Οι άναυτοι, οι ακλούμπηστοι κι οι ξεσαούρωτοι, που δεν ξέρουν από θάλασσα.- Γράφει ο Γιάννης Χειλάς

451

Από τη Συλλογή : “Σοφές κουβέντες των θαλασσινών μας”

« Ηφόρτωσα το περγαντί και τού’βαλα  σα(β)ούρα,

τώρα το ηκατάλαβα πως πάει η βάρκα ντούρα*. »

                                                                          θαλασσινό δίστιχο

Και στο αιγαιοπελαγίτικο τραγούδι «βάρκα γιαλό…»

«Θα της βάλω και σα(β)ούρα

να πηγαίνει η βάρκα ντούρα,

ω,τριάλαριλαλό, βάρκα γιαλό !»

Να   ’μαστε   πάλι κατάγιαλα, παρέα με τους θαλασσινούς. Εκεί στο αραξοβόλι, πίσω από το  « Μοναστηράκι της  Βου(β)αλίνας» (Της του Θεού Ειρήνης), συνάντησα  αγαπητό παλιόφιλο· «καραμάνι», χρόνια  στα καράβια από τα νιάτα του. Τον καλημέρισα και τον χαιρέτισα ναυτικά, όπως συνηθίζουν να χαιρετιούνται γνώριμοι θαλασσινοί που «έφαγαν ψωμί κι αλάτι» και πάλιωσαν μαζί με τις ψαρόβαρκές τους.

– Έι «παλιόβαρκα»,  τι χαμπάρια ;

– Μες  στ’ αμπάρια δάσκαλε, μ’ απάντησε σεκλετισμένος. Σαούρα άχρηστη  για τ’ αμπάρια θέλουν να μας καταντήσουν  οι άναυτοι, οι ακλούμπηστοι κι οι ξεσαούρωτοι, που δεν ξέρουν από θάλασσα. Αν γνώριζαν να ρεμετζάρουν  και να λιμανιάσουν έστω κι  ένα καϊκόβαρκο, τα πράγματα θά ‘ταν διαφορετικά! και συνέχισε:

– Δεν το βάζουμε όμως κάτω. Είμαστε γερά σκαριά. Ακόμα δεν κουστάραμε! (γύραμε). Πρέπει να  το καταλάβουν. Πάντα ανάπλωρα θ’ αρμενίζουμε!

Οι κουβέντες του  με προβλημάτισαν. Κατέχω το γλωσσικό κώδικα και το πνεύμα  των θαλασσινών μας. Μεγάλωσα μαζί τους! Κατάλαβα τι εννοούσε. Αυτό  ήταν που μου έδωσε  και την αφορμή να επιχειρήσω να κάνω γνωστές  στους αγαπητούς αναγνώστες αυτές, τις όλο νοήματα  και συμβολισμούς, αρχέγονες ναυτικές λέξεις.  Να μάθουμε τη ναυτοσύνη των γνωστικών προγόνων, που η πλανεύτρα η θάλασσα, η απέραντη και η πλατιά με τα πλεούμενα της που  την αρμενίζουν  «διαπορεύονται»   και τα γεννήματά της  « ων ουκ έστιν αριθμός…» διδάσκουν σοφία εμάς τους στεριανούς!

Ας  αρχίσουμε λοιπόν από την αρχαία λέξη  έρμα

α ) έρμα – έρματα (το)  (αρχ. ομηρικό) α) υποστηρίγματα  πλοίου, όταν αυτό είναι τραβηγμένο στη στεριά. « νήα  μεν …. επ’ ηπείροιο έρυσσαν …. υπό δ’ έρματα μακρά τάνυσσαν. (Ιλ. Α΄486(τράβηξαν το καράβι  ψηλά στην αμμουδερή  στεριά  και  έβαλαν από κάτω στηρίγματα μεγάλα, μπουντέλια και φαλάγγια)

β)  τοποθέτηση  υλικών στα  πλεούμενα για σταθερή πλεύση   «… πολλήν δ’ επεχεύατο ύλην»     Οδ. ε΄257 ( Αφού σκάρωσε τη σχεδία του ο Οδυσσέας την φόρτωσε με μπόλικη σαβούρα για ν’ αρμενίζει στέρεα και στρωτά…)

  Υγρόν  έρμα – υγρή σαβούρα : Εκτός από τη σαβούρα με στέρεα  υλικά οι ναυτικοί χρησιμοποιούν και νερό, θαλασσινό (θαλασσοέρμα) που μ’ αυτό γεμίζουν ειδικές δεξαμενές στα πλοία ( δεξαμενόπλοια, φορτηγά ποντοπόρα κ.α.) ώστε να έχουν ευστάθεια στην πλεύση  τους, πριν το κανονικό φόρτωμα.

ανερμάτιστος, (ο) ‘ αυτός που δεν έχει στηρίγματα – βάσεις, ο χωρίς σαβούρα, ο ασαβούρωτος – ο ξεσα(β)ούρωτος

β) σαβούρα  (η), ( λατ. saburra ) =  έρμα – στήριγμα πλοίων, βάρος από άχρηστα υλικά που  τοποθετείται στ’αμπάρι των πλεούμενων για να ισορροπούν και να έχουν ντούρα – σταθερή πλεύση στο αρμένισμά τους.

΄Εννοιες για τη σαβούρα:

α) Παλιά και άχρηστα υλικά.

φρ. «Παλιάτσος ο άντρας μου, ό,τι άχρηστο και παλιόπραμα βρει νεμαζεύει το. Ηγέμισε το σπίτι ‘πο σαούρα

β) Σωρός από μεγάλα  πετροχάλικα (χοχλακούρα) που συγκεντρώνονται στις όχθες και στις εκβολές ποταμών  ή  από κατολισθήσεις στις παρυφές πετρόλοφων και άγονων χωραφιών.

φρ. – « Άμα εν το  θέλεις το φαί, α  σου βρω σκούλους (χόρτα) της σαούρας!»

γ) Άνθρωποι κατώτερης πνευματικής  και κοινωνικής στάθμης, ανίκανοι, άχρηστοι για προσφορά έργου.

φρ.  «Καπ  –  Γιώργη, πού την ήβρες και την πήρες τόση σαούρα για πλήρωμα στο καϊκι σου; ΄Ολη την αχρηστία νεμάζεψες !

δ) Κατανάλωση  μεγάλης  ποσότητας τροφών, παραγέμισμα του στομαχιού.

φρ.  «΄Ηφαε του σκασμού, ηπεριδρόμιασε, ησαούρωσε για τα καλά, ηγέμισε τη κοιλάρα του και ήπεσε α κοιμηθεί»

γ) σαβουρώνω = φορτώνω – τοποθετώ έρμα – σαβούρα στο κύτος, κάτω στο πανιόλο – βάση του αμπαριού  των πλεούμενων. Το σαβούρωμα είναι απαραίτητο να γίνεται για να μπορεί το κάθε σκάφος να  έχει ευστάθεια και καλό, σίγουρο αρμένισμα :

« Να βαραίνει και να πατά στη θάλασσα. Να πιάνει νερά το τιμόνι και να μην ξενερίζει η προπέλα, έτσι ώστε ν’ ακούει το σκάφος, να ντουράρει στο κύμα και να βγαίνει – να σουφρατζάρει  πάνω στον καιρό. Να μην το ξεπέφτουν εύκολα  τα θαλάσσια  ρέματα, ν’αντέχει στις διπλαριές, να μην μποτζάρει  με το παραμικρό, με κίνδυνο να το τουμπάρει η χοντρή θάλασσα.»   ( Από κουβέντες παλιών θαλασσινών)

Τον παλιό καιρό που τα πλεούμενα αρμένιζαν μόνο με τα πανιά και είχαν ψηλά άλμπουρα – κατάρτια, μακριές αντένες και μεγάλα πανιά ( ψάθες, λατίνια, σακολέβες, ράντες κ.α.) για να μαζεύουν τον αγέρα και να παίρνουν ταχύτητα, η σαβούρα ήταν απαραίτητη. Χωρίς αυτήν κανένα πλεούμενο δεν μπορούσε να λύσει παλαμάρι και να ξανοιχτεί στο πέλαγος! Ως σαβούρα χρησιμοποιούσαν συνήθως βότσαλα από τις παραλίες, χαλικούρα, χοχλάκους* αλλά και άχρηστα υλικά πού’χαν βάρος, όπως πλάκες από μαντέμι ή  μολύβι ή βαριά σιδερικά.

 Το σαβούρωμα: Το πώς γινόταν το σαβούρωμα αξίζει να καταγραφεί  από μαρτυρίες παλιών ναυτικών που αρμένιζαν με πανάδικα:

« Εμείς είχαμε ένα μπρατσερί, κοντά σαράντα τόνους, πανάδικο με πανί ψάθα και δυο φλόκους μπρος στο μπαστούνι. Το άρμπουρό του ήταν ψηλό. Στραβολαίμιαζες να δεις την κορφή του κι  η αντένα του πανιού κονταροχτυπιόταν με τις ηλιακτίνες! Κουβαλούσαμε ασβέστη απ’ τ’ ασβεστοκάμινα της Αστροπαλιάς και πατελοχώμα απ’ τα γύρω νησιά για τα δώματα. Κάθε φορά που θέλαμε να ταξιδέψουμε, να  πάμε για να φορτώσουμε, πρώτα σαβουρώναμε. Με άδειο τ’αμπάρι και χωρίς σαβούρα δεν ήταν βολετό να βγούμε στο πέλαγος ή σε μπουγάζι με θαλασσωμένο καιρό. Το καΐκι θα’ταν  φελούκι στο παραμικρό κύμα και στο πρώτο πάρσιμο του καιρού θα μας τουμπάριζε.

            Πηγαίναμε τότε με ρεμούτσο (μας τραβούσε μια βάρκα με κουπιά), σαν ήταν μπονάτσα και βρίσκαμε μια βάλα που η παραλία της είχε βοτσαλωτό χαλίκι. Φουνταίρναμε  γιαλό και κοντά στη στεριά, όσο μας σήκωναν τα νερά,  ώσπου μπορούσε να γιαλώσει το καϊκι , βάζαμε ένα μακρύ μαδέρι, πολλές φορές ματίζαμε και δεύτερο, από την κουπαστή  ως τη στεριά και κουβαλούσαμε σε τσουβάλια ή με ζεμπίλια το χαλίκι και το ρίχναμε – το στρώναμε στο πανιόλο, κάτω στη στρώση  τ’αμπαριού.  Ήτανε πολύ κουραστικό να φορτώνεσαι σαν το μουλάρι το τσουβάλι με το χαλίκι, πού ‘σταζε θάλασσα και να το κουβαλάς και να συζυγιάζεσαι πάνω στο μαδέρι, που λύγιζε και καμπάνιζε σαν λάστιχο. Κι έπρεπε να βάλουμε πολλή  σαβούρα. ΄Ισαμε  τέσσερις τόνους και βάλε ! Όταν δεν ήταν μπορετό να γιαλώσουμε  και να βάλουμε μαδέρι, γιατί το καϊκι μας είχε μεγάλη «στέλλα» – βύθισμα και τραβούσε νερά, τότες φουνταίρναμε αρόδο και κουβαλούσαμε τη σαβούρα με το καϊκόβαρκο.

            ΄Ετσι με το καϊκι μας σαβουρωμένο για τα καλά μπορούσαμε με σιγουριά να βγούμε στο πέλαγος. Τη σαβούρα αυτή, σαν φτάναμε στο πόστο που θα φορτώναμε το εμπόρευμα, την αδειάζαμε στη θάλασσα, δηλαδή ξεσαβουρώναμε  ή αν ήταν εκεί κοντά μας άλλο καΐκι  που την ήθελε του την μεταφορτώναμε. Σε κάποια λιμάνια βρίσκαμε και σαβουρόβαρκες. ΄Ηταν μεγάλες βάρκες – μαούνες γανταδούρικες, χωρίς κουβέρτα, όπου έπαιρναν την σαβούρα των καϊκιών στο ξεσαβούρωμά τους και την έκαναν σκάτζα σ’άλλα πλεούμενα που την χρειαζόταν για να σουβουρώσουν. »

* * *

« Οι ανερμάτιστοι –  οι ξεσαούρωτοι …»   ή  « Αυτοί που πλεύουν…»

Ο τρόπος πλεύσης και η ευστάθεια των πλοίων στο νερό – στη θάλασσα, αλλά και ορισμένων ελαφριών υλικών και αντικειμένων έγινε και η βασική αιτία να αποδοθούν, μεταφορικά και οι ανάλογοι χαρακτηρισμοί και παρανόμια – παρατσούκλια σε πρόσωπα που κατά κοινή ομολογία «πλεύουν»,  δεν έχουν έρμα – «σαβούρα», δηλαδή αρχές και βάσεις, θεμελιά (οίον έρμα την των γερόντων αρχήν θεμένη», (Πλούταρχος) θέσεις σταθερές, ιδέες στοχασμένες με βάθος και προοπτική.. Έτσι :

Είναι «γουργούλες …» : Γουργούλα, νεροκολοκύθα, φλασκί. Άδεια, κούφια  στο εσωτερικό της, ελαφριά, επιπλέει χωρίς ευστάθεια· παίζει στην επιφάνεια του νερού!

φρ. – « Φέτος ητσουρμάρισα με το « Γουργούλι»  (καΐκι) του καπ-Καζωνιού. ΄Εχουμε

πάλι να  φάμε κούνημα στη θάλασσα! Σαν τη γουργούλα πλεύει.»       

Είναι «ατίσσαροι, ελαφρίτες, ελαφρόπετρες…»  Από το αρχ. κίσηρις, ελαφρόπετρα που δεν βουλιάζει, επιπλέει και παρασύρεται από τα ρέματα.

Είναι «φελλοί…» : Ελαφρείς  χωρίς βάρος στις θέσεις, στις απόψεις τους, άστατοι,    επιπλέουν – φελλοπλεύουν…

Είναι επιφανειακοί, άδειοι σαν τις μπαμπαφούνες, ελαφρόμυαλοι σαν τ’ άμυαλα κοκόρια που λαλούν και σειούν  τα φτερά στον  αγουμά (κοτέτσι) τους και περνιούνται για… σταυραετοί.  Άστατοι στο χαρακτήρα, επιρρεπείς, ευμετάβολοι, συμφεροντολόγοι,  άνθρωποι της ευκαιρίας, υπερφίαλοι και φιάκες, κ. α. Γενικά δεν χαίρουν υπόληψης, αλλά με το θράσος που τους διακρίνει, κόπτονται ότι όλα τα γνωρίζουν, είναι πρόγλωσσοι και προπέτες  «βγάζουν γλώσσα», (μην πεις της σκρόφας τίποτις μην ’κούσεις ’κείνα πού ’χει) βγαίνουν μπροστά, επιδιώκουν  και αναλαμβάνουν, δυστυχώς, υπεύθυνα πόστα χωρίς να τα «σταίνονται», χωρίς  να έχουν  επίγνωση της σοβαρότητας των καταστάσεων, αρκεί να ικανοποιήσουν την κενοδοξία τους,  με αποτέλεσμα με τις πρώτες δυσκολίες να τα κάνουν «θάλασσα»!

Και καλά αυτές οι ιδιότητες των ατόμων που είναι ξεσαούρωτοι  και  «πλεύουν» να περιορίζονται σε προσωπικό επίπεδο. Τι γίνεται όμως αν κατέχουν πόστα  και θέσεις που επηρεάζουν τις τύχες άλλων;  Το βέβαιο είναι ότι:

«Ένα πλεούμενο χωρίς σαούρα, με πλήρωμα άναυτους ναύτες – «καντηλανάφτες» και… με καπετάνιο ανερμάτιστο και ακλούμπηστο, που  να μην ξέρει να κλουμπά – κολυμπά, είναι σίγουρο ότι ή  θα καταποντισθεί ή θα εξοκείλει. Και τότες….ποιός πληρώνει το βαρκάρη; »

Γιάννης Αντ. Χειλάς

Δάσκαλος, Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου