«Αχταρμάς»: Το αγέρωχο σφουγγαροκάϊκο! -Γράφει ο Γιάννης Χειλάς

385

Με αφορμή την εκδήλωση αναβίωσης του ξεκινήματος των Καλυμνίων σφουγγαράδων “ΤΟ ΠΟΚΙΝΗΜΑ”, την Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023, κρίναμε σκόπιμο να σας παρουσιάσουμε το εξαιρετικό με ιστορικά στοιχεία άρθρο του Γιάννη Χειλά για τον  αχταρμά «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ» και του νεόχτιστου σφουγγαροκάϊκου,  πιστού αντίγραφου του, που θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκδήλωση.

Από το Έπος των σφουγγαράδων της Καλύμνου.

Το σφουγγαράδικο καΐκι, ο αχταρμάς «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ Ν.ΚΑΛ.16» (αυτό ήταν το πρώτο του νηολόγιο το 1938), αραγμένο στο λιμάνι της Καλύμνου. Πανέμορφο στολίδι της Ναυπηγικής τέχνης, φροντισμένο και συντηρημένο, προκαλεί τον θαυμασμό όλων. Στους Καλύμνιους φέρνει δάκρυα συγκίνησης, για το μεγαλείο και τη λεβεντιά του νησιού τις αλλοτινές εποχές και στους επισκέπτες,  που δεν το χορταίνουν, θαυμασμό και ικανοποίηση για το ότι έχουν να πάρουν μαζί τους τις καλύτερες  εντυπώσεις από το ξακουστό σφουγγαρονήσι, την Κάλυμνο!

Ιστορικά στοιχεία  για τον  αχταρμά «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ»

Πριν 7 χρόνια, όλη η Κάλυμνος  χαιρέτισε, με ικανοποίηση και βαθιά συγκίνης, την καθέλκυση – το «ρίξιμο» στη θάλασσα του νεόχτιστου σφουγγαροκάικου,  πιστού αντίγραφου του  αχταρμά «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ  ΝΗΟΛΟΓΙΟΥ  ΚΑΛΥΜΝΟΥ  16 », ( έτος πρώτης ναυπήγησης 1937 – 1938 από την οικογένεια  Γεωργίου Ν.  Σαρούκου (Τριπολίτη).  Θεωρώ υποχρέωσή μου, προς τη ναυτική μας παράδοση,  να ενημερώσω, με ακριβή  στοιχεία που πάρθηκαν από τους ίδιους τους κατασκευαστές του, αλλά και παλιούς σφουγγαράδες, (πληρώματα και δύτες) που αρμένισαν – δούλεψαν σ’ αυτό, για το αγέρωχο αυτό σφουγγαράδικο πλεούμενο,  το οποίο και έγραψε ιστορία στο χώρο της σφουγγαροσύνης.

Γενάρχης και πρωτομάστορας της οικογένειας ο Γεώργιος Νικολάου Σαρούκος. Πνεύμα ανήσυχο, (αραντάριστος), στέλνεται νεαρός,(1880 περίπου) από τον πατέρα του να μάθει την τέχνη του ταρσαναζή στα καρινάγια – «αρσανάδες»  του «Όρους» (Βόλο – Τρίκερι). Κατεβαίνει και στην  Τρίπολη της Λιβύης, όπου  δουλεύει  στο καρνάγιο της οικογένειας του Μανόλη Σταυριανού, που είχαν την καταγωγή τους από τη Χάλκη της Δωδεκανήσου. Επιστρέφοντας στην Κάλυμνο, από την Τρίπολη (γι αυτό του έδωσαν και το παρανόμι Τριπολίτης ),  ολοκληρωμένος πια μάστορης σκαρώνει σφουγγαράδικα πλεούμενα, δημιουργεί την οικογένειά του (πέντε γιους και δύο κόρες) που κι αυτοί με τη σειρά τους  μαθαίνουν την τέχνη του.  Από νωρίς  ξεχωρίζει ο Θεοφίλης, που το 1937  (25χρόνων) σχεδιάζει – βγάζει το χνάρι του αχταρμά, ο οποίος σκαρώνεται και χτίζεται απ’ όλα τ’ αδέλφια και ονοματίζεται προς τιμή του πατέρα τους «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ»  και έφερε το « ΝΗΟΛΟΓΙΟ ΚΑΛΥΜΝΟΥ 16»

Το σκάφος ανήκει στους Τριπολίτηδες, που το συνδιαχειρίζονται  με σφουγγαροκαπεταναίους. Στα ταξίδια συμμετέχουν ως πληρώματα και μέλη της οικογένειας.  Μετά από λίγο καιρό το σκάφος αγοράζεται με « χρυσές λίρες»  από τον Καπετάν Γιάννη Λαμπρινό τον «Ψύλλο». Στα χέρια του καπ- Λαμπρινού το «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ» γίνεται το κυρίαρχο σφουγγαροκάικό του. « Βαθύτικο» (35 οργιές βάθος και … όξω)  με πλήρωμα 21 νοματαίους (απ’ αυτούς 14 δύτες), αρμενίζει για χρόνια όλη τη Μεσόγειο, φτάνει και ως κάτω το Αλγέρι, όπου ψαρεύει το κόκκινο κοράλλι.! Στο πήγαινε έλα από την  Μπαρμπαριά φέρνει  «μπάλλες» το σφουγγάρι! Το τέλος του όμως άδοξο. Τα σφουγγαροτάξιδα στη Β Αφρική σταματούν. Οι κυβερνήσεις Αιγύπτου, Λυβίης και Αλγερίας εθνικοποιούν τις ενάλιες   σπογγοφόρες περιοχές τους και δεν επιτρέπουν την αλίευσή τους. Η σπογγαλιεία,  με τις μεγάλες ξεκινήσεις,  πήρε την κάτω βόρτα! Το σφουγγαροκάικο,  γέρικο πια, τραβιέται στο Λαφάσι, το καρνάγιο της Καλύμνου, όπου και διαλύεται από εγκατάλειψη! 

            Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά,  το 2013,  ο εγγονός του Γεώργιου Σαρούκου Μιχάλης, μαζί με τους δυο του γιους, Νικόλα και Νεκτάριο (δισέγγονα του γερο – Τριπολίτη) αποφασίζουν να ξαναχτίσουν, το παλιό σκαρί. Πρωτοστατεί ο Νικόλας Μιχαήλ Σαρούκος, που από μικρό παιδί «αρπάζε»ι την τέχνη από τον παππού του Νικόλα και τον Γιώργο Ιακώβου της γενιάς των «Γλάρων» (Γιάννη Χειλά). Το χνάρι το παλιό, βρίσκεται φυλαγμένο με επιμέλεια στην προγονική « παράγκα» του ταρσανά τους.  Το όνειρο να ξαναχτιστεί το σφουγγαροκάικο «σύμβολο» της οικογένειας, γίνεται πράξη. Οι θύμησες ξαναζωντανεύουν. Με σεβασμό στη ναυπηγική  παράδοση, βήμα βήμα, χτίζεται ο νέος  «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ», ίδιος απαράλλακτος. Με ξυλεία  από βουνίσια πεύκα, με τα  καρφιά και όλα του τα σιδερικά ανοξείδωτα. Εξοπλίζεται με την παραμικρή λεπτομέρεια  στις αρματωσιές, στα ξάρτια, στα εργαλεία δουλειάς, που έφερε το σφουγγαράδικο της τότε εποχής. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του το επισκέπτονται παλιοί σφουγγαράδες, συγκινούνται, συμβουλεύουν, προσφέρουν τις γνώσεις τους, βοηθούν. Η παλιά μηχανή τύπου «Παπαθανάση» επισκευάζεται, ξαναμοντάρεται από τους ίδιους μοτορίστες (Μιχ.Κουφάκη, Νικ. Ποντικό, Νικ. Σδρέγα) που την δούλεψαν, ως μοτορίστες της. Ο χαρακτηριστικός της ήχος με τα δαχτυλίδια του καπνού της εξάτμισης ξανακούγεται!. Ακόμα και τα «Γράμματα» – το όνομά του (δόθηκε το όνομα του γενάρχη της οικογένειας), γράφτηκαν από τον  ίδιο καλλιτέχνη, το δάσκαλο Γιάννη Χειλά, που πριν 50 χρόνια, γυμνασιόπαιδο τότες, τα είχε ξαναγράψει. «Αρχή και τέλος η μνήμη εδώ   δεν έχει!»  Ο κόσμος της σφουγγαροδουλειάς, η Κάλυμνος όλη αναρρίγησε,  πάτησε  ξανά στις ρίζες της παράδοσής  της, «έκαμε το σταυρό της»! Να γίνει η αρχή, ώστε να ξαναζωντανέψει, μέσα από το  οργανωμένο  Ναυτικό της Μουσείο η ναυτική και σπογγαλιευτική δυναμική της. Και  το σκάφος ολοκληρωμένο πια, πανέμορφο, φρεσκοβαμμένο,  με τα πλουμιά του,  ζωντανό δείγμα της παλιάς σφουγγαράδικης λεβέντικης εποχής, αραγμένο κάτω από το λιμεναρχείο έγινε στολίδι στο λιμάνι του νησιού και δέχεται το θαυμασμό  και τις ευχές όλων.           

Για να ολοκληρωθεί όμως  το κεφάλαιο αυτό κρίνουμε πως είναι απαραίτητο να δώσουμε και στοιχεία για τον «αχταρμά», το αγέρωχο αυτό σφουγγαράδικο σκαρί.

***

Ιστορικά στοιχεία για τους «αχταρμάδες»

αχταρμάς(ο) (τουρκ. aktarma) α) ανακάτεμα, ανάμειξηΦρ. – «Τά ’καμε όλα ένα αχταρμά!» Στην ενέργεια όμως αυτή θα πρέπει να επισημανθεί η ειδοποιός διαφορά.  – «Έκαμε αχταρμά» δηλ.  έφερε τα πάνω κάτω, όπως ακριβώς γίνεται με το σκάψιμο του χωραφιούγια την ανανέωση το φρεσκάρισμα των παλιών υλικών.

β) σφουγγ. Το παραδοσιακό και χαρακτηριστικό  σκαρί του σφουγγαράδικου καϊκιού, του «μηχανοκάικου», που έφερε την καταδυτική μηχανή – αεραντλία του σκάφανδρου. Είναι ένα νέο χνάρι – σκαρί  που  στηρίχτηκε σε παλιά παρεμφερή χνάρια και  διαμορφώθηκε  σύμφωνα με τις ανάγκες της σπογγαροδουλειάς.

 Η πρωταρχική του μορφή ήταν το  «τρεχαντήρι», μικροκάικο, ελαφροκαμωμένο, που ήταν πανάδικο (λατίνι ή σακολέβα)  στα αρμενίσματα και στη δουλειά κωπήλατο. – « Τα τρεχαντήρια,  αμπάσα – χαμηλοβιαρισμένα  όπως ήταν, μπορούσαν  οι κουπάδες να τραβούν τα κουπιά και  να τα φορτώνουν στις μεγάλες τρεχαντήρες*- μπρατσέρες, που τα κουβαλούσαν, για να ψαρέψουν το σφουγγάρι, στις μακρινές ακτές της Μπαρμπαριάς.» 

Από το 1915 περίπου στα σφουγγαροκάικα βάζουν  βαριές μηχανές, κινητήρες εσωτερικής καύσης – diesel  και οργανώνουν αυτοδύναμα τα μακρινά σφουγγαροταξιδά τους στις θάλασσες του Αιγαίου, της νοτιοανατολικής Μεσογείου και βόρειας Αφρικής – Μπαρμπαριάς. Οι σφουγγαράδες στις παράτολμες εξορμήσεις τους, είχαν ανάγκη από πλεούμενα  πιο εξοπλισμένα, πιο θαλασσόμαχα  και έτσι μετέτρεψαν   τα τρεχαντήρια τους, αρχικά  σε  «αχταρμαέλια» των  7-8 μ.  και αργότερα σε αχταρμάδες των 12 – 13 μ.  με νέα ναυπηγική κατατομή – «κανόνα»

Στα καρνάγια – ταρσανάδες της Καλύμνου, της Σύμης, της Ύδρας κ.α. τεχνίτες επιδέξιοι και χαρισματικοί,  καραβομαραγκοί – ταρσαναζήδες ( «τέκτονες»  κατά τον ΄Ομηρο), σκαρώνουν και χτίζουν, με ξεχωριστό τροποποιημένο χνάρι για τον καθένα,  πλήθος αχταρμάδων,  που αναλαμβάνουν  το κύριο βάρος της σπογγαλιείας και γίνονται τα κυρίαρχα «μηχανοκάικα»* των θαλασσών.

Ο ψηλοκέφαλος αχταρμάς «ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ  Κ. 24»  Κατασκευάστηκε στην Κάλυμνο, με διαφορετικό χνάρι,- κάθε μάστορας και το δικό του – από τους «Γλάρους» – οικογένεια του Γιάννη Γεωργ.. Χειλά – «Γέρο – Γλάρου», τη δεκαετία του 1950. Στα χέρια του πλοιοκτήτη του, Λημνιού λεβεντοσφουγγαρά  Καπ – Βασίλη Μπόλκα, έγινε το στολίδι ανάμεσα στα σφουγγαροκάικα της Νέας Κούταλης στη Λήμνο.

 Στην κατασκευή τους, οι αχταρμάδες υπερβαίνουν,  κάνουν άνω κάτω –  «αχταρμά» τον ναυπηγικό  « κανόνα» του τριμερίδιου (μήκους – πλάτους 3 προς 1). Διατηρούν το αρχικό σχήμα του γυρτού δρεπανόγυρτου πλωριού  ποδόσταμου του τρεχαντηριού, είναι όμως πιο  ορθόπλωροι – ψηλοκέφαλοι, με ψηλή κάγκα – κοράκι, σαν τις Μαυροθαλασσίτικες αλαμάνες* και  οξύπρυμνοι με βαθιά στέλλα – βύθισμα όπως οι Συμιακές σκάφες, Φροντίζουν να είναι κερεστελίδικα σκαριά, με γερή  σκαρμολό(γ)ηση, γερές δέσεις (στραγαλιές, τουφέκια κ.α.), για ν’ αντέχουν  στο τραμπουκάρισμα στα ψηλά κύματα  και  στις χοντρές θάλασσες. Δίνουν περισσότερο φάρδος στους μεσιακούς σκαρμούς – νομείς  και ύψος στα πλευρικά όπως της τρεχαντήρας. Είναι ψηλοζωσμένοι, κοιλαράδες, γανταδούρικοι με μεγάλο και ευρύχωρο αμπάρι, για να φορτώνονται τα μηχανήματα της δουλειάς, ιδίως της βαριάς  «κάσας» (αεραντλίας σκαφάνδρου) και να  δημιουργούν χώρους για τις  κουμπάνιες και για τον ύπνο των πληρωμάτων (15 -20 νοματαίοι, πληρώματα και δύτες), αλλά και ν’ αντέχουν στο μεγάλο μπότζι της ανοιχτής θάλασσας, σαν ήταν φουνταρισμένοι στη «ράντα», ανοιχτά στις αφρικάνικες κουστέρες. Περιορίζουν το μήκος της καρένας και έτσι  κοντόφαρδοι (κοντοστούπηδες) όπως είναι,  στρίβουν – μανουβράρουν εύκολα επί τόπου. – « Να κάνουν αχταρμά, να χταρδίζουν τη θάλασσα, όπως το οργωμένο χωράφι»  και να παρακολουθούν τις κινήσεις – το «ψάρεμα»  των δυτών στο βυθό.  Στο αρμένισμά τους, παράλληλα με τη μηχανή, κάνουν χρήση και πανιού (τραπεζοειδούς σχήματος), τύπου «ράντας» με μάτσα και πίκι. καθώς  και  πλωριό φλόκο. Το υψωμένο πανί, στην πορεία, κρατάει το σκάφος στρωτό πάνω στον κυματισμό και του δίνει  σταθερή πλεύση και ώθηση!

Δεκαετία του 1960. Οι αγέρωχοι αχταρμάδες, τα περήφανα άτια των θαλασσών , «σταυρώνουν» το λιμάνι, πριν βάλουν πλώρη για το σφουγγαράδικο καλοκαιρινό ταξίδι στην Μπαρμπαριά. Οι ευχές της μάνας Κάλυμνος τους ξεπροβοδίζουν:
Ώρα καλή στην πλώρη σας, καλό σας καλοκαίρι
Πρίμος καιρός να σα λαλεί και πρίμος να σας φέρει

 Οι αχταρμάδες  συνεχίζουν να είναι τα κυρίαρχα σφουγαροκάικα μέχρι  και τη δεκαετία του 1970.- 1980. Τότες σταματούν  τα υπερπόντια ταξίδια στις αφρικανικές κουστέρες ( οι κυβερνήσεις Αιγύπτου και Λιβύης δεν εκδίδουν πια άδειες σπογγαλιείας) και  τη θέση τους παίρνουν νεόκτιστα μακρύλαμνα και γοργοτάξιδα αιγαιοπελαγίτικα τρεχαντήρια, με νέους καπεταναίους, που ψαρεύουν το σφουγγάρι στις ελληνικές θάλασσες. Οι αχταρμάδες γέροι  πια (50 και 60 χρονών), εγκαταλείπονται από τους παλιούς καπεταναίους τους, που κι αυτοί την άραξαν στη στεριά, απόμαχοι και τυραννισμένοι  απ’ τη θάλασσα. Έτσι,  άλλοι  αχταρμάδες εγκαταλειμμένοι  σάπισαν  και βούλιαξαν από «νερά» στο λιμάνι, άλλοι τραβήχτηκαν  στα καρνάγια και τους  έφαγε το λιοπύρι, χωρίς κανένας να νοιάζεται γι αυτούς, ώσπου τους διέλυσαν οι φουρνάρηδες για καυσόξυλα. Αυτό ήταν το θλιβερό τέλος των αγέρωχων αχταρμάδων, που μ’ άξια κουμάντα, μπρατσωμένους κουπάδες, λεβέντες βουτηχτάδες και καπεταναίους θαλασσόλυκους, αρμένισαν πέλαγα τρικυμισμένα, πάλεψαν μ’ αγέρηδες μεσοπέλαγα, με τη μάνητα της Φύσης, έφτασαν σε «Κολχίδες» – σφουγγαρότοπους απόμακρους κι άγνωρους.  Δεν άφησαν τόπο της Μεσογειακής άπλας που να μην τον αρμενίσουν και βυθό της που να μην τον ψαρέψουν! Δέθηκαν με τους σφουγγαράδες τους! Σιγομουρμούρισαν κι αυτοί μαζί με τα πληρώματα τα μερακλίδικα σφουγγαράδικα τραγούδια – «τσιμαρίσματα»  πάνω στη δουλειά ( τον τιρλαντά, το αγάντα για λέσα λεβεντόνια και της Μπαρμπαριάς γλαρόνια…κ.α. ), έγιναν ένα με την ψυχή των σφουγγαράδων, που το πικρό τους δάκρυ πότισε την κουβέρτα – κατάστρωμά  τους, για το «χτυπημένο»  από τη νόσο των δυτών, το «σκασμένο» συντροφοναύτη σφουγγαρά.  Καλοδουλεμένοι, σε χρονιές καρπερές,  έφεραν τόνους το σφουγγάρι στο νησί, έδωσαν δύναμη και πολιτισμό για να μείνουν, τέλος,  η θλιβερή ανάμνηση ενός πλεούμενου, που  η ίδια η θάλασσα η πικροκυματούσα,   κρυφά θα τους νοσταλγεί, σαν τους θυμάται, γιατί τους καμάρωνε που την  πάλευαν λεβέντικα στα ίσα,  την  έφερναν  γυροβολιά και κούρσευαν τα σπλάχνα της…  !

Αφιερώνεται στους «Πατριάρχες» της ναυπηγικής τέχνης στη νεώτερη ιστορία της ναυτοσύνης του νησιού μας, καθώς  και στους άξιους συνεχιστές απογόνους τους, που έχτισαν – σκάρωσαν τους περήφανους αχταρμάδες., α) Σαρούκο  Γεώργιο του Νικολάου (Τριπολίτη)  β) Χαλίκο Ιωάννη του Δημητρίου γ) Χειλά Ιωάννη (Γλάρο) και οικογένεια Ζαχ. Καστρινού

Κάλυμνος, Ιούλιος  του 2022

Γιάννης Αντ. Χειλάς

Δάσκαλος, Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου