Την έναρξη της λειτουργίας του Μουσείου Εναλίων Αρχαιοτήτων μέσα στο 2026 προανήγγειλε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, κατά την διάρκεια της τελετής εγκαινίων της έκθεσης «Επιστροφή στα Αντικύθηρα» που φιλοξενείται στην Ιστορική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη και θα διαρκέσει μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 2025.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Υπουργείου πολιτισμού στο Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων πρόκειται να φιλοξενηθούν η “Κεφαλή ηγεμόνα” και ο ‘Έφιππος θωρακοφόρος”, που βρέθηκαν κατά καιρούς στην θαλάσσια περιοχή της Καλύμνου, από Καλύμνιους ψαράδες, καθώς και κάποια άλλα χάλκινα αγάλματα που ανήκουν στο Μουσείο Καλύμνου
Αναφορικά με το Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων όπως δήλωσε η υπουργός «Το 2026, μετά από καθυστέρηση πολλών δεκαετιών, το υπουργείο Πολιτισμού θα αποδώσει το Εθνικό Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων στο ελληνικό και το διεθνή κοινό όχι πολύ μακριά από δω, στο κτήριο του ΣΙΛΟ στο Μεγάλο Λιμάνι. Είναι ένα από τα εμβληματικά έργα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, που χρηματοδοτείται με περίπου 100.000.000 ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, και έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην Ιστορία, την Αρχαιολογία, την ανάδειξη και την προβολή του πολιτιστικού πλούτου των ελληνικών θαλασσών» δήλωσε και πρόσθεσε με νόημα: «Ας εμπνευστούμε από την ιστορία του ναυαγίου των Αντικυθήρων και τα επιτεύγματα της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας. Να εμπνευστούμε και να επενδύσουμε στη σύγχρονη ενάλια αρχαιολογική έρευνα. Ας συνεχίσουμε, από κοινού δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, με την ίδια αγάπη την προσπάθεια για τη διάσωση και προβολή της πολύτιμης πολιτιστικής μας κληρονομιάς»
Η έκθεση «Επιστροφή στα Αντικύθηρα» έρχεται να ρίξει επιπλέον φως στο Ναυάγιο των Αντικυθήρων και το πολύτιμο φορτίο του στο οποίο συγκαταλεγόταν και ο περίφημος Μηχανισμός των Αντικυθήρων.
«Ήταν γύρω στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., όταν το μεγάλο πλοίο –η «ολκάς»- έπεσε θύμα των θυελλωδών ανέμων και των επικίνδυνων ρευμάτων, στο θαλάσσιο πέρασμα των Αντικυθήρων, ενώ μετέφερε ένα φορτίο, το οποίο τόσο με τα σημερινά δεδομένα, όσο και με τα δεδομένα της εποχής του, αποτελούσε έναν πραγματικό θησαυρό μεγάλης οικονομικής και κυρίως ιστορικής και πολιτιστικής αξίας. Ένα φορτίο που αποκαλύπτει πολλά για τις εμπορικές διασυνδέσεις, και κυρίως για τις «τάσεις» της αγοράς και τις προτιμήσεις της υψηλής κοινωνίας εντός της πολιτικά και οικονομικά ρωμαιοκρατούμενης Μεσογείου, η οποία όμως ήταν σταθερά υπό την ελληνική και ελληνιστική πολιτιστική και πνευματική επιρροή» ανέφερε η Λίνα Μενδώνη και συμπλήρωσε: «Εντυπωσιακά γλυπτά, μαρμάρινα και χάλκινα, πολλά σε υπερφυσικό μέγεθος, όπως ο Χάλκινος Έφηβος, ο μαρμάρινος Ηρακλής του τύπου Farnese και ο ανδριάντας του «Φιλοσόφου», πολύτιμα μεταλλικά σκεύη, έπιπλα, γυάλινα και χρυσά κοσμήματα, αμφορείς ποικίλης προέλευσης και περιεχομένου, τα οποία μαρτυρούν την τεράστια ζήτηση της ρωμαϊκής αριστοκρατικής και αστικής τάξης για πολυτελή προϊόντα και τέχνεργα από την Ανατολική Μεσόγειο, που προορίζονταν για να κοσμήσουν τις επαύλεις τους στην Ιταλία. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, ένα καταπληκτικός αναλογικός υπολογιστής αστρονομικής χρήσης, επίτευγμα της ελληνικής επιστημονικής σκέψης και τεχνολογίας, που ανάλογό του δεν έμελλε να εμφανιστεί ξανά για πολλούς αιώνες, συγκαταλεγόταν, ως γνωστόν στο φορτίο, που βυθίστηκε μαζί με το πλοίο και διασκορπίστηκε στον απότομο πυθμένα των ακτών των Αντικυθήρων».
Η υπουργός Πολιτισμού επισήμανε επίσης πως η έκθεση αυτή είναι αφιερωμένη σε ένα από τα σημαντικότερα και συναρπαστικότερα κεφάλαια της ενάλιας αρχαιολογικής έρευνας διεθνώς, που στοχεύει να αποκαλύψει και να αναδείξει τα πολλά ακόμη κρυμμένα μυστικά του ναυαγίου των Αντικυθήρων: «Η μερική ανέλκυση του ναυαγίου συνιστά την πρώτη μεγάλης έκτασης ενάλια έρευνα παγκοσμίως: Μια τυχαία ανακάλυψη του 1900, από Συμιακούς σφουγγαράδες, που έφεραν από, το βυθό της θάλασσας, στο φως της επιφάνειας, ανεπανάληπτους θησαυρούς με τη συνδρομή του Βασιλικού Ναυτικού και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έκτοτε, συνεχίζει να γοητεύει, να κεντρίζει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και να εμπλουτίζει διαρκώς τις γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο» σημείωσε.
Από τις πρώτες δύσκολες έρευνες του 1900-1901, πέρασαν δεκαετίες, έως το 1976, όταν ο Jacques-Yves Cousteau με την ομάδα του Calypso και τον Λάζαρο Κολώνα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησαν τις πρώτες ενάλιες έρευνες με επιστημονική προσέγγιση και υποβρύχια εξοπλιστικά μέσα. Μετά από αυτή την αποστολή, κανείς δε βούτηξε στο ναυάγιο, έως το 2012.