Του Παναγιώτη Μ.Βούρου
Τον διευθυντή μου (ο τίτλος μένει πάντα) τον Σακελλάρη Τρικοίλη, τον γνώρισα στη Β’ Γυμνασίου. Στο Χωριό. Και αμέσως μετά, στο Νικηφόρειο Λύκειο. Πέντε ολόκληρα έτη στην εκπαιδευτική του θητεία στα ηνία των σχολικών μου αναμνήσεων. Οι εντυπώσεις δεν ήταν απλά καλές, ήταν άριστες. Θυμάμαι σαν χθες, καί στο Γυμνάσιο καί στο Λύκειο, προτού μας αναλάβει, να υπάρχει μια ελαφρότητα. Φυσικά άρεσε σε όλους. Πρώτα σε μένα. Είναι στη φύση μου. Κατάφερε λοιπόν, σαν ένα μαγικό ραβδάκι, να μετατρέψει το σχολείο σε εκκλησία. Και μιλώ μεταφορικά. Δηλαδή να βάλει μια τάξη μια πειθαρχία και ένα σεβασμό προς τον ιερό θεσμό της Παιδείας πρώτα κι έπειτα στον καθηγητή μας και τέλος τέλος στο σχολείο το ίδιο που μας υποδέχεται και μας μαθαίνει γράμματα με δωρεάν συγγράμματα καθότι ήταν δωρεάν η Παιδεία τότε, που εγώ είχα να το λέω και να το θαυμάζω. Μέσα σε λίγες μέρες μπορούσε να σβήσει τις όποιες φήμες ή παρατράγουδα υπήρχαν, και να αλλάξει ριζικά το σκηνικό. Πάντα προς το καλύτερο. Θα πει κάποιος…με αυστηρότητα; Σαφώς, αλλά όχι την αυστηρότητα “επιβάλλω και διατάζω”, αλλά της επιμόρφωσης. Πας σπίτι σου, και αν το ξανά κάνεις, θα ξανά πας σπίτι σου. Μέχρι να ξεχωρίσεις πως οι άσχημες συμπεριφορές (δεν μιλάμε για εφηβικές ανησυχίες και χαβαλέ) δεν χωρούν στο δικό του επτάωρο ούτε στην δική του διεύθυνση. Ούτε φωνές, ούτε προσβολές. Διότι είχε ένα απίστευτο ταλέντο, μια ιδιαίτερη κοφτερή ευγένεια να σε κάνει να τον σέβεσαι (όχι να τον φοβάσαι) δίχως να χρειαστεί να πει κουβέντα. Ήξερες ότι έσφαλες και ήξερες ότι δικαιολογημένα θα τιμωρηθείς. Και θα έλεγες κι ευχαριστώ. Όπως είχε κι ένα ταλέντο να είναι δίκαιος. Δίκαιος. Δεν θυμάμαι ποτέ ακόμη κι αν άργησα το πρωί, ακόμη κι αν έλειψα από το σχολείο, ακόμη κι αν έκανα γκάφα, ακόμη κι αν έπρεπε να ζητήσω χάρη που δεν επιτρεπόταν ουσιαστικά, να μην με βοηθήσει. Ναι, ήταν ελαστικός και δεκτικός να σε ακούσει και να σε καλύψει. Γιατί προείχε για τον ίδιο η διαπαιδαγώγησή σου η συνολική στο σχολείο αλλά και ο τρόπος που το ζητούσες. Και δεν έχω να πω το παραμικρό αρνητικό για τον εκλιπόντα Σακελλάρη Τρικοίλη.
Παρότι δε ήταν αθεράπευτα τυπικός και σχολαστικός, σε ό,τι αφορούσε την διαχείριση του σχολείου και το εκπαιδευτικό επίπεδο που ήθελε να ήταν υψηλό, θυμάμαι είχε ένα χιούμορ που έλεγα…δεν μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος. Ένα χιούμορ απίστευτο, έξυπνο, αυθόρμητο και διαχρονικό. Γιατί αν τον προσέγγιζες με ειλικρινή κίνητρα σου ανοιγόταν. Η σχέση δε με τους καθηγητές, όσο θυμάμαι υπήρξε άριστη και διαρκής. Ήθελε την ισορροπία και οτιδήποτε εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία να λύνεται αμέσως.
Το να μιλήσω για την ψαλτική και την συγγραφική του πορεία, είμαι λίγος. Μιλούν τα ντοκουμέντα και οι βραβεύσεις. Θα μιλήσω για τις βαθύτατες πολιτικές ανησυχίες που είχε. Για την εξαιρετική του δημοσιογραφική πινελιά στα πράγματα του τόπου. Παίρνοντας ξεκάθαρη θέση ασκώντας κριτική δίχως εξαιρέσεις. Γιατί δεν μπορούσε να μην έχει ενεργό ρόλο στην κοινωνία μας.
Τέλος, θα κλείσω με τις ολιγόλεπτες συζητήσεις μας, όταν θα έπαιρνε τα αγαπημένα του αμυγδαλωτά, με το βεσπάκι, και είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες. Ακμαιότατος, χαμογελαστός, που η ηλικία φαινόταν σαν ένας αριθμός. Ήταν δυνατός και ορεξάτος για ζωή. Πολύ στενοχωρήθηκα που έφυγε από κοντά μας έτσι απρόσμενα (είχα να τον δω καιρό, δεν γνωρίζω) ο αγαπημένος μου διευθυντής. Γιατί θα ήθελα τόσο πολύ, να έχω μερικές κουβέντες μαζί του. Ξανά. Έτσι σαν ένα επίλογο. Μεγάλο το κενό για το νησί μας. Μεγάλο κενό για μένα.
Αντίο σε έναν πιστό στρατιώτη της εκκλησίας και του πολιτισμού.
Αντίο αγαπημένε Σακελλάρη Τρικοίλη.
Αντίο δάσκαλέ μου.
Συλλυπητήρια στην οικογένεια και τους οικείους