, θάλλοντας, μερίδιο από το φως και τις ακτίνες του ήλιου. Η πλούσια δροσερή σκιά του αποτελούσε σημείο αναφοράς σε ολόκληρο τον οικισμό που πήρε το λειψό όνομα, “Μπροστά”. Για να το δικαιολογήσουν οι Καλύμνιοι, υποχρεώθηκαν να δώσουν σε μιαν άλλη γραφική εξοχή τους το όνομα “Πίσω”, στα σημερινά Βλυχάδια!… Θα βάφτιζαν ίσως και άλλες περιοχές με τα τοπωνύμια “Δεξιά” και “Αριστερά”, αν δεν κινδύνευαν να κατηγορηθούν ότι διχάζουν τους συμπατριώτες τους, χαρακτηρίζοντάς τους άλλους συντηρητικούς και άλλους προοδευτικούς! …
Η Μαρίσκα ήταν ο δεύτερος πόλος, το δεύτερο κέντρο της εξοχής που συγκέντρωνε τους διψασμένους Καλύμνιους για να περάσουν τους τρεις άνυδρους θερινούς μήνες στην περιοχή με τα πολλά πηγάδια. Ο πρώτος ήταν οι Ελιές, με τον Σταθμό των αυτοκινήτων που διευκόλυνε τις μεταφορές ανθρώπων και αγαθών.
Και οι δύο πόλοι είχαν ως κοινή αναφορά ένα καφενείο: Του Κίτσου, στις Ελιές, όπου σύχναζε η πνευματική, επιστημονική και επιχειρηματική ελίτ της Καλύμνου. Και του Νικόλα Ζωγράφου, στη Μαρίσκα, με τον αποκλειστικά λαϊκό χαρακτήρα του. Ο καφενές του ήταν χτισμένος σε δικό του μικρό περιβολάκι, κάτω από την πυκνή σκιά μιας συκαμινιάς, στην άκρη της ευρύχωρης αυλής του. Ο Νικόλας Ζωγράφος έχασε το καλλιτεχνικό του επίθετο από τότε που ο πατέρας του, ο Σακελλάρης, έγινε “Πρέσβης” , γιατί στη διάρκεια της θείας λειτουργίας στον παρακείμενο ναό του Αγίου Γεωργίου, από την οποία δεν απουσίαζε ποτέ, ζητούσε από την Παναγιά να μεσιτεύει, να “πρεσβεύει” για την υγεία και τη σωτηρία της ψυχής του, σιγοψάλλοντας, από την είσοδο μέχρι την έξοδό του, συνεχώς και αδιαλείπτως, το γνωστό αντίφωνο: “ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς”.

Από τότε, πατήρ και υιός, δέχτηκαν με ικανοποίηση και περηφάνια το πιο σεβαστό, ιερό και επίσημο παρατσούκλι που δόθηκε ποτέ σε Καλύμνιο!
Το χτήμα και το καφενείο τους, είχε βορεινό γείτονα τον Θανάση Τάταρη που με τη λήξη του Πολέμου, παίρνοντας μια ικανοποιητική σύνταξη στα λίγα χρόνια εργασίας του στην Αμερική, κατέβηκε οριστικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του με το πρώτο ιδιωτικό αυτοκίνητο στο νησί, το οποίο οδηγούσε η γυναίκα του, η Θεμελίνα η Πάτραινα. Ο ίδιος, πάντα καλοντυμένος και σοβαρός στη θέση του συνοδηγού, φάνταζε στα μάτια των συγχωριανών του σαν επίσημος! Ήταν η περίοδος που πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν ο Χάρυ Τρούμαν. Εκείνος που φιλοδώρησε την Ιαπωνία με δύο ατομικές βόμβες, σηματοδοτώντας τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Το επίθετο “Τρούμαν” βρήκαν οι Καλύμνιοι να του ταιριάζει, για να μπει στη θέση του οικογενειακού του, που ήταν κενό περιεχομένου. Του χάρισαν λοιπόν το προσωνύμιο “Τρούμαν”, που τον κολάκευε και παράλληλα δήλωνε τον τόπο της εργασιακής του προέλευσης και την ισχυρή κοινωνική και οικονομική του θέση. Θεωρήθηκε τόσο επιτυχημένο κι εύστοχο το καινούργιο του επώνυμο, ώστε γρήγορα ξεχάστηκαν τα αληθινά του, μικρό και μεγάλο, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να υποχρεωθεί και ο ίδιος να το δηλώνει για να αναγνωρίζεται και να εξυπηρετείται!
Ο Θανάσης ο Τρούμαν κι ένας ακόμη ομογενής στην Μπροστινή θέση, ο Νικήτας Μαραγκός, που παραδόξως εκείνος γλίτωσε από το να αποκτήσει δεύτερη καλύμνικη “ταυτότητα”, είδαν ξαφνικά και απρόσμενα να διπλασιάζεται η σύνταξή τους, με την υποτίμηση της δραχμής από τον Σπύρο Μαρκεζίνη, το 1953! … Τότε και οι δύο, δοξολογώντας τον Θεό κι ευγνωμονώντας τον “Θείο” από την Αμερική, έχτισαν από ένα μοναστήρι αφιερωμένο στ’ όνομά τους, τον Άγιο Νικήτα, στις Ελιές και τον Άγιο Αθανάσιο, στο Καντούνι, χαμηλά κάτω από το μοναστηράκι του Σταυρού.


Ο “Τρούμαν” και η γυναίκα του ήταν ένα ζευγάρι άκληρο. Για να καλλιεργείται το χτήμα τους που το χώριζε ένα μικρό μονοπάτι από το καφενείο του “Πρέσβη”, έφεραν από την Αντιμάχεια της Κω και σπίτωσαν έναν αγαθό νεαρό εργάτη, τον Κώστα. Όταν ο Κώστας δεν είχε δουλειά, σύχναζε στο διπλανό καφενείο του “Πρέσβη” και πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως γκαρσόνι, ή έκανε πρόθυμα κάθε είδους θελήματα με αμοιβή ένα καφέ η ένα λουκούμι!
Ο Κώστας είχε ένα μόνιμο καλοσυνάτο χαμόγελο και μια διασκεδαστική παρουσία. Τον διέκρινε η χαρά να εξυπηρετεί και να προσφέρει.

Δεν αρνήθηκε ούτε τη δύσκολη αποστολή που του ανέθεσε κάποτε μια συντροφιά του καφενείου να μετρήσει με τους μεγάλους διασκελισμούς του τις δύο μικρές αποστάσεις, από τον Πλάτανο μέχρι το μανάβικο του Μαγκλή, στη “Σαβόγια” και μέχρι της δικής μας ” άτυχης Κοκόνας το σπίτι”, από την άλλη πλευρά.

Το όνομα Σαβόγια, δόθηκε στην περιοχή από τους Ιταλούς, μόλις πάτησαν το πόδι τους στην Κάλυμνο, το 1912, για να τους θυμίζει το ιστορικό βασίλειο της Σαβοΐας, που οδήγησε στην ενοποίηση και δημιουργία του σύγχρονου Ιταλικού Κράτους. Ονομασία που παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Το σπίτι της δικής μας “Κοκόνας”, της οικογένειας Κυράννη, η οποία καταστράφηκε οικονομικά με τη Ρωσική επανάσταση του 1917, για πολλά χρόνια όρθωνε το γυμνό μέσα κι έξω λίθινο σώμα του στη σημερινή θέση της μεγάλης οικοδομής του Αντώνη Κυπραίου. Το κτήριο αυτό, με βαθύ υπόγειο και δύο ορόφους, χωρίς στέγη και κουφώματα, φάνταζε στοιχειωμένο για πολλά χρόνια. Μέσα από το γυμνό κουφάρι του, πίστευαν τα παιδιά πως έβγαιναν με το σκοτείνιασμα όλα τα στοιχειά που τότε ήταν πολλά και τα πίστευαν ακόμη και οι μεγάλοι!…
Το εμβληματικό αυτό γιαπί στην καρδιά της εξοχής δεν αξιώθηκε δυστυχώς να βρει τον δικό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για να το απαθανατίσει…
Τις δύο αποστάσεις, λοιπόν, από τον Πλάτανο μέχρι τη Σαβόγια και μέχρι το ερειπωμένο χτίσμα, ο Κώστας, με μέτρο τα μακριά του πόδια, τις βρήκες ίσες. Αλλά, για να μάθουν οι εντολείς του πόσα μέτρα ήταν η κάθε μία, τον έστειλαν στο αφεντικό του να τις υπολογίσει, γιατί – όπως του είπαν – ήξερε καλύτερα από τον καθένα το “μήκος της δικής του μονάδας μέτρησης” που του ζήτησαν να χρησιμοποιήσει!.. Ο “Τρούμαν”, μαθαίνοντας πως ο κηπουρός του τις μέτρησε με τα πόδια και μετέχοντας στο “παιχνίδι” , θυμήθηκε τα “πόδια”, με τα οποία μετρούσαν τα μήκη και τα ύψη οι Αμερικάνοι και του έδωσε ως αποτέλεσμα έναν μεγάλο αριθμό, αυτόν που προέκυπτε από το γινόμενο των βημάτων του επί 4. Τόσα “πόδια ” υπολόγισε πως ισοδυναμούσαν στον κάθε μεγάλο βηματισμό του! Όταν ο Κώστας έδωσε το αποτέλεσμα στον Γιώργο Χατζησμάλη, τον επικεφαλής της ομάδας που του ανέθεσε το “έργο”, όλοι νόμισαν πως ο “Τρούμαν” αναφερόταν σε μέτρα, τα οποία όμως, ως Αμερικάνος που ήταν, δεν γνώριζε. Γιαυτό κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ο Κώστας έκανε λάθος. Δεν κατάλαβε και μέτρησε από τον Πλάτανο μέχρι… το Καντούνι, από τη μια πλευρά, και μέχρι… τον Σταθμό στις Ελιές, από την άλλη! Ωστόσο, εκτιμώντας την προθυμία του και αναγνωρίζοντας τον κόπο του, διπλασίασαν την αμοιβή τους σε “είδος”! …
… Μέσα στον αυλόγυρο του καφενείου τής Μαρίσκας ο “Πρέσβης” παραχώρησε μια γωνιά για να στεγάσει το κουρείο ο φίλος και συγχωριανός του, Γιάννης Ανδρέου, ο “Κελαηδίτης”, που το παρατσούκλι του ήταν ωραιότερο από το αληθινό του επίθετο!
Στο κουρείο του, «χτισμένο» με τα καλοκαιρινά υλικά της εποχής –πάνες, χαρτόνια, σακιά και σεντόνια- μπορούσαν να κερδίζουν ή να χάνουν κουρέματα ή ξυρίσματα, στην ξερή ή την μπιλότα, όσοι πίνοντας τον καφέ ή τη ρετσίνα τους, δοκίμαζαν την τέχνη ή την τύχη τους στα χαρτιά! Τον Γιάννη Κελαηδίτη τον είχαν μάθει όλοι ανεξαιρέτως -Χωριανοί και Ποθιανοί – γιατί ήταν ο μόνος που κρατούσε αγκαζέ τη γυναίκα του στις εξόδους και στους περιπάτους, παντού και πάντοτε, από την πρώτη μέρα του γάμου μέχρι τα βαθιά γηρατειά του!…
Μπροστά από το καφενείο της Μαρίσκας, μέσα στον πλατύ ποταμίσιο δρόμο, λειτουργούσε κατά διαστήματα τσίρκο με αθλητές και παλαιστές που λύγισαν στα δυνατά τους χέρια βαριά οικοδομικά σίδερα και τα έδεναν γραβάτες στα λαιμά τους! Έσπαγαν με βαριοπούλες, λίθινες κοτρόνες πάνω στα γυμνά σκληρά στομάχια τους! Δάγκωναν κι έσερναν με τα δόντια κάρα ή αυτοκίνητα, με έπαθλο μερικές δραχμούλες που γενναιόδωρα τους έδιναν οι ανακουφισμένοι θεατές, όταν τους έβλεπαν στο τέλος γερούς και… ζωντανούς!
Ακόμα, στην απέναντι “όχθη” του ποταμού, που ζωντάνευε στους τρεις χειμωνιάτικους μήνες κι έπεφτε σε νάρκη στους υπόλοιπους εννιά, έστηνε το υπαίθριο κρεοπωλείο του ο Σκεύος Ζεμπιλλάς, κηρύσσοντας καθημερινό πόλεμο στις μύγες, συνοδευόμενο και από διάφορα κοσμητικά επίθετα, γιατί πάντα δοκίμαζαν πρώτες τα βιολογικά μοσχάρια του! Δίπλα του λειτουργούσε τα Σαββατοκύριακα πίστα χορού, όπου έλαμπε με την αρχοντική παρουσία και το παβαροτικό λαρύγγι του ο Μιχάλης Ζουλουφός που ερμήνευε άριστα ελληνικά και ευρωπαϊκά τραγούδια, τα σαββατόβραδα, και συνέχιζε τα πρωινά της Κυριακής με την ίδια επιτυχία να αποδίδει εκκλησιαστικούς ύμνους και βυζαντινές μελωδίες σε κεντρικό ενοριακό ναό στην Πόθια, όπου έψαλλε επαγγελματικά!
Για όσους έχουν μνήμες από τη μακρινή εκείνη εποχή, η σημερινή εικόνα της Μαρίσκας μόνο απογοήτευση και θλίψη προκαλεί. Τεράστιοι οικοδομικοί όγκοι πήραν και παίρνουν τη θέση του Πρασίνου, για να στεγάσουν οικογένειες με ένα ή κανένα παιδί!… Η όμορφη σκιά της μουριάς αντικαταστάθηκε από μια τσιμεντένια “τραγιάσκα”, αλλοιώνοντας την παραδοσιακή νησιώτικη μορφή του.

Ο άλλοτε γραφικός καφενές των “Πρέσβεων” της οικογένειας Ζωγράφου, αλλάζοντας χέρια και επαγγελματική χρήση, είδε να αμαυρώνεται η ιστορία του και να καταστρέφεται η εικόνα του. Τίποτε δεν θυμίζει το μακρινό φωτεινό παρελθόν του. Ακόμα και ο γερο- Πλάτανος μετά από πολλούς ακρωτηριασμούς από ΔΕΗ και Ανέμους, έχασε την επιβλητική κι αγέρωχη παρουσία του… Το περιβολάκι του Τρούμαν, χωρίς τα εργατικά χέρια του Κώστα, στέγνωσε και η “προεδρική” κατοικία του άτεκνου ζευγαριού παραμένει, χρόνια τώρα, κλειστή κι ερειπωμένη… Μέσα σε δύο-τρεις γενιές η Μαρίσκα πέρασε από το φως και την αίγλη στην παρακμή και στην αφάνεια! …
Μάιος, 2025