Ο κοινός παρονομαστής της προεκλογικής προπαγάνδας των μονομάχων του Δικομματισμού είναι οι διλημματικές καταστάσεις (πραγματικές ή πλαστές ή μικτού τύπου) στις οποίες υποχρεώνουν τους ακροατές τους να πάρουν θέση στις εκλογές που έρχονται (ή επέρχονται αν θεωρήσουμε προκαταβολικά ότι θα μας φέρουν κακό). Ο σκοπός των δύο μονομάχων του Δικομματισμού είναι να υποχρεώσουν τον λαό να διαλέξει ανάμεσα στους δύο: ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ, Αλ. Τσίπρα ή Κ. Μητσοτάκη.
Σκοπός του σημερινού μας άρθρου είναι να αποδείξουμε ότι αυτά τα διλήμματα είναι πλαστά, όχι μόνο σε πολιτική αλλά και σε λογική βάση.
Φυσικά δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με όλα τα διλήμματα στα οποία έχει ειδίκευση ο Αλ. Τσίπρας, ούτε με όλα τα διακυβεύματα στα οποία έχει ειδίκευση ο Κ. Μητσοτάκης.
Ένα δίλημμα αναφέρουμε του Αλ. Τσίπρα, που είναι η γενίκευση όλων των διλημμάτων που έχει αναφέρει. Το ίδιο και για τον Κ. Μητσοτάκη: ένα διακύβευμα αναφέρουμε, που είναι η γενίκευση όλων των διακυβευμάτων που έχει αναφέρει.
Για την ακριβή διατύπωσή τους δεν δίνουμε όρκο, αλλά το νόημά τους είναι δοσμένο με ακρίβεια.
1) Το βασικό δίλημμα του Αλ. Τσίπρα
Το βασικό δίλημμα του Αλ. Τσίπρα είναι το εξής: “Η χώρα θα προσωρήσει μπροστά πέραν της λιτότητας και των μνημονιακών πολιτικών με αποκατάσταση των αδικιών που έγιναν σε βάρος του λαού ή αλλιώς θα επανέλθουμε στις πολιτικές της λιτότητας στην πιο άγρια Νεοφιλελεύθερη μορφή τους”.
Εννοείται ότι το πρώτο μέρος του διλήμματος είναι η πολιτική του Αλ. Τσίπρα (εάν εκλεγεί) και το δεύτερο μέρος είναι η πολιτική του Κ. Μητσοτάκη (εάν εκλεγεί).
Θα αποδείξουμε ότι το δίλημμα του Αλ. Τσίπρα δεν είναι δίλημμα.
Δίλημμα είναι η επιλογή μεταξύ δύο αντίθετων προτάσεων, που είναι και οι δύο κατά βάση αρνητικές και αναζητείται απλά ποιά από τις δύο έχει τις πιο μικρές κακές συνέπειες ή ποιά από τις δύο αφήνει κάποια θετική διέξοδο.
Στο δίλημμα του Αλ. Τσίπρα δεν υπάρχει καμία δυσκολία επιλογής διότι η πρώτη πρόταση, που προβλέπει τερματισμό της λιτότητας, είναι οπωσδήποτε θετική και η δεύτερη πρόταση, που προβλέπει επαναφορά της λιτότητας, είναι οπωσδήποτε αρνητική.
Ουσιαστικά, ο Αλ. Τσίπρας μας λέει: “Έχετε δύο επιλογές, είναι η εξής μία: να ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ”.
Η πολιτική αντίκρουση του ψευδοδιλήμματος του Αλ. Τσίπρα είναι η εξής: Σε αυτήν την κατάσταση λιτότητας που βρισκόμαστε τώρα (και που εσείς λέτε ότι μόλις ξεπερνιέται, αλλά αυτό δεν έγινε ακόμα αισθητό από τον λαό, εξ’ ου και το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών) δεν μας έφερε κάποια θεϊκή κατάρα, αλλά η δική σας πολιτική, αυτήν ακριβώς που ασκήσατε τα τελευταία χρόνια.
Η αντίκρουση του Αλ. Τσίπρα στην πιο πάνω αντίκρουση που εμείς αναφέραμε, είναι ότι αυτή η Πολιτική, δεν ήταν η δική μας Πολιτική, αλλά η Πολιτική που μας επέβαλαν οι κακοί εταίροι της Ε.Ε. και που υποχρεωθήκαμε να εφαρμόσουμε παρά τη θέλησή μας. Η δική μας αντίκρουση στην αντίκρουση του Αλ. Τσίπρα είναι ότι στην πολιτική πολύ λίγο μετράνε οι καλές προθέσεις. Αυτό που κατά βάση μετράει είναι ο δοσμένος χειρισμός των ζωτικών ζητημάτων του Ελληνικού λαού από τον Αλ. Τσίπρα έναντι της Ε.Ε., που ήταν απαίσιος και έφερε καταστροφικό αποτέλεσμα.
2) Το διακύβευμα του Κ. Μητσοτάκη
Λέει (περίπου) ο Κ. Μητσοτάκης το εξής: “Το διακύβευμα είναι αν θα υπάρξει ανάπτυξη της χώρας ή θα μείνουμε σε λαϊκίστικες πολιτικές υποσχέσεων χωρίς αντίκρυσμα”.
Θα αποδείξουμε ότι δεν υπάρχει κανένα διακύβευμα. Διακύβευμα είναι η επιλογή ανάμεσα σε αυτό που ήδη έχουμε (και αυτό ακριβώς διακυβεύεται) και σε μια άλλη κατάσταση που μπορεί να μας δώσει κάτι καλύτερο ή και να χάσουμε αυτό που ήδη έχουμε.
Εμείς δεν έχουμε καμιά Ανάπτυξη, και σε αυτό, αν ο Αλ. Τσίπρας ευθύνεται μία φορά, η ΝΔ (με παλαιότερους ηγέτες προφανώς) ευθύνεται δύο. Ούτε η Ελλάδα εξαιτίας ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει κάτι αξιοζήλευτο για να το διακινδυνεύσει προς χάριν της Ανάπτυξης.
Αν και το διακύβευμα του Κ. Μητσοτάκη δεν είναι διακύβευμα, είναι όμως δίλημμα σε όλο του το μεγαλείο.
Ουσιαστικά ο Κ. Μητσοτάκης λέει: “Αν θέλετε Ανάπτυξη, θα έχετε μισθούς πείνας, διαφορετικά αν θέλετε κανονικούς μισθούς, δεν θα έχουμε Ανάπτυξη και η ανεργία θα επεκταθεί ακόμα περισσότερο”.
Πού φαίνεται αυτό το δήθεν διακύβευμα του Κ. Μητσοτάκη; Φαίνεται ακριβώς στην εναλλακτική λύση, όπου φωτογραφίζει την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ (ή θα μείνουμε σε λαϊκίστικες πολιτικές υποσχέσεων χωρίς αντίκρυσμα). Οι λαϊκίστικες πολιτικές είναι οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για επαναφορά του παλιού κατώτατου μισθού.
Γιατί είναι χωρίς αντίκρυσμα; Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί με υψηλούς μισθούς 750 ευρώ, δεν θα έρθουν επενδυτές που ψάχνουν για φτηνή Εργατική Δύναμη, και δεύτερον, γιατί η ίδια η Ε.Ε. έχει ως πολιτική της τη μείωση της τιμής της Εργατικής Δύναμης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και δεν θα επιτρέψει να γίνει κακή αρχή από την Ελλάδα, που την πάτησαν στον λαιμό για αυτόν ακριβώς τον λόγο.
3) Πού έχει δίκιο ή άδικο ο Αλ. Τσίπρας;
Ανεξάρτητα από τις ευθύνες που έχει ο Αλ. Τσίπρας για την κατάσταση λιτότητας στην οποία βρισκόμαστε, τώρα που ξαναμιλάει ως αριστερός (θράσος, ε!) μιλάει καλά γιατί λέει ότι πρέπει να λήξει η πολιτική της λιτότητας. Αυτό όμως σκοντάφτει στην Πολιτική του Νεοφιλελευθερισμού, που είναι η γενική γραμμή στην Ε.Ε. για την πολιτική οικονομία στις χώρες της. Επιμένει όμως ο Αλ. Τσίπρας: “Εμείς αυτήν την πολιτική θα την αλλάξουμε!”. Αυτό είναι απλά ένα δόλιο ψέμα. Εντός πλαισίων συστήματος και Ε.Ε. αυτό αποκλείεται γιατί ο Νεοφιλελευθερισμός είναι ο αυτόματος Καπιταλισμός που θεσμοθετείται.
Οι έννοιες Σύστημα και Ε.Ε. ενέχουν ως λειτουργικό στοιχείο της ουσίας τους τον Νεοφιλελευθερισμό. Ο Νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μοιραίος, αλλά αλλάζει μόνο με ένα λαϊκό κίνημα που θα σαρώσει Σύστημα και Ε.Ε. Ακριβώς γι αυτό ο Κ. Μητσοτάκης λέει για λαϊκίστικες πολιτικές υποσχέσεων χωρίς αντίκρυσμα.
Όταν ο Αλ. Τσίπρας λέει ότι μπορεί να υπάρξει Ανάπτυξη με αυξημένους μισθούς εργατών, έχει μεν δίκιο, αλλά εκτός πλαισίων και θεσμών της Ε.Ε. (και νοοτροπίας των ηγετικών στελεχών τους).
4) Πού έχει δίκιο ή άδικο ο Κ. Μητσοτάκης;
Όλη η σκέψη του Κ. Μητσοτάκη ξεκινάει από τη λογική ότι το Σύστημα είναι δεδομένο και η Ε.Ε. δεδομένη επιλογή μας. Αν αυτήν τη σκέψη τη δεχτούμε, τότε ο Κ. Μητσοτάκης είναι ο ρεαλιστής πολιτικός ενώ ο Αλ. Τσίπρας είναι αιθεροβάμων (ή λαοπλάνος).
Προφανώς δεν δεχόμαστε αυτήν τη σκέψη του Κ. Μητσοτάκη και από κει πέρα όλα κρίνονται και όλα αμφισβητούνται.
Στο καίριο πρόβλημα που είναι η Ανάπτυξη:
Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι δεν νοείται καμιά Ανάπτυξη αν, πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, δεν ικανοποιείται ο παράγοντας Άνθρωπος-Εργαζόμενος. Επομένως μιλάμε για Ανάπτυξη μόνον αν τα μεροκάματα είναι ικανοποιητικά για την Εργατική ζωή. Η δεύτερη παρατήρησή μας είναι ότι Ανάπτυξη που στηρίζεται στις ιδιωτικές επενδύσεις πάντα θα προσκρούει στο δίλημμα: μικρός μισθός ή μεγάλη ανεργία.
Αν όμως απορρίψουμε αυτή τη λογική και προτείνουμε κρατικές επενδύσεις με σχεδιασμένη Οικονομία (στα πλαίσια μιας αυτόνομης Εξωτερικής Πολιτικής) τότε είναι δυνατόν να έχουμε και Ανάπτυξη και κανονικούς μισθούς!
5) Είναι καλός ή κακός ο Δικομματισμός;
Υπό τις δεδομένες συνθήκες, το μόνο καλό του Πολυκομματικού Συστήματος (νομοθετικά και πρακτικά) είναι η παρουσία του ΚΚΕ.
Το βασικό κακό του Πολυκομματισμού είναι ότι οι Αστοί μπορούν άνετα να μας δουλεύουν διακυρήσσοντας ότι υπάρχει Δημοκρατία, γιατί στη Βουλή υπάρχουν πολλά κόμματα.
Από κει και πέρα, τι Δικομματισμός, τι Πολυκομματισμός, είναι: “Τι λάχανα, τι μπρόκολα!”.
Γιατί σε ένα Σύστημα (και όχι μόνον κοινωνικό) το ουσιώδες δεν βρίσκεται στη μορφή, αλλά στο περιεχόμενο. Το περιεχόμενο προσδιορίζει τη μορφή και όχι το αντίστροφο. Αν συγκεκριμένα μιλάμε για κοινωνικο-πολιτικό Σύστημα, το κύριο δεν είναι ο τρόπος διακυβέρνησης, αλλά το είδος αυτής της διακυβέρνησης.
Ο Σοσιαλισμός είναι καλός γιατί κυβερνάει ο Λαός και υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, και ο Καπιταλισμός είναι κακός γιατί κυβερνάνε οι Καπιταλιστές και υπάρχει κοινωνική πόλωση και εξαθλίωση.
Αν οι Καπιταλιστές κυβερνάνε με μονοκομματισμό, δικομματισμό ή πολυκομματισμό, αυτό λίγο μετράει για τον λαό. Αυτό δεν αποκλείει σε ένα Κοινοβουλευτικό Σύστημα, το ένα κόμμα να ασκεί χειρότερη πολιτική από το άλλο και οι πολιτικοί του ενός κόμματος να είναι πιο διεφθαρμένοι από τους πολιτικούς του άλλου κόμματος.