Το Έπος του ’40 και το Πυροβολικό- Του Αντγου ε.α. Γεωργίου Νακόπουλου

583

Επετειακή Ομιλία 28ης Οκτωβρίου που παρουσιάστηκε την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023,

στο Πολεμικό Μουσείο

Από τον Αντιστράτηγο ε.α. Γεώργιο Νακόπουλο

Προέδρο Συνδέσμου Αποστράτων Αξιωματικών Πυροβολικού

«ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ’40 ΚΑΙ ΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ»

Συγκλονιστικά τα ακόλουθα λόγια του Διοικητή της VIII Μεραρχίας Πεζικού Υποστρατήγου Κατσιμήτρου Χαράλαμπου, όταν στις 27 Οκτωβρίου 1940 γνωστοποίησε στο Γενικό Επιτελείο, ότι ανέμενε την ιταλική επίθεση το πρωί της επομένης, 28ης Οκτωβρίου ή ακόμη και την ίδια νύκτα, της 27ης Οκτωβρίου

«Μπορώ να βεβαιώσω υπευθύνως τον κύριο Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως, ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι. Χωρίς να έχω το ανάστημα του Στρατηγού Πεταίν, που κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν είπε ότι οι Γερμανοί δεν θα περάσουν, όπως και δεν πέρασαν, μπορώ και εγώ να διαβεβαιώσω με πλήρη πεποίθηση ότι οι Ιταλοί δεν θα περάσουν από το Καλπάκι».

Και τελικά τήρησε την υπόσχεσή του και οι Ιταλοί δεν πέρασαν. Αλήθεια, τι ήταν εκείνο που του επέτρεπε να  εκφράζεται με τόση αυτοπεποίθηση, με τόση σιγουριά για το αποτέλεσμα μιας αναμενόμενης σύγκρουσης με ένα από τους ισχυρότερους στρατούς της εποχής εκείνης; Μήπως η πολεμική του εμπειρία (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μακεδονικό Μέτωπο, Μικρασιατική Εκστρατεία), μήπως το άξιο Επιτελείο του και οι υφιστάμενες Διοικήσεις των Μονάδων, μήπως η προετοιμασία της Μεραρχίας του τα δύο (2) τελευταία χρόνια που υπήρξε Διοικητής της, από πλευράς ηθικού, αμυντικής οργάνωσης, μελέτης και γνώσης του εδάφους και επάνδρωσης, μήπως η παλλαϊκή υποστήριξη των Ηπειρωτών, μήπως η βαθειά γνώση της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα της στρατιωτικής (Μάχη Μαραθώνος κλπ), μήπως η ελληνική του ψυχή; Πιστεύω ότι όλα αυτά. Ο Κατσιμήτρος εξέφραζε τη θέληση του Ελληνικού λαού να αντισταθεί και να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της Πατρίδας του.

Πράγματι, η εκτίμηση του Διοικητή της VIII Μεραρχίας υπήρξε ορθή. Αξημέρωτα της Δευτέρας, 28ης Οκτωβρίου 1940, ο τρομακτικός ήχος των σειρήνων μεταφέρει την είδηση του πολέμου. Ενός «προαναγγελθέντος» πολέμου που άρχισε ουσιαστικά δύο μήνες πριν, στις 15 Αυγούστου, με τη βύθιση του ευδρόμου «Έλλη». Δύο μήνες, που έδωσαν τον χρόνο στην ελληνική κυβέρνηση να εντείνει τις προσπάθειες για ολοκλήρωση της στρατιωτικής και πολιτικής προετοιμασίας της χώρας, η οποία είχε ουσιαστικά ξεκινήσει τρία χρόνια πριν, με την κατασκευή της οχυρωματικής γραμμής στα βόρεια σύνορα, της Γραμμής Μεταξά, για να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενη επίθεση από Βουλγαρία. Η κατάληψη της Αλβανίας από τα ιταλικά στρατεύματα στις αρχές  Απριλίου του 1939 και η προφανής πλέον εχθρική απειλή στα ανοχύρωτα βορειοδυτικά μας σύνορα, επέβαλαν τον επανασχεδιασμό της αμυντικής πολιτικής. Το νέο αμυντικό δόγμα που προέβλεπε τον σχεδιασμό και την άμεση εκτέλεση της αμυντικής θωράκισης των αλβανικών συνόρων, ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1939, για να τροποποιηθεί και να λάβει την οριστική του μορφή στις αρχές του 1940. 

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5:30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», συνεγείρει τον ελληνικό λαό, ο οποίος μόλις πριν από λίγες ώρες είχε εκφρασθεί από τον Πρωθυπουργό του.

Λοιπόν, έχουμε πόλεμο, απάντησε ο Μεταξάς στον Πρεσβευτή της Ιταλίας Γκράτσι, μετά την ανάγνωση του τελεσιγράφου, με χέρια που έτρεμαν ελαφρώς και μάτια υγρά, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Γκράτσι. Η στιγμή ήταν δραματική και επίσημη. Το βάρος της ευθύνης  απέναντι στην Ιστορία, στο Έθνος και τις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Δεν λύγισε όμως τους ώμους του Μεταξά.

Είναι ολοφάνερο, πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύκτα, στο σαλονάκι που βρισκόταν μόνος του στο σπίτι του στην Κηφισιά, υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα του τη βαθειά φωνή της εθνικής ψυχής, την οποία εξέφρασε με την άρνηση υποταγής. Αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε δημοσιογραφικό τύπο με την εμβληματική λέξη ΟΧΙ, που παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» της 30ης Οκτωβρίου 1940 και έκτοτε υιοθετήθηκε και από άλλες εφημερίδες.

Κανένας δεν μπορούσε να ξέρει, τις πρώτες εκείνες ώρες, ποια εξέλιξη θα είχε η αναμέτρηση. Όλες οι ενδείξεις, λογικά, έπειθαν πως ο επιτιθέμενος αργά ή γρήγορα, θα επικρατούσε. Ωστόσο ένα πράγμα έκανε αμέσως εντύπωση παντού στο εξωτερικό, όπου έφθασε ο αντίλαλος του εγερτηρίου που σήμανε στον ελληνικό βράχο: Πως η Ελλάδα αντιστεκόταν, πολεμούσε. Με πείσμα. Σε μια στιγμή που οι δυνάμεις του Άξονα ήταν ακαταμάχητες και παντού νικηφόρες, με τη Αγγλία απομονωμένη, τελευταίο μαχητή, και το παιχνίδι κερδισμένο σχεδόν πια από τους δύο δικτάτορες, με τους ηττημένους και ουδέτερους να τους συνέχει δέος, ένα κράτος μικρό, εκεί στην άκρη της Βαλκανικής, ορθώθηκε αποφασισμένο να υπερασπίσει τα ιερά του. Η παράτολμη απόφασή του ξάφνιαζε, η ψυχική του δύναμη συγκινούσε. Ο κόσμος μάθαινε για άλλη μια φορά, πως άξιοι να ζουν,  είναι μόνον αυτοί που ξέρουν να πεθαίνουν.

Περιοχές εκδήλωσης της κύριας ιταλικής επιθετικής ενέργειας, ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η Ήπειρος και η Πίνδος.

           Το ιταλικό πολεμικό Σχέδιο κατά της Ελλάδας προέβλεπε σε πρώτη φάση, την αιφνιδιαστική κατάληψη της Ηπείρου, της Κερκύρας και των λοιπών Ιονίων νήσων και σε δεύτερη την κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας. Μετά την εξασφάλιση των περιοχών αυτών, με νέες δυνάμεις που θα αποβιβάζονταν στα Ηπειρωτικά παράλια, θα προήλαυναν προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, με σκοπό την κατάληψη όλης της χώρας.

     

Το ελληνικό Σχέδιο Επιχειρήσεων προέβλεπε, αρχικά την εξασφάλιση του εθνικού εδάφους με άμυνα επί των παραμεθορίων περιοχών με τις τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις. Σε δεύτερο στάδιο, μετά την ολοκλήρωση της επιστράτευσης και της στρατηγικής συγκέντρωσης των δυνάμεων, θα αναλάμβαναν επιθετικές επιχειρήσεις, ανάλογα με την κατάσταση που θα επικρατούσε. Το Σχέδιο Επιχειρήσεων καθόριζε την άμυνα στην προωθημένη τοποθεσία Καλαμάς ή Θύαμις ποταμός, Ελαία στο Καλπάκι, Γκαμήλα, Σμόλικας, Σταυρός στο Γράμμο (Σχέδιο ΙΒα) ή άμυνα νοτιότερα στην τοποθεσία του Αράχθου ποταμού – Ζυγού Μετσόβου (Σχέδιο ΙΒ). Τελικά υιοθετήθηκε το ΙΒα, δηλαδή άμυνα στην τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς. Ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς είχε προβλέψει σχετικά σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά της παραμονές του πολέμου: «Αν καταφέρουμε να κρατήσουμε τις πρώτες 15 ημέρες του πολέμου, θα νικήσουμε», υπονοώντας την επιτυχή συγκράτηση του εισβολέα από τις Μονάδες Προκάλυψης, μέχρι να φθάσουν στο μέτωπο οι επιστρατευμένες Μονάδες, οπότε και θα ήταν δυνατόν να αναληφθούν επιθετικές επιχειρήσεις.

           Στην Ήπειρο, υπήρχε η VIII Μεραρχία Πεζικού με έδρα τα Ιωάννινα και  Διοικητή τον Υποστράτηγο Κατσιμήτρο Χαράλαμπο, η οποία είχε επιστρατευθεί πλήρως και ενισχυθεί με Μονάδες Πεζικού και Πυροβολικού, με μέτωπο που εκτεινόταν από το Ιόνιο Πέλαγος  μέχρι το όρος Σμόλικας, μήκους περίπου 100 χλμ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προσωπικό της Μεραρχίας κατά τα 4/5 αποτελείτο από οπλίτες καταγομένους από την Ήπειρο. Οι δυνάμεις της διέθεταν 15 Τάγματα Πεζικού, 9 ορειβατικές Πυροβολαρχίες, 3 πεδινές, 2 βαριές, 5 Ουλαμούς Συνοδείας Πεζικού, 2 Τάγματα Πολυβόλων Κίνησης, 1 Λόχο βαρέων πολυβόλων και 1 Μεραρχιακή Ομάδα Αναγνώρισης. Στα τέλη Αυγούστου του προηγουμένου έτους 1939, το Γενικό Επιτελείο Στρατού είχε διατάξει την επιστράτευση της VIII Μεραρχίας, με την κλήση υπό τα όπλα ολόκληρης της δύναμής της, λόγω της προέλασης ισχυρών ιταλικών δυνάμεων μέχρι της ελληνοαλβανικής μεθορίου κατά το πρώτο δεκαήμερο του ίδιου μήνα, οι οποίες έλαβαν σαφή επιθετική διάταξη.

Η Μεραρχία, λόγω της κρίσιμης αυτής κατάστασης, παράλληλα με την εκπαίδευση των εφέδρων, ασχολήθηκε και με την αμυντική οργάνωση του μετώπου της και ιδιαίτερα της τοποθεσίας ΕΛΑΙΑ – ΚΑΛΑΜΑΣ, καθόσον μέχρι την εποχή εκείνη ουδεμία σχετική εργασία ή μελέτη είχε γίνει. Προς τούτο συγκροτήθηκε Επιτροπή Οχυρώσεως, με Πρόεδρο τον Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη Παναγιώτη, Αρχηγό Πυροβολικού της Μεραρχίας. Η Επιτροπή, με τη συνδρομή και του Γενικού Επιτελείου, μετά από λεπτομερή μελέτη του εδάφους καθόρισε τις διαδοχικές γραμμές άμυνας, καθώς και τα εκτελεστέα έργα κατά βάθος και πλάτος.

Λόγω μη χορηγήσεως στη Μεραρχία των αναγκαιούντων υλικών και πιστώσεων για την κατασκευή των καθορισθέντων έργων μονίμου οχυρώσεως, οι Μονάδες Προκάλυψης  ανέλαβαν την κατασκευή των έργων εκστρατείας, παράλληλα με την εκπαίδευση. Η αμυντική οργάνωση του τομέα της Μεραρχίας συνεχίσθηκε και το 1940, με τον Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη να ζητά και την συνδρομή των κατοίκων των παραμεθορίων χωριών, δια μέσου της Γενικής Διοικήσεως Ηπείρου, με τους κατοίκους να ανταποκρίνονται προθύμως και ενθουσιωδώς, εργαζομένων άνευ πληρωμής, επί 4-5 ημέρες το μήνα για την κατασκευή έργων εκστρατείας και την ανάπτυξη του παραμεθορίου οδικού δικτύου. Ειδικά για το πυροβολικό, οργανώθηκαν 16 θέσεις καθ΄ όλο το μέτωπο της τοποθεσίας ΕΛΑΙΑΣ, ενισχυμένες με 2-3 υπόγειες αποθήκες η κάθε μια, βάθους 10-15 μέτρων για τα πυρομαχικά, καθώς και 30 σκέπαστρα/καταφύγια για τους άνδρες των πυροβολαρχιών. Κατασκευάσθηκαν επίσης 10 παρόμοια σκέπαστρα για τα παρατηρητήρια πυροβολικού και πεζικού, σε δεσπόζοντα υψώματα όπως στη Βελλά, στη Γκραμπάλα και αλλού. Η παντελής έλλειψη αρμάτων μάχης στον Ελληνικό Στρατό, έστρεψε την όλη προσπάθεια στην οργάνωση του αντιαρματικού αγώνα, με την κατασκευή αντιαρματικών τάφρων, υπονομεύσεων και εμποδίων στις κρίσιμες διαβάσεις, καθώς και με την αξιοποίηση των εδαφικών δυνατοτήτων (ποτάμια, χαράδρες, έλη κλπ).

Γράφει χαρακτηριστικά ο Άγγελος Τερζάκης, στο έργο του «Ελληνική Εποποιία 1940-1941»: «Επί δύο περίπου μήνες ο Αρχηγός Πυροβολικού της VΙΙΙ Μεραρχίας, Συνταγματάρχης Μαυρογιάννης Παναγιώτης, Πρόεδρος της Επιτροπής Οχυρώσεως, δεν είχε σταθεί ούτε στιγμή. Ανέβαινε στη μεθόριο, στα φυλάκια, κατέβαινε στα Γιάννενα, σταματούσε στις ενδιάμεσες τοποθεσίες, το μάτι του τις περιεργαζόταν, ζύγιαζε, λογάριαζε τα κορφοβούνια, τα υψώματα, τις πλαγιές, τα περάσματα. Οργάνωνε την άμυνα της Ηπείρου. Εδώ μια αντιαρματική τάφρος, εκεί εμπόδια με σιδηροτροχιές, αλλού ναρκοπέδιο, πιο πέρα χαρακώματα, παρατηρητήρια, συρματοπλέγματα, φωλιές πολυβόλων, όλα καλά κρυμμένα κάτω από κλαδιά και κορμούς σκεπασμένους με χώμα και θάμνους. Η πίστωση για την αμυντική οργάνωση ήταν ασήμαντη. Ο Σχης Μαυρογιάννης τους χωριάτες από γύρω. Πήγαινε στα χωριά, φώναζε τον Πρόεδρο της Κοινότητας και τον παπά, έβαζε να χτυπήσουν την καμπάνα. Έβγαζε λόγο στους χωρικούς που συνάζονταν. Τους έδινε να καταλάβουν πως ο αγώνας, αν είναι να γίνει, θα είναι για την Ελλάδα, για το σπίτι τους, για τα χώματά τους. Τον καταλάβαιναν, ήταν Ηπειρώτες και αυτός πολέμαρχος γεννημένος».

Στην Πίνδο, το Απόσπασμα Πίνδου με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Δαβάκη Κωνσταντίνο, άλλον ένα εμβληματικό ηγέτη, διέθετε το 51ο Σύνταγμα Πεζικού μείον 1 Τάγμα, 1 Λόχο του Τάγματος Προκάλυψης Κονίτσης, 1 ορειβατική πυροβολαρχία, 1 ουλαμό πυροβολικού των 65 χιλ., 1 Ουλαμό Ιππικού και Ομάδες Όλμων. Είχε δε μέτωπο από το Σμόλικα μέχρι το Γράμμο, τοπογραφικού μήκους περίπου 37 χλμ, που αναπτυσσόταν σε ιδιαιτέρως ορεινό έδαφος.

Από ελληνικής πλευράς, στο Αλβανικό μέτωπο, παρατάχθηκαν στην τελική φάση του πολέμου 14 Μεραρχίες Πεζικού, 1 Ταξιαρχία Πεζικού (21η) και 1 Μεραρχία Ιππικού. Κάθε μια από τις 14 Μεραρχίες Πεζικού υποστηριζόταν (οργανικό Πυροβολικό) από 1 Σύνταγμα ορειβατικού Πυροβολικού, το οποίο διέθετε 3 Μοίρες και κάθε Μοίρα 2 Πυροβολαρχίες των 4 πυροβόλων, ήτοι 24 πυροβόλα συνολικά (16 των 75 χιλ και 8 των 105 χιλ). Η Μεραρχία Ιππικού διέθετε 1 Μοίρα πεδινού και 1 Μοίρα ορειβατικού πυροβολικού, ήτοι σύνολο 20 πυροβόλα. Κάθε Σώμα Στρατού είχε οργανικά 3 Συντάγματα Πυροβολικού, 1 πεδινό, 1 ορειβατικό και ένα βαρύ, σύνολο 84 πυροβόλα. Πλέον των προαναφερθέντων, το Πυροβολικό Γενικής Εφεδρείας διέθετε Μονάδες πυροβολικού διαφόρων διαμετρημάτων. Όσον αφορά το Αντιαεροπορικό Πυροβολικό, αποτελείτο από 4 αντιαεροπορικά Συντάγματα, που αντιστοιχούσαν στα 4 πρώτα Σώματα Στρατού, 2 Α/Α Μοίρες για το Ε΄ ΣΣ, 2 Α/Α πυροβολαρχίες για την VIII Μεραρχία της Ηπείρου και τέλος 1 Α/Α Μοίρα και 1 έφιππη πυροβολαρχία για τη Μεραρχία Ιππικού. Το αντιαρματικό δυναμικό είχε κατανεμηθεί σε 6 πυροβολαρχίες μέσα στα οχυρά, ενώ Α/Τ βλήματα, που προέκυψαν από μετασκευή, χρησιμοποιήθηκαν από τα πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα των 75 χιλ. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων συγκεντρώθηκαν στη Εφορία Υλικού Πολέμου Αθηνών (ΕΥΠ Αθηνών), πυροβόλα προερχόμενα από ιταλικά λάφυρα ή από το εξωτερικό, τα οποία αφού αξιοποιήθηκαν με τη σημαντική συνδρομή του Ναυστάθμου Σαλαμίνας ή της Σιβιτανιδίου Σχολής ή του Κρατικού Εργοστασίου Αεροπλάνων, χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκρότηση νέων Μοιρών πυροβολικού. Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή της Ελληνικής Εταιρείας Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου στο εφοδιασμό του πυροβολικού με πυρομαχικά (βλήματα, πυροσωλήνες κλπ).

     

Την παραμονή της Ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδας, οι Ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία, περιελάμβαναν : Tο ΧΧV Σώμα Στρατού, το επονομαζόμενο για προπαγανδιστικούς λόγους, Σώμα Στρατού Τσαμουριάς με τις Μεραρχίες «Φεράρα», «Σιένα», «Κενταύρων» (Τεθωρακισμένη) και Ιππικού, προσανατολισμένο στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Ηπείρου, διαθέτοντας συνολικά 22 Τάγματα Πεζικού, 3 Συντάγματα Ιππικού, 90 άρματα μάχης και 61 πυροβολαρχίες, από τις οποίες 18 βαριές. Το XXVI Σώμα Στρατού Κορυτσάς, με 24 Τάγματα Πεζικού, 2 Ίλες Ιππικού, 10 άρματα μάχης και 36 πυροβολαρχίες, με αποστολή την άμυνα από τις κατευθύνσεις της Δυτικής Μακεδονίας. Τη Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», μεταξύ των τομέων των δύο προηγουμένων Σωμάτων, στον τομέα της Πίνδου, με 5 Τάγματα Πεζικού, 1 Ίλη Ιππικού και 6 πυροβολαρχίες. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 1940 να συγκεντρώσουν 15 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Τέλος, η Ιταλική Ανωτάτη Διοίκηση στην Αλβανία είχε περί τα 400 αεροπλάνα. Διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία ήταν ο Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα.

Η εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Ήπειρο (παραλιακός τομέας και τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς) και στην Πίνδο, από 28 Οκτωβρίου – 13 Νοεμβρίου 1940, στην επιτυχή έκβαση των οποίων καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε το ελληνικό πυροβολικό, ιδιαίτερα στο Καλπάκι, είχε ως εξής:

Στην Ήπειρο, την 5:30ω της 28ης Οκτωβρίου 1940, μισή ώρα πριν να εκπνεύσει το ιταλικό τελεσίγραφο, άρχισε η προέλαση των ιταλικών δυνάμεων, αφού προηγήθηκε σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού κατά  των φυλακίων προκάλυψης της στενωπού Χάνι Δελβινάκι και των Φιλιατών. Τα ελληνικά τμήματα προκάλυψης, αφού αντέταξαν επαρκή αντίσταση, συμπτύχθηκαν, επιβραδύνοντας τον εχθρό, όπως προέβλεπε το Σχέδιο. Επισημαίνεται ότι τη διεύθυνση του επιβραδυντικού αγώνα των τμημάτων προκάλυψης είχε αναθέσει ο Κατσιμήτρος στον Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, καθόσον ο νέος Αρχηγός Πεζικού της Μεραρχίας Συνταγματάρχης Ντρές Γ. παρουσιάσθηκε και ανέλαβε καθήκοντα στις 27 Οκτωβρίου και ως εκ τούτου εκτιμήθηκε ότι δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τη λεπτή και δύσκολη αυτή αποστολή, αν και ικανός ηγήτορας, καθόσον αγνοούσε παντελώς έδαφος, πρόσωπα και πράγματα.

Την δεύτερη ημέρα, 29 Οκτωβρίου, τα ιταλικά τμήματα κινήθηκαν με διστακτικότητα, ενώ μία μηχανοκίνητη φάλαγγα, μετά τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, αναγκάσθηκε να καλυφθεί στο Χάνι Δελβινάκι. Οι ελληνικές δυνάμεις προκάλυψης, για να αποφύγουν τη φθορά τους, διατάχθηκαν να συμπτυχθούν στην κύρια γραμμή άμυνας, διεξάγοντας ένα αγώνα τριβής και καθυστέρησης των Ιταλών, καταστρέφοντας γέφυρες και αχρηστεύοντας το οδικό δίκτυο.

Από τις 30 Οκτωβρίου μέχρι την 1 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί ασχολήθηκαν με την αποκατάσταση και τη διευθέτηση των δρομολογίων, για την προώθηση του όγκου των δυνάμεών τους εγγύτερα στη γραμμή άμυνας των Ελλήνων, για την σχεδιαζόμενη κύρια επίθεση στο Καλπάκι.

           Στις 2 Νοεμβρίου, η ιταλική αεροπορία βομβάρδισε ισχυρά την τοποθεσία άμυνας, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές ζημιές και από το μεσημέρι άρχισε τη βολή όλο το διαθέσιμο ιταλικό πυροβολικό με μεγάλη πυκνότητα, αλλά με ασήμαντα αποτελέσματα. Οι ιταλικές δυνάμεις, αποτελούμενες από τη Μεραρχία Φεράρα, ενισχυμένη με άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων, εξαπέλυσαν την πρώτη επίθεση από πολλές κατευθύνσεις εναντίον των υποτομέων Σουδενών και Καλπακίου, η οποία όμως αποκρούσθηκε με πολλές απώλειες. Στην απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, το ελληνικό πυροβολικό συνέβαλε αποφασιστικά, βάλλοντας εύστοχα και καταιγιστικά πυρά κατά των επιτιθεμένων, τους οποίους αποδιοργάνωσε και ανάγκασε να κινούνται αργά ή να ανακόπτουν την κίνησή τους λόγω απωλειών. Κατά τη διάρκεια της νύκτας, επίλεκτα τμήματα ιταλικού πεζικού με τη βοήθεια Αλβανών  στρατιωτών, αφού κινήθηκαν από δυσπρόσιτες κατευθύνσεις, κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν τον ελληνικό Λόχο ο οποίος βρισκόταν στο ύψωμα Γκραμπάλα, να τον ανατρέψουν και να καταλάβουν το ύψωμα. Αλλά η κατάληψη αυτή δεν διήρκεσε πολύ, γιατί κατά τις πρωινές ώρες της επομένης, 3ης Νοεμβρίου, τα ελληνικά τμήματα ενήργησαν αντεπίθεση και ανακατέλαβαν το ύψωμα. Κοντά στην Γκραμπάλα, στη χαράδρα Καλύβια Αρίστης, ήταν συγκεντρωμένο ένα ολόκληρο ιταλικό Σύνταγμα Πεζικού, έτοιμο να εκδηλώσει την επίθεσή του κατά του υψώματος. Η συγκέντρωση αυτή έγινε αντιληπτή και με τα πυρά τεσσάρων (4) πυροβολαρχιών το εχθρικό Σύνταγμα διαλύθηκε, πριν προλάβει να εκδηλώσει την επίθεσή του. Σύμφωνα με αυτόμολο Αλβανό Λοχία, από τα εύστοχα πυρά της βαριάς πυροβολαρχίας (105χ) του Λοχαγού Βαβέτσου, ταγμένης στα υψώματα Νεγράδων, υπέστησαν σοβαρές απώλειες εχθρικά τμήματα Μηχανικού που επισκεύαζαν τη γέφυρα των Αγιών, επί του δρομολογίου Ιωάννινα – Κακαβιά, την οποία είχαν καταστρέψει στις 29 Οκτωβρίου κατά την σύμπτυξή τους τα τμήματα προκάλυψης. Το εχθρικό βαρύ πυροβολικό σε αντίποινα, βάλλει κατά της πυροβολαρχίας ανεπιτυχώς. Η πυροβολαρχία απαντά με πυρά και προσβάλει 2 εχθρικές πυροβολαρχίες, αχρηστεύοντας τα πυροβόλα της μιας και ανατινάσσοντας τα πυρομαχικά της άλλης. Ο ίδιος αυτόμολος προσέθεσε ότι κατά τη διανομή του μεσημβρινού συσσιτίου, εύστοχη βολή της ίδιας Πυροβολαρχίας Βαβέτσου, έθεσε εκτός μάχης πολλούς άνδρες, γι αυτό και οι διανομές γίνονται πλέον τη νύκτα. Την πυροβολαρχία αυτή οι Ιταλοί την αποκαλούσαν «Πυροβολαρχία Φάντασμα», γιατί οπουδήποτε και εάν εκινούντο, οιανδήποτε ώρα της ημέρας, ευρίσκοντο πάντοτε υπό τα φονικά πυρά της. Στους Ιταλούς οπλίτες ενέπνεε επίσης τον τρόμο το πυροβολικό της Γκρίμπιανης, το οποίο ήταν ο διαρκής εφιάλτης τους, για τα φονικά του πυρά. Ήσαν οι 2 αυτές πυροβολαρχίες ορειβατικές και τα πυρά τους διηύθυνε άριστα ο κατά πάντα ικανός, ανακληθείς τον Αυγούστου του 1940 Έφεδρος εκ Μονίμων Ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης, ένας ακόμη θρύλος του Έπους του 40. Μαρτυρίες της εποχής τον θέλουν να μη χρησιμοποιεί όργανα πυροβολικού, αλλά να χρησιμοποιεί τα δάκτυλα των χεριών και τις γροθιές του για τον υπολογισμό των διορθώσεων. Γράφει γι’ αυτόν, μεταξύ των άλλων, ο Άγγελος Τερζάκης: «….Θεός εφέσιος στεκότανε για μας, εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης. Ο γέροντας αυτός με την κολοκοτρωναίικη μορφή, την κόψη του οπλαρχηγού, ήταν ανώτερός μας, όμως όχι και διαφορετικός. Τα αίματά μας, το βλέπεις με το πρώτο, συγγενεύουν. Ο Τχης Κωστάκης ερχόταν ολόισα από τα σπλάχνα του λαού….».

          

Το πρωινό της 3ης Νοεμβρίου, εκτός από την ανακατάληψη της Γκραμπάλας, πέρασε με την ανταλλαγή πυρών πυροβολικού και από τις δύο πλευρές. Κατά τις απογευματινές ώρες και μετά από βομβαρδισμό της αεροπορίας και προπαρασκευή πυροβολικού κατά των υψωμάτων Γκραμπάλα και Ψηλοράχη, οι Ιταλοί εξόρμησαν εκ νέου και πάλι για την κατάληψη του Καλπακίου με 50-60 άρματα και τη συνοδεία 80 μοτοσυκλετιστών, αλλά αναχαιτίσθηκαν από τα αντιαρματικά κωλύματα και το δραστικό πυρ του ελληνικού πυροβολικού, που είχε σαν αποτέλεσμα την εγκατάλειψη 9 καταστραφέντων αρμάτων μάχης και ενός άρματος ζεύξεως τάφρων. Αναφέρει ο Διοικητής του ιταλικού αποσπάσματος: «Το πυρ του πυροβολικού τούτου προκαλεί φοβερή σύγχυση και δέος με την εύστοχη και συντριπτική βολή του κατά των αρμάτων». Είναι δε χαρακτηριστικά τα λόγια του Διοικητή του εκεί αμυνομένου 1ου Τάγματος του 40ου Συντάγματος Ευζώνων, Ταγματάρχη Χρυσοχόου, προς στον Μέραρχο: «Στρατηγέ μου σας αναφέρω ότι πάει εξευτελίσθηκε και αυτό το όπλο του Μουσσολίνι (εννοώντας τα άρματα μάχης)».

           Η επομένη ημέρα, 4η Νοεμβρίου, πέρασε μόνο με προσβολή της τοποθεσίας άμυνας με πυρά του ιταλικού πυροβολικού και σε ορισμένες περιπτώσεις και της αεροπορίας.

           Στις 5 Νοεμβρίου οι Ιταλοί ενήργησαν γενική επίθεση σε όλο το μέτωπο, επιδιώκοντας την κατάληψη της Γκραμπάλας, που αποτελούσε το κλειδί της τοποθεσίας. Όμως και αυτή η επίθεση, παρά την ισχυρή υποστήριξή της από το πυροβολικό και την αεροπορία, απέτυχε και οι ιταλικές δυνάμεις καθηλώθηκαν από τα ελληνικά πυρά του Πυροβολικού και του Πεζικού, προ της αμυντικής τοποθεσίας, με μεγάλες απώλειες. Τα άρματα μάχης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στην περιοχή του Παρακαλάμου, δέχθηκαν τα συγκεντρωτικά εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, με συνέπεια να διασκορπισθούν και να καθηλωθούν στις ελώδεις εκτάσεις του ποταμού Καλαμά.

           Στον τομέα της Θεσπρωτίας, οι ιταλικές δυνάμεις, με την κάλυψη του πυροβολικού και της αεροπορίας τους, σημείωσαν την ίδια μέρα, 5 Νοεμβρίου, μια μικρή επιτυχία. Έζευξαν τον ποταμό Καλαμά και πέρασαν νότιά του, δημιουργώντας προγεφύρωμα, την οποία όμως επιτυχία δεν την εκμεταλλεύθηκαν.

           Στις 5, 6 και 7 Νοεμβρίου επαναληφθήκαν οι επιθέσεις των Ιταλών, χωρίς και πάλι κανένα αποτέλεσμα.

Από τις 8 Νοεμβρίου οι Ιταλοί ανέστειλαν κάθε επιθετική δραστηριότητα στον τομέα της Ηπείρου, αναμένοντας ενισχύσεις. Διατήρησαν δε μόνο το περιορισμένο προγεφύρωμα νότια του ποταμού Καλαμά, το οποίο ήταν και το μοναδικό επίτευγμα της αιφνιδιαστικής τους επίθεσης στον τομέα αυτό.

           Την 9 Νοεμβρίου οι ιταλικές δυνάμεις διακόπτουν τις επιθέσεις και μεταπίπτουν σε  αμυντική στάση, λόγω της αντεπίθεσης των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή της Πίνδου. Την ίδια ημέρα έγινε και η αντικατάσταση του Στρατηγού Πράσκα, από τον Στρατηγό Σοντού.

           Τις επόμενες ημέρες, μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, η VIII Μεραρχία ασχολήθηκε με επιθετικές αναγνωρίσεις, με σημαντικότερη την εξάλειψη του ιταλικού προγεφυρώματος στον τομέα της Θεσπρωτίας.

           Στον τομέα της Πίνδου εισέβαλε η επίλεκτη 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», η οποία υποστηριζόταν από 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες. Αποστολή της ήταν να κινηθεί στις ορεινές κατευθύνσεις προς το Μέτσοβο, ώστε να αποκόψει την οδό διαφυγής των ελληνικών δυνάμεων της Ηπείρου προς τα ανατολικά. Το Απόσπασμα Πίνδου, μετά από σκληρό τριήμερο αγώνα συμπτύχθηκε σε βάθος προς το Επταχώρι. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Βωβούσα στις 3 Νοεμβρίου. Ο θύλακας που δημιουργήθηκε ήταν επικίνδυνος για την ελληνική διάταξη. Το Γενικό Στρατηγείο ανέθεσε τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο Β΄ Σώμα Στρατού, το οποίο ενισχύθηκε με την Ταξιαρχία Ιππικού, ενώ προωθήθηκε και η Μεραρχία Ιππικού για να φράξει την κατεύθυνση Βωβούσα – Μέτσοβο. Η Μεραρχία Αλπινιστών, κατά την προέλασή της προς Δίστρατο και Βωβούσα, δεν κάλυψε επαρκώς το αριστερό-ανατολικό πλευρό της, με αποτέλεσμα να εγκλωβισθεί και να καταστραφεί το μεγαλύτερο μέρος της, με σημαντική συμβολή και του ελληνικού πυροβολικού. Οι μάχες στην Πίνδο συνεχίσθηκαν μέχρι τις 7 Νοεμβρίου, ενώ στις 8 Νοεμβρίου άρχισε η υποχώρηση των Ιταλών προς Κόνιτσα. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου ο Σμόλικας και ο Γράμμος εκκαθαρίσθηκαν και εξασφαλίστηκαν οι διαβάσεις της Πίνδου.

Στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Δυτικής Μακεδονίας,παρά τις πολυάριθμες ιταλικές δυνάμεις, επιτεύχθηκε αρχικά η συγκράτηση των εχθρικών δυνάμεων, στη συνέχεια η βελτίωση της θέσης των ελληνικών τμημάτων με εκδήλωση επιθετικής ενέργειάς τους το πρωί της 1ης Νοεμβρίου, που οδήγησε στην απόσυρση των Ιταλών πίσω από τη δυτική όχθη του ποταμού Δεβόλη και η αποστολή σημαντικών ενισχύσεων προς το μέτωπο. Το Γ΄ Σώμα Στρατού, αφού ολοκλήρωσε τις τοπικές επιχειρήσεις μέχρι τις 6 Νοεμβρίου, ανέλαβε την κύρια προσπάθεια-ενέργεια κατά της τοποθεσίας Μόροβα – Ιβάν, η οποία κάλυπτε από τα ανατολικά τον συγκοινωνιακό κόμβο της Κορυτσάς. Το έδαφος ήταν βραχώδες, με εξαιρετικά απόκρημνες χαράδρες, γεγονός που δυσχέραινε τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Το Σχέδιο Ενεργείας του Γ΄ Σώματος Στρατού προέβλεπε την αιφνιδιαστική επίθεση των Μεραρχιών του, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, προς περίσχεση από το βορρά και το νότο του ορεινού όγκου Μόροβας και κατάληψη του κόμβου Κορυτσάς. Τις 3 Μεραρχίες του Γ΄ Σώματος Στρατού υποστήριζαν 14 πυροβολαρχίες βαρέος πυροβολικού, 14 ορειβατικού και 9 πεδινού. Το ιταλικό Σχέδιο Ενεργείας προέβλεπε γενικά σταθερή άμυνα για την πλήρη εξασφάλιση της περιοχής της Κορυτσάς και τη συγκρότηση κινητής ταχυκίνητης εφεδρείας σε κεντρική θέση, για την εκτέλεση των αντεπιθέσεων. Οι Ιταλοί διέθεταν 3 Μεραρχίες, υποστηριζόμενες από 47 πυροβολαρχίες, από τις οποίες 5 βαριές. Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε την 6:30 της 14ης Νοεμβρίου σε ολόκληρο το μέτωπο του Γ΄ Σώματος Στρατού, που παρά τη  σημαντική αντίσταση, κατόρθωσε να διαρρήξει την τοποθεσία. Την επομένη ημέρα, 15 Νοεμβρίου, συνεχίσθηκε η επίθεση για την ολοκλήρωση των αντικειμενικών σκοπών. Ο αντίπαλος αντέταξε σθεναρή άμυνα καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας, υποστηριζόμενος από πυροβολικό κάθε διαμετρήματος και από την αεροπορία, η δράση της οποίας όμως δεν επέφερε σοβαρά αποτελέσματα. Το ελληνικό ελαφρύ πυροβολικό, ορειβατικό και πεδινό, κατόρθωσε με τις συχνές κατά κλιμάκια μετακινήσεις του, να παράσχει σημαντική και συνεχή υποστήριξη στο πεζικό, με αποτέλεσμα την επίτευξη αξιοθαύμαστων επιτυχιών. Το βαρύ πυροβολικό, με τα εύστοχα πυρά του, υποστήριζε και αυτό το επιτιθέμενο πεζικό, προσβάλοντας κατά βάση θέσεις του ιταλικού πυροβολικού, αφού από την αρχή είχε αναπτυχθεί τολμηρά σε προωθημένες θέσεις πάνω σε δύσβατα υψώματα, ανατολικά του ποταμού Δεβόλη. Τις επόμενες ημέρες ο αγώνας συνεχίσθηκε με αμοιβαία ενίσχυση των αντιπάλων και συνεχή πίεση την ελληνικών τμημάτων επί των ιταλικών, η οποία κατέληξε στην κατάληψη της Κορυτσάς, στις 22 Νοεμβρίου.

           Την επόμενη περίοδο του ελληνοιταλικού πολέμου, μετά τις 23 Νοεμβρίου. έλαβαν χώρα επιθετικές επιχειρήσεις των ελληνικών δυνάμεων εντός της Βορείου Ηπείρου. Μέσα σε χρονικό διάστημα περίπου 45 ημερών, μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο ελληνικός στρατός απώθησε τις ιταλικές δυνάμεις στο σύνολο του μετώπου και σε βάθος που κυμαινόταν από περίπου 30 χλμ στη Ζώνη Ενεργείας του Γ΄ Σώματος Στρατού (Πόγραδετς), μέχρι 80 χλμ στη Ζώνη Ενεργείας του Α΄ Σώματος Στρατού (Χειμ άρα). Στις 8 Ιανουαρίου άρχισε η επίθεση και πάλι των ελληνικών τμημάτων που οδήγησε στην κατάληψη της Κλεισούρας στις 10 Ιανουαρίου. Αντεπίθεση των Ιταλών προς ανακατάληψη της Κλεισούρας στις 26 Ιανουαρίου απέτυχε. Στις 9 Μαρτίου 1941 οι Ιταλοί εκτόξευσαν την λεγόμενη «εαρινή» τους επίθεση, που διήρκεσε μέχρι τις 25 Μαρτίου 1941 και συνετρίβη χάρις στην ηρωική ελληνική αντίσταση. Με την επίθεση των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941, άρχισε και η απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων από τη Βόρειο Ήπειρο.

Είναι γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου, το ελληνικό  Πυροβολικό, παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και το δύσβατο έδαφος, τις δυσκολίες ανεφοδιασμού και την έλλειψη δρομολογίων, αποδείχθηκε πιστός συμπαραστάτης του Πεζικού. Υποστήριξε τα επιτιθέμενα τμήματα του Πεζικού, σε όλες τις μάχες και υπήρξε από τους κυριότερους συντελεστές της νίκης. Τούτο πιστοποίησαν με σχετικές τους αναφορές και οι πρωταγωνιστές των επιχειρήσεων Στρατηγοί Κατσιμήτρος Χαράλαμπος και Βισκόντι Πράσκα. Ο Κατσιμήτρος, στο έργο του «Η Ήπειρος Προμαχούσα» αναφέρει σε ελεύθερη απόδοση: «Το Πυροβολικό της Μεραρχίας, υπό τη στιβαρή και ικανή Διοίκηση του Αρχηγού αυτού Σχη ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝ. και των ικανών επίσης ηγητόρων του (αναφέρει τα ονόματά τους, μεταξύ των οποίων και των Ταγματαρχών Κωστάκη και Βερσή), ως και ικανών Λοχαγών Διοικητών Πυρχιών, υπήρξε όντως ο Βασιλεύς του πεδίου της μάχης. Με την εύστοχη και δραστική βολή του, συνέτριψε κυριολεκτικώς τις εχθρικές επιθέσεις και επέφερε μεγάλες απώλειες στο εχθρικό Πεζικό. Έχοντας προ του πολέμου οργανωμένη τη βολή του με κάθε επιμέλεια, ακρίβεια και λεπτομέρεια, γνωρίζοντας καλά το προ αυτού έδαφος, καθώς και τις πιθανές θέσεις του εχθρικού Πυροβολικού και τα παρατηρητήρια αυτού, με βάση λεπτομερή σχεδιαγράμματα, κατόρθωσε με την αριστοτεχνική και εύστοχη  βολή του, να επιβληθεί του κατά πολύ ισχυροτέρου του αντιπάλου Πυροβολικού και να αναγκάσει τούτο να αλλάξει πολλές φορές θέσεις, συχνά δε και να σιγήσει, υφιστάμενο βαρείες απώλειες. Η συντριβή των αρμάτων μάχης κατά την επίθεση της 3 Νοεμβρίου κατά της στενωπού του ΚΑΛΠΑΚΙΟΥ είναι κατ’ εξοχήν έργο του ευστόχου και καταιγιστικού πυρός του Πυροβολικού και μιας αντιαρματικής Πυροβολαρχίας των 37 χιλ υπό τον Ταγματάρχη ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΑΚΗ Γ. Διοικητή του αντιαρματικού συγκροτήματος. Τούτο μαρτυρεί εξ άλλου και η τηλεγραφική αναφορά του Διοικητή της επιτεθείσας Ιταλικής Τεθωρακισμένης φάλαγγας, ο οποίος λέγει ότι: «Όταν έφθασα στον Λόφο Καλπακίου, βάλλομαι πανταχόθεν από σφοδρό πυρ του εχθρικού πυροβολικού μικρού και μεσαίου διαμετρήματος, το οποίο οι προνοητικοί και πονηροί Έλληνες έχουν τάξει καταλλήλως και είναι αθέατο. Το πυρ του εχθρικού Πυροβολικού προξενεί στρόβιλο και δέος με την συντριπτική και φονική βολή του επί των αρμάτων μάχης». Ασφαλώς πολύ οδυνηρή ανάμνηση θα έχουν οι τότε αντίπαλοί μας και του Πυροβολικού της ΓΚΡΙΠΙΑΝΗΣ (Ταγματάρχης Κωστάκης Δ.) για τη φονική βολή του και της βαρείας Πυροβολαρχίας των 105 (Λγός ΒΑΜΒΕΤΣΟΣ Κ.) την οποία  αποκαλούσαν «Η Πυροβολαρχία ΦΑΝΤΑΣΜΑ». Επίσης το πυροβολικό του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων (Άρτης) που διοικούσε ο ικανότατος και δραστήριος Συνταγματάρχης Τσακαλώτος Θρασύβουλος έδρασε ικανοποιητικότατα. Κατά τη διάρκεια της νύκτας μετακινούσε τη μοναδική πυροβολαρχία σε διάφορες θέσεις, προκειμένου να δώσει την εντύπωση στον αντίπαλο ότι δήθεν υποστηριζόταν από πολλές πυροβολαρχίες. Το αντιαεροπορικό πυροβολικό, παρά τη μικρή του αριθμητική δύναμη, αντέδρασε επιτυχημένα κατά των εχθρικών αεροπλάνων. Με τις εύστοχες βολές του κατέρριψε συνολικά εννέα (9) αεροπλάνα».

                     Αξιολογώντας το ιταλικό πυροβολικό, ο Κατσιμήτρος σημειώνει, πάλι σε ελεύθερη απόδοση: «Έδρασε χωρίς κανένα συντονισμό με το πεζικό. Έβαλε ένα μεγάλο αριθμό βλημάτων διαφόρων διαμετρημάτων, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στόχοι του υπήρξαν όλα τα ορατά αμυντικά έργα της Μεραρχίας και το φίλιο πυροβολικό. Διέσπειρε τη βολή του κατά βάθος και πλάτος, χωρίς να επιτυγχάνει πυκνές συγκεντρώσεις πυρών κατά των θέσεών μας. Το πυρ του εχθρικού πυροβολικού ήταν πυκνό και σφοδρό, πλην όμως άστοχο και χωρίς αποτέλεσμα. Το πεζικό του εχθρού, κατά τον χρόνο της προπαρασκευής του πυροβολικού, αντί να εκμεταλλευθεί την προστασία που του παρείχαν τα πυρά του, παρέμενε σε αδράνεια. Ριχνόταν στη μάχη μετά τη άρση των πυρών του ιταλικού πυροβολικού. Προχωρούσε με πυκνούς σχηματισμούς, οπότε έπεφτε επάνω στο δραστικό και εύστοχο πυρ του φιλίου πυροβολικού και των πολυβόλων. Οι απώλειές του ήταν μεγάλες, με αποτέλεσμα να διακόπτει την επίθεσή του».

           Ο άλλος εκ των πρωταγωνιστών, οΣτρατηγόςΒισκόντι Πράσκα, γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Το 48ο Σύνταγμα Πεζικού της Μεραρχίας ΦΕΡΡΑΡΑ, κατευθυνόμενο προς τον Καλαμά ποταμό το απόγευμα της 30ης Οκτωβρίου υποβάλλεται σε ισχυρό πυρ εκ μέρους του ελληνικού πυροβολικού, μέσου και μεγαλύτερου διαμετρήματος και υφίσταται απώλειες. Το εχθρικό πυροβολικό είναι ανώτερο του δικού μας σε διαμέτρημα και ακτίνα δράσεως. Καθ΄ όλη την ημέρα της 31ης Οκτωβρίου οι φάλαγγες προήλαυναν σταθερά υπό το πυρ μιας παρατάξεως πυροβολικού, το οποίο όχι πολύ πυκνό, αλλά επαρκώς εύστοχο απεδείχθη εξαιρετικά αποτελεσματικό. Πυροβολαρχίες μέσα σε σπηλιές, που δεν κατόρθωσε να τις ανακαλύψει ούτε η επίγεια ούτε η εναέρια παρατήρηση, χτυπούσαν τα τμήματά μας στα αναγκαστικά περάσματα ή στα ακάλυπτα σημεία που δεν γινόταν να τα αποφύγουν και προκαλούσε πολλά θύματα, γιατί έβαλλαν από όλες τις κατευθύνσεις κατά του μετώπου και των πλευρών των στρατευμάτων μας. Μεταξύ των εχθρικών πυροβολαρχιών υπήρχαν και μερικές μακρού βεληνεκούς, οι οποίες επειδή ήσαν ταγμένες μακράν της ακτίνας δράσεως του δικού μας πυροβολικού, δεν ήταν δυνατόν να βληθούν» Σχολιάζοντας ο Άγγελος Τερζάκης, αναφέρει: «Άλλη ελληνική παράδοση αυτή, δημιούργημα πάλι της ανάγκης. Ο κλεφτοπόλεμος, μεταφερμένος τώρα στο πυροβολικό.  Οι Πυροβολαρχίες που αποδεκάτιζαν τον στρατό του Πράσκα, δεν ήταν κρυμμένες σε σπηλιές, γιατί τόσες σπηλιές δεν υπήρχαν. Ήταν καμουφλαρισμένες κάτω από δένδρα, με ορύγματα για τους πυροβολητές κι αυτά παραλλαγμένα. Όταν η αεροπορία παρουσιαζόταν από ψηλά ανιχνεύοντας, σώπαιναν τα ελληνικά πυροβόλα, να μην προδοθούν από τον καπνό. Μόλις τ΄ αεροπλάνα έφευγαν, ξανάρχιζαν οι πυροβολαρχίες να βάλουν». 

Η συμμετοχή του Ελληνικού Πυροβολικού στον Ελληνοιταλικό Πόλεμο, συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχή έκβασή του. Κλήθηκε να αντιμετωπίσει προβλήματα που δυσχέραιναν την εκτέλεση της αποστολής του, όπως η ανομοιογένεια μεταξύ του ορειβατικού και του βαρέως Πυροβολικού, οι συνεχείς βλάβες των λαφύρων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (πεδινών και βαρέων πυροβόλων), τα μειονεκτήματα του Πυροβολικού Γενικής Εφεδρείας, που υστερούσε σε βεληνεκές και ευκινησία, καθώς διέθετε ρυμουλκούμενα από ζώα πυροβόλα, η  ανεπάρκεια του Αντιαεροπορικού Πυροβολικού και η ένδεια σε μέσα κίνησης και μεταφοράς πυρομαχικών. Μολαταύτα, οι πυροβολητές του Έπους του 1940, αξιωματικοί και οπλίτες, παρείχαν με τα έγκαιρα και ακριβή πυρά τους συνεχή υποστήριξη στα αμυνόμενα τμήματα πεζικού, τα οποία οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν και στις αντεπιθέσεις τους, ενώ στις μονομαχίες τους με το ιταλικό πυροβολικό, ήσαν πάντοτε οι νικητές. Με τις εύστοχες βολές τους αποδεκάτισαν τα ιταλικά επιτιθέμενα τμήματα στη μάχη του Καλαμά, ενώ αναχαίτισαν την πρώτη επίθεση τεθωρακισμένων που δεχόταν ο Ελληνικός Στρατός, στο Καλπάκι, στις 3 Νοεμβρίου 1940. 

           Η 28η Οκτωβρίου 1940, περισσότερο κι από την υπόθεση ενός έθνους που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία του, προβάλλει στη σκηνή της Ιστορίας έναν αγώνα γενικότερο : μιας φυλής ανθρώπων. Αυτής που προσδιορίζεται από το πάθος της ελευθερίας. Πέρα από τον πάταγο των αυτοκρατοριών που γκρεμίζονται, θα απομείνει ν΄ ακούγεται μέσα στον αποκαμωμένο κόσμο, λιανό και κρυστάλλινο, ερημικό και άτρεμο, το εωθινό που σήμανε η σάλπιγγα πάνω στον ελληνικό βράχο, μια φθινοπωρινή αυγή.

Σήμερα, 83 χρόνια μετά τη συντριβή της φασιστικής Ιταλίας στα Ηπειρωτικά βουνά, θυμόμαστε με υπερηφάνεια τους ηρωικούς προγόνους μας. Τα κατορθώματά τους ασύλληπτα. Η κληρονομιά που μας άφησαν βαριά. Ενωμένοι, υπό ικανή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, κατόρθωσαν το ακατόρθωτο. Να προσφέρουν στον τότε ελεύθερο κόσμο την πρώτη νίκη κατά του Άξονα και ελπίδα αντίστασης και τελικά νίκης.   

           Συνεχίζουμε την πορεία μας σαν Έθνος, μέσα σ΄ ένα κόσμο διαρκών προκλήσεων και αστάθειας, με φάρο το Έπος του ΄40 και εγγυητή τις Ένοπλες Δυνάμεις μας, έτοιμες να ανταποκριθούν, εάν χρειασθεί σε κάθε αμφισβήτηση της εδαφικής μας ακεραιότητάς και εθνικής μας ανεξαρτησίας.

           Τιμή και δόξα στους αθάνατους νεκρούς του Έπους του 1940, στους τραυματίες και σε όσους συμμετείχαν στη δημιουργία αυτής της εποποιίας.

Ευχαριστούμε τον Αντιστράτηγο ε.α. Γεώργιο Νακόπουλο για την παραχώρηση της εξαιρετικής επετειακής ομιλίας προκειμένου να τη δημοσιεύσουμε