
* Μιχάλης Γ. Κώτης – Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας, Λογοτέχνης
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1939 από πατέρα Καλύμνιο και μητέρα Τηλιακιά. Είναι παντρεμένος με την Καλλιόπη Καραφυλλάκη, πατέρας τριών παιδιών και παππούς πέντε εγγονιών
———————————————-
ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είχε περάσει πάνω από μισάωρο που είχαμε αφήσει το λιμάνι της Σύμης, με προορισμό τη Ρόδο. Πηγαίναμε για δουλειές με τον πατέρα μου. Κάπου ανάμεσα στον πρώτο κάβο της Τουρκίας και στον νοτιοανατολικό της Σύμης που καταλήγει σε δυο τρία ερημονήσια, τα Σεσκλιά, βλέπω τον πατέρα μου να κινεί το κεφάλι πέρα δώθε, στο πρόσωπό του να σχηματίζονται μορφασμοί και γκριμάτσες και από μέσα του να βγάζει βαθύ αναστεναγμό.
« Τι έχεις πατέρα, τι σου συμβαίνει; » τον ρωτώ.
Εκείνος αναστέναξε ακόμα πιο βαθιά, οι γκριμάτσες και οι μορφασμοί στο πρόσωπό του πολλαπλασιάστηκαν και, συνεχίζοντας να κινεί το κεφάλι, αποκρίνεται: «Κάθε που περνώ αυτά τα νερά, γιέ μου, μου έρχονται στο νου θύμησες και αναμνήσεις που μου μαυρίζουν την καρδιά!»
Αυτά κατάφερε να πει και τόνε πήρε το παράπονο· τα μάτια του βούρκωσαν, σχηματίστηκαν κόμποι το δάκρυ και κύλησαν στα ζαρωμένα του μάγουλα.
« Κάτι το συνταρακτικό θα πρέπει να συνέβη στο μέρος αυτό, για να σε αναστατώσει τόσο!… Εάν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να το ακούσω. Έπειτα, θα είναι και ένας τρόπος για να σπάσει η μονοτονία και η ανία του ταξιδιού. Τι λες; »
« Δε θα σου χαλάσω το χατίρι, γιέ μου, αν και ξέρω ότι θα μελαγχολήσω με το ανασκάλεμα ενός τόσο θλιβερού γεγονότος που συνέβη πριν από περίπου ογδόντα χρόνια. Ήμουνα ναύτης στο ιταλικό επιβατηγό πλοίο “Φιούμε” όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος», άρχισε να αφηγείται ο πατέρας μου με κείνη την παραστατικότητα που χαρακτηρίζει το λόγο του θαλασσινού. «Έκανε τη γραμμή Δωδεκανήσου, που ήταν τότες υπό ιταλική κατοχή. Με το έμπα του πολέμου έστησε στην πλώρη ένα μικρό πυροβόλο όπλο, για την ασφάλειά του, όπως ισχυριζόταν ο Ιταλός καπετάνιος του. Κάτι, όμως, που θεωρείτο παράνομο και απαγορευόταν από το διεθνή ναυτικό κανονισμό.
Οι Συμμαχικές Δυνάμεις έλαβαν γνώση κι έδωσαν εντολή στο ελληνικό υποβρύχιο “ΝΗΡΕΥΣ”, να του κάνει συστάσεις για αφαίρεση του πυροβόλου. Αυτό κι έγινε. Σε κάποιο προηγούμενο ταξίδι μας το συγκεκριμένο υποβρύχιο ανέβηκε στην επιφάνεια, ακινητοποίησε το παράνομο πλοίο και ο κυβερνήτης του υποβρυχίου κάνει συστάσεις στον καπετάνιο του Φιούμε και του υποδεικνύει να αφαιρέσει το πυροβόλο, που είναι στημένο στην πλώρη, υπενθυμίζοντάς του ότι, σύμφωνα με τους διεθνείς ναυτικούς κανονισμούς, απαγορεύεται επιβατηγό πλοίο εν καιρώ πολέμου να είναι εξοπλισμένο με οποιονδήποτε οπλισμό. Ως εκ τούτου να αφαιρέσει το συγκεκριμένο πυροβόλο.
Ο καπετάνιος, άγνωστο γιατί, δεν υπάκουσε και συνέχισε να ταξιδεύει με το πυροβόλο στην πλώρη. Και δεύτερη φορά το υποβρύχιο ανεβαίνει στην επιφάνεια, ακινητοποιεί το “Φιούμε” και επαναλαμβάνει στον καπετάνιο του τα ίδια, με περισσότερη αυστηρότητα τώρα, προσθέτοντας ότι τρίτη φορά δε θα υπάρξει, ότι θα το βυθίσει, παίρνοντας στο λαιμό του εκατοντάδες ψυχές!
Ήταν 24 Σεπτέμβρη του 1942, γύρω στο μεσημέρι και το επιβατηγό πλοίο είναι έτοιμο να λύσει κάβους για αναχώρηση από το λιμάνι της Ρόδου, για το καθιερωμένο δρομολόγιο: Σύμη, Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, με 249 επιβάτες – πολλοί απ’ αυτούς Ιταλοί στρατιώτες – και 38 πλήρωμα, και πάνω από 80 τόνους εμπορεύματα.
Για ένα ταξίδι συνηθισμένο, που δε διέφερε από εκατοντάδες προηγούμενα. Τίποτε δεν προμήνυε τον ερχομό θλιβερών γεγονότων. Αντίθετα μάλιστα, όλα, και ιδιαίτερα οι καλές καιρικές συνθήκες, υπόσχονταν ταξίδι ονειρικό σε πλήρωμα και επιβάτες. Μύριζε άνοιξη. Θάλασσα, ουρανός και αέρας συναγωνίζονταν σε καλοσύνη… Θάλασσα – λάδι σε ταψί, ουρανός – καθρέφτης, αγέρι – χάδι βελούδινο! Κι ένας ήλιος που μοίραζε θαλπωρή!…
Δικαιολογημένα όλοι να ονειρεύονται ένα ταξίδι υπέροχο, θωρώντας τα εξαιρετικά καιρικά φαινόμενα. Θάλασσα “λάδι σε ταψί”, τέτοια γαλήνη ήταν! Ο Ποσειδώνας διόλου που τάραξε με την τρίαινά του τη θάλασσα· αέρας ολότελα πεθαμένος! Ο Αίολος έκλεισε τους αγέρηδες αεροστεγώς στον ασκό του. Και ήλιος φωτεινός και πυρρός· ο Απόλλωνας με το άρμα του έδωσε εντολή για ένα ουρανό καθαρό από σύννεφα, έτσι που ο ήλιος να φωτίσει και να ζεστάνει κάθε ζωντανό οργανισμό στη Γη.
Λίγο πριν λύσουμε κάβους, βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου ο σύντεκνός μου από την Τήλο με τα δυο παιδιά του: τη δεκάχρονη βαφτιστικιά μου Ειρήνη και τον εξάχρονο αδερφούλη της Γιώργο. «Σύντεκνε», μου λέει με παρακλητικό τόνο στη φωνή του, «επειδή δεν τέλειωσα τις δουλειές μου και τα παιδιά θέλουν να πάνε στη μητέρα τους, σου τα εμπιστεύομαι. Δεν μπορώ να τα κρατήσω και δεμένα. Παιδιά είναι, βλέπεις, και δεν κάνουν μακριά από τη μάνα!…»
Φυσικό ήταν να μη φέρω αντίρρηση. Απεναντίας ένιωσα χαρά!… Είχα καιρό να τα δω και χάρηκα που θα τα είχα κοντά μου για περίπου πέντε ώρες. Εξάλλου, ήμουνα βέβαιος ότι δε θα με στενοχωρούσαν. Αν και παιδιά, τα χαρακτήριζε απίστευτη φρονιμάδα!»
Σταμάτησε για λίγο την αφήγηση, τόσο, όσο χρειάζεται κανείς να πάρει το νεροπότηρο και να βρέξει το στεγνό λαρύγγι του με μερικές γουλιές δροσερό νερό. Και το είχε απόλυτη ανάγκη… Είχε στεγνώσει, βλέπεις, από την κουραστική για την ηλικία του κουβέντα.
« Λύσαμε κάβους, που λες, και ξεκινήσαμε για το καταραμένο εκείνο πολύνεκρο ταξίδι. Κατέβασα τα παιδιά στην καμπίνα μου, τους έδωσα από μια σοκολάτα και ανέβηκα για υπηρεσία στη γέφυρα. Παρακάλεσα τον καπετάνιο (εκείνος μου παραχώρησε την άδεια) να τα επισκέπτομαι κάθε μισή ώρα. Μάλιστα, δεν είχε περάσει ούτε πεντάλεπτο από την τελευταία επίσκεψή μου σ’ αυτά. Ήταν ήσυχα. Κάθονταν στο κρεβάτι και η βαφτιστικιά μου έλεγε στον αδερφούλη της παραμύθι κι εκείνος την άκουγε προσεχτικά.
Το πλοίο αγέρωχο έσχιζε τη γαληνεμένη θάλασσα, δίχως το παραμικρό μπόζι*. Κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ευδιαθεσία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των επιβατών. Τραγούδια, γέλια, φωνές χαράς και ενθουσιασμού, αντηχούσαν στην καθαρή ατμόσφαιρα. Τίποτε δε φαινόταν ικανό να αμαυρώσει τούτη την υπέροχη ατμόσφαιρα!…
Όμως, για μια ακόμα φορά η ρήση: “τα φαινόμενα απατούν” βρήκε απόλυτη εφαρμογή. Το πλοίο δέχεται τορπίλη από το υποβρύχιο και το κόβει στα δύο· το ρολόι δείχνει 13. 2΄μ.μ. Μέσα σε λίγα λεφτά της ώρας βυθίζεται, παίρνοντας στο βυθό ανθρώπους και εμπορεύματα.
Δυστυχώς το αναμενόμενο έγινε… Το πυροβόλο όπλο δεν αφαιρέθηκε και το “Φιούμε” δέχτηκε την τορπίλη και βυθίστηκε, παίρνοντας στον υγρό τάφο του πολλές αθώες ψυχές! Με άλλα λόγια έγινε αυτό αιτία να συμβεί ένα από τα τραγικότερα πολύνεκρα ναυάγια της εποχής εκείνης. Μαυρόντυσε σπίτια και σπίτια, οικογένειες πολλές, της Δωδεκανήσου κυρίως.
Τις αμέσως επόμενες μέρες τα μέσα ενημέρωσης – ραδιόφωνο κι εφημερίδες – ανέφεραν ότι από τους 287 επιβάτες και πλήρωμα, 214 έχασαν τη ζωή τους και μόνο 73 σώθηκαν. Επίσης, ότι δράστης ήταν το ελληνικό υποβρύχιο “ΝΗΡΕΥΣ”, εξηγώντας τους λόγους του μεγάλου μακελειού, αρκετά διαφοροποιημένους από τους Ιταλούς.
Σταμάτησε και πάλι για λίγο την αφήγηση, τόσο, όσο χρειάζεται κανείς να πάρει το νεροπότηρο και να βρέξει, για μια ακόμη φορά, το στεγνό λαρύγγι του με μερικές γουλιές δροσερό νερό. Και είπαμε, το είχε απόλυτη ανάγκη… Είχε στεγνώσει, βλέπεις, από την κουραστική για την ηλικία του κουβέντα.
« Σκηνές φρίκης ακολούθησαν!… Και ο πιο σκληρός άνθρωπος θα λύγιζε θωρώντας τούτες τις τραγικές εικόνες κι ακούοντας τις ανατριχιαστικές κραυγές… Και πέτρινες καρδιές θα ραγίζαν!
» Να βλέπεις αλλού σώματα διαμελισμένα κι αλλού άντρες και γυναίκες να ψάχνουν απεγνωσμένα τους δικούς τους!… Αλλού νεκρά ανθρώπινα κουφάρια να επιπλέουν στην επιφάνεια κι αλλού να παίρνουν τον κατήφορο και να τα τρώει το μαύρο σκοτάδι του βυθού!…. Και από παντού να φτάνουν ώς τ’ αυτί σου κραυγές αγωνίας και απελπισίας και ουρλιαχτά φόβου και τρόμου και πόνου και πίκρας! Και τριγύρω το πρόσωπο της θάλασσας κόκκινο από το αίμα των τραυματισμένων και μαζί μαυριδερό από τα πετρέλαια και τα λάδια του πλοίου, που ετοιμαζόταν να μας αποχαιρετήσει κομμένο στα δύο, για να βρεθεί κατοπινά στο σκοτεινό βυθό και ν’ αναπαυτεί εκεί για πάντα.
« Δεν κατάλαβα ’κείνη τη στιγμή », συνεχίζει ο πατέρας μου, με φανερά ζωγραφισμένο τον πόνο στο πρόσωπό του, «πως βρέθηκα από τη γέφυρα στο κατάστρωμα του πλωριού κομματιού. Όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουνα καλά, (Άγιο, φαίνεται, είχα…, γλύτωσα από βέβαιο θάνατο, αφού η τορπίλη πέρασε δυο μέτρα πλάι μου!…) έτρεξα στην καμπίνα μου που είχα αφημένα τα δυο παιδιά. Τα παίρνω αγκαλιά κι ανεβαίνουμε στο κατάστρωμα του μπαταρισμένου στην αριστερή πλευρά μπροστινού κομματιού του πλοίου. Το πισινό κομμάτι είχε ήδη βουλιάξει.
» Παίρνω στην αγκαλιά μου τον μικρό και πέφτουμε στη θάλασσα δίχως σωσίβια (μέσα σ’ εκείνο τον πανικό πού να βρεθεί σωσίβιο!…) Σαν βρεθήκαμε στο νερό, τόνε στήριξα στις πλάτες μου, κρατώντας με από τους ώμους με τα δυο μικρά χεράκια του. Την ίδια στιγμή έπεσε και η βαφτιστικιά και κολυμπούσε πλάι μας. Η θάλασσα ήταν σχετικά ήρεμη. Ένα ελαφρύ αγέρι σήκωνε ανεπαίσθητο κυματισμό».
Σταμάτησε και πάλι την αφήγηση, για ελάχιστα δευτερόλεπτα τώρα. Πήρε βαθύ ανασασμό, αναστέναξε βαθιά και στη στιγμή συνέχισε: «Όλα πήγαιναν καλά στην αρχή. Κολυμπούσαμε προς τη στεριά – ήταν περίπου δυο μίλια μακριά μας –, με τον μικρό σκαρφαλωμένο στις πλάτες μου και τη βαφτιστικιά μου, πλάι μας. Ο ήλιος ψηλά, πελώριος φωτεινός δίσκος, μας χάριζε θαλπωρή με τις ζεστές αχτίνες του, το κυματάκι ασήμαντο μας έσπρωχνε προς τη στεριά και το αγέρι ελαφρύ και δροσερό έμοιαζε με απαλό χάδι.
» Δυστυχώς, μια ώρα μετά όλα άλλαξαν!… Ο καιρός τώρα άρχισε να βάζει από τη στεριά, τον είχαμε με άλλα λόγια κόντρα μας. Ο ουρανός να στειβάζει μαύρα σύννεφα και να κρύβουν τον άρχοντα της μέρας, το ελαφρύ δροσερό αγέρι να μεταμορφώνεται σε αγριοκαίρι και το κύμα να μεγαλώνει ανησυχητικά, να γίνεται επικίνδυνο. Θέλεις η αλλαγή προς το χειρότερο των στοιχείων της φύσης, θέλεις η κούραση, θέλεις και τα δυο, τα παιδιά άρχισαν να κουράζονται!… Ιδιαίτερα η βαφτιστικιά δεν άντεχε άλλο από μόνη της να κολυμπά. Και δεν έλεγε να φανεί πλεούμενο για βοήθεια!… Και μήτε καταφέραμε να βρούμε κανένα βαρέλι, ξύλο, ή οτιδήποτε τέλος πάντων που να πλέει για να πιαστεί η μικρή. Βούλιαζε για λίγο η άτυχη και ξαναπρόβελνε.
» Αυτό στο τέλος συνέβαλε στο να χάσει ολότελα τις δυνάμεις της, δεν άντεχε άλλο, και σε μια στιγμή τη θωρώ να βουλιάζει και να παίρνει τα κάτω. Στη στιγμή κατεβάζω από την πλάτη μου το αγοράκι, (μπορούσε να επιπλέει για λίγο μόνο του, όπως το ίδιο μου είπε), κάνω βουτιά, την αρπάζω από τα μαλλιά και τη φέρνω στην επιφάνεια.
» Μου ’μολογά την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Κι εγώ σαν λύση της προτείνω να πάρει τη θέση του αδερφούλη της και το μικρό να μ’ αγκαλιάσει από μπροστά και να περάσει τα χεράκια του από το λαιμό μου. Αυτό κι έγινε. Σαν δυο τσαμπιά σταφύλια – το ’να από το θώρακα και τ’ άλλο από τις πλάτες – κρέμονταν τα δυο παιδιά.
» Όμως, φυσικό ήταν αυτό να με κουράσει, με αποτέλεσμα να μην αντέχω άλλο και να βουλιάζουμε και οι τρεις. Λίγο μετά λέω στη βαφτιστικιά με πόνο στην καρδιά και με τρόπο που να μην καταλάβει ο μικρός: “Να σας σώσω και τους δυο είναι αδύνατο…, το βλέπεις και η ίδια!… Θα πρέπει να περιοριστεί το βάρος που κρατώ… Πώς όμως;… Εάν συνεχίσουμε έτσι, θα πνιγούμε στο τέλος και οι τρεις!…”
» Η μικρούλα φαίνεται ότι κατάλαβε τι ήθελα να πω. Κλαίει ουρλιάζει, χτυπιέται!… Και έτσι κλαμένη και με φωνή όλο πόνο, πίκρα και θλίψη, που όμως δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο παρερμηνείας, αποκρίνεται: “Ή και τους δυο, νονέ, ή κανένα!”
» Βαθιά μαχαιριά τα λόγια της μικρής στην κουρασμένη καρδιά μου! Ενεργοποιώ όσες δυνάμεις μού απόμεναν και καταβάλλω νέες προσπάθειες για το σωσμό των παιδιών. Αντέχω, όμως, για λίγο μόνο!… Οι δυνάμεις μου με πρόδωσαν, με εγκατέλειψαν εξολοκλήρου και βουλιάζαμε τώρα και οι τρεις. Με υπεράνθρωπη υπερπροσπάθεια ξαναερχόμαστε στην επιφάνεια. Αυτό επαναλήφθηκε δυο τρεις φορές απανωτά. Και ο πιο αισιόδοξος θεατής, βλέποντάς μας, θα ’μολογούσε δίχως τον παραμικρό δισταγμό ότι αυτό δε θα κρατήσει για πολύ!
» Και δυστυχώς δεν κράτησε!… Δεν έφτανε η δική μου εξάντληση, τώρα βλέπω να νιώθουν εξαντλημένα και τα δυο μικρούλια, ιδιαίτερα το αγοράκι. Σε μια στιγμή μάλιστα γλιστρούν τα μικρά χεράκια του από τους ώμους μου και το παιδικό σωματάκι σαν βαρίδι κατηφορίζει προς το βυθό. Σπρώχνω από τις πλάτες μου με κάπως βίαιο τρόπο τη βαφτιστικιά, εισπνέω βαθιά και γεμίζω τα πνευμόνια μου με αέρα, χώνω το κεφάλι στο νερό και κατηφορίζω, κυνηγώντας το αγόρι. Το έφτασα…, κατάφερα να το σώσω!… Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές. Ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες τα κατάφερα και πάλι.
» Όμως, ένιωθα να έχω εξαντληθεί ολότελα, να με έχουν εγκαταλείψει τελείως οι δυνάμεις μου. Την επόμενη φορά δεν τα κατάφερα… Το έβλεπα να κατηφορίζει προς το βυθό, μα δεν είχα τις απαραίτητες δυνάμεις να το φτάσω. Μάταια προσπάθησα…, με είχαν προδώσει δυστυχώς οι δυνάμεις μου!… Είχα καταναλώσει και το τελευταίο οξυγόνο που υπήρχε στα πνευμόνια μου, δίχως όμως αποτέλεσμα. Μάλιστα, λίγο έλειψε να πνιγώ κι εγώ από ασφυξία!… Μόλις που κατάφερα να φτάσω στην επιφάνεια με μισοχαμένες τις αισθήσεις μου!
» Και δεν έφτανε δυστυχώς αυτό… Τα χειρότερα συνέβησαν στη συνέχεια. Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια, ψάχνω να δω τη βαφτιστικιά μου. Πουθενά δεν τη βλέπω. Χώνω το κεφάλι μου στο νερό και τι λες αντίκρισαν τα μάτια μου, γιέ μου!… Κατηφόριζε η άτυχη προς το βυθό, ακολουθώντας το αδερφάκι της. Κι εγώ τα έβλεπα με δάκρυα στα μάτια και αβάσταχτο πόνο στην καρδιά, ανήμπορος να τους προσφέρω βοήθεια. Δευτερόλεφτα μετά τα δυο μικρά σωματάκια χάθηκαν στα μαύρα σπλάχνα της θάλασσας.
Η στενοχώρια μου δεν περιγράφεται… Δεν μπορούσα να αναπνεύσω!… Ο πόνος και η πίκρα μού φούσκωσαν την καρδιά, την ένιωθα μπαλόνι έτοιμο να σπάσει. Ιδιαίτερα όταν σκέφτηκα πώς θα αντικρίσω τους άμοιρους γονείς! Και το αρχικό δάκρυ έγινε κλάμα στη συνέχεια, θρήνος στο τέλος. Και δε σταμάτησε ίσαμε τη στιγμή που με περιμάζωξε ένα πλοιάριο και μαζί με άλλους διασωθέντες μάς μετέφερε στη Σύμη για τις πρώτες βοήθειες.
» Και το χειρότερο για τους άτυχους γονείς… Τα άψυχα κορμάκια των παιδιών δε βρέθηκαν παρά τις πολυήμερες έρευνες που έγιναν από αέρα και θάλασσα. Ο βυθός, δυστυχώς για τους γονείς, έγινε ο τάφος για τα μικρά αγγελούδια τους. Και έκλαιγαν και οδύρονταν για τη διπλή ατυχία τους!…»
Αναστέναξε και πάλι βαθιά ο ηλικιωμένος άντρας. «Πέρασαν πολλά χρόνια για να σβήσουν οι φριχτές εκείνες εικόνες από τη μνήμη μου», είπε, κι από τα γαλανά μάτια του έτρεξε κόμποι το δάκρυ!
Έμεινε για λίγο σιωπηλός και με έκφραση στο πρόσωπο ανθρώπου που σκέφτεται σαν κάτι να θέλει να πει. Και πράγματι κάτι είχε να πει, κάτι ήθελε να συμπληρώσει. Με λέξεις που έβγαιναν μια-μια, αργά και απαλόφωνα. «Αυτό που μέχρι σήμερα, γιέ μου, δεν μπορώ να ερμηνεύσω είναι, εάν ο πνιγμός της βαφτιστικιάς μου οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε χάσει τις δυνάμεις της, ή το έκανε σκόπιμα, θέλοντας ν’ ακολουθήσει τον αδερφούλη της στην άλλη ζωή.., εφαρμόζοντας στην πράξη εκείνο που είπε: “ή και τους δυο, νονέ, ή κανένα!” λέει και το δάκρυ ποτάμιζε στα κουρασμένα μάγουλά του!
Δεν το κρύβω ότι ένιωσα παγωνιά στην καρδιά από την άκρως συγκινητική και ανατριχιαστική ιστορία, που με τόση γλαφυρότητα, αλλά και με πόνο πολύ, μου διηγήθηκε ο πατέρας μου. Βουβός και μελαγχολικός πήρα βαθιά ανάσα, έβγαλα βαθύ αναστεναγμό, μόρφασα από λύπη και πόνο και κίνησα το κεφάλι λέγοντας, απευθυνόμενος στον πικραμένο θαλασσινό: «Φτωχέ μου πατέρα, δεν πρέπει να νιώθεις την παραμικρή τύψη. Έπραξες το καθήκον σου και με το παραπάνω, με πραγματική αυτοθυσία, με κίνδυνο κι αυτής ακόμα της ζωής σου!»
Εκείνος δεν απάντησε. Άφησε μόνο να χαραχτεί στα φρυγμένα χείλη του που τρεμόπαιζαν, ελαφρύ, όλο θλίψη και πόνο μειδίαμα. Ένα μειδίαμα ανεξιχνίαστο, που δεν μπορούσες να καταλάβεις τι έκρυβε στο βάθος του!
Κάλυμνος 18 – 4 – 1963
============ * ============
* Γ΄ Πανελλήνιο Βραβείο μετά χρηματικού επάθλου στο διαγωνισμό διηγήματος που διοργάνωσε το Λογοτεχνικό Τμήμα του Πολιτιστικού Οργανισμού Πειραιά.