Ο “Παλερημνιώτης” της Σύμης – Ο Αρχάγγελος των σφουγγαράδων και των θαλασσινών-Του Γιάννη Χειλά*

181
Μαρτυρίες πίστης και θαυμαστές ιστορίες των ανθρώπων της θάλασσας για τον Πανορμίτη, τον Αρχιστράτηγο των Ουρανίων Δυνάμεων, που σκέπει τους «χειμαζομένους εν τοις πελάγοις».

Μέσα από συγκινητικές αφηγήσεις Καλυμνίων, Συμιακών και Χαλκιτών σφουγγαράδων, ο Γιάννης Αντ. Χειλάς. ερευνητής της λαογραφίας και της ναυτικής παράδοσης της Καλύμνου, ζωντανεύει την ακατάλυτη πίστη των θαλασσινών στον θαυματουργό Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον Πανορμίτη της Σύμης — τον «Παλερημνιώτη», όπως τον προσφωνούν με ευλάβεια.
Στον κόσμο των ανθρώπων της αρμύρας, εκεί όπου η ζωή παλεύει με τα κύματα, ο Πανορμίτης γίνεται ο αχώριστος συνοδοιπόρος, ο φύλακας και σωτήρας. Καΐκια, εικόνες, τάματα και προσευχές συνθέτουν το μωσαϊκό μιας πίστης που δεν σβήνει με τον καιρό, αλλά συνεχίζει να εμπνέει συγκίνηση και σεβασμό.
Μέσα από αληθινές μαρτυρίες και θαυμαστά περιστατικά, ο συγγραφέας μάς ταξιδεύει στην ψυχή του Αιγαίου και στην παράδοση που συνδέει αξεδιάλυτα τη θρησκευτικότητα με τη θαλασσινή μοίρα των νησιωτών μας.

Παραθέτουμε το εξαιρετικό άρθρο του Γιάννη Χειλά

Στον Παλερημνιώτη της Σύμης

Μαρτυρίες θαλασσινών και σφουγγαράδων για το θαυματουργό Αρχάγγελο Ταξιάρχη Μιχαήλ, της Ι. Μονής Πανορμίτη Σύμης.

Άη – Νικόλας, ο άγιος όλων των θαλασσινών, των «χειμαζομένων εν τοις πελάγοις». Σε κάθε λιμάνι δεσπόζει η μεγαλόπρεπη εκκλησιά του, σε κάθε κόρφο κι ένα ξωκλήσι κατάγιαλα, θαμμένο στον ασβέστη, να το χτυπάει το κύμα. Εκεί βρίσκει απάγκιο η πίστη κι η ελπίδα. Και η εκόνα του  « …εικόνα πραότητος» στη γέφυρα του πλεούμενου, στο κασελί – μπαούλο του αρμενιστή,  του σφουγγαρά. Πλάι της κι άλλες εικόνες, του προστάτη άγιου της ενορίας και του προσωπικού ξεχωριστού άγιου του κάθε θαλασσινού που τον έχει φυλαχτό του. Και τ’ όνομά τους, (των Αγίων), γραμμένο μπροστά στην πλώρη του καϊκιού δηλώνει περίτρανα την θρησκευτικότητά τους!

Για τους σφουγγαράδες μας όμως,  Καλύμνιους, Συμιακούς, Χαλκίτες, αλλά και σ’ όλο το σφουγγαροσυνάφι του Αιγαίου, ξεχωριστή θέση έχει και ο αρχιστράτηγος ο  Άρχων Μιχαήλ, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Ταξιάρχης, ο Πανορμίτης της Σύμης, που λέγεται και Ασώματος,  Παναρμιώτης, Παλαρνιώτης, Παλερνιώτης Παλερημνιώτης, Νιώτης κ.α. Τον τιμούν αφιερώνοντας – γράφοντας το όνομά του στα καΐκια τους, δέονται σ’ αυτόν και ελπίζουν στη θεία προστασία και παρέμβασή του στις δύσκολες στιγμές της δουλειάς τους.

  « Ω, Παλερημνιώτη Συμιακέ, βάλε τους παμουζάες (γαλότσες  σκάφανδρου)

 κατέβα κάτω στο γιαλό και φύλαε ούλους του σφουγγαρά(δ)ες».

 Και πάνω στη βουτιά  τους, όπως μαρτυρούν,  ένιωθαν τη μεγαλόπρεπη  και επιβλητική – φοβερή παρουσία του, να τους δίνει κουράγιο, να τους στέλνει θησαυρό μπρος τους τα σφουγγάρια, να τους προστατεύει από τα θεριά της θάλασσας, να τους γλυτώνει στα ναυάγια.

Ανάμεσα Νισύρου Σύμης κι Αστροπαλιάς

                              μας έσπασε η σκότθα από τη ματισσιά

Βοήθα Παλερημνιώτη για να γλυτώσουμε

                             καράβι και φορτίο να στ’ ασημώσουμε

Κάτι παρόμοιο με το πνεύμα του παραπάνω νησιώτικου τραγουδιού προκύπτει και από έγγραφο «Αφιερωτήριο λέμβου προς την εν Σύμη Ιεράν Μονήν του Πανορμίτου» , όπου τον Οκτώβριο του 1925  Κρανιδιώτης πλοίαρχος, ελλαδίτης που εγκατεστάθηκε  στην Ιταλοκρατούμενη τότε  Κάλυμνο, « επιθυμών χάριν ψυχικής αυτού ωφελείας όπως παράσχη, ελάχιστον δείγμα της καθαράς αυτού ευλαβείας και αφοσιώσεως, αφιερεί προς την ιερά Μονήν την ιδιόκτητον  αυτού λέμβον, ονόματι «Παναγία», μεθ όλων των εξαρτημάτων, ήτοι ενός ιστού (άλμπουρου) μεθ’ αντένας, ενός ιστίου (πανιού), μιας τέντας(μουσαμαδιάς), ενός ζεύγους κωπών (κουπιών) και ενός σιδήρου (άγκυρας) και κηρύττει την Μονήν ταύτην απόλυτον δικαιούχο και κάτοχο της λέμβου ταύτης, δικαιουμένης να διαθέση αυτήν κατά τας ως ήθελε εγκρίνει επιβαλλομένας ανάγκας αυτής. Επί τούτω δε παρέδωκε ταύτην  προς τον ενταύθα (Κάλυμνο) αντιπρόσωπον της Ιεράς Μονής κυρ. Σωτήριο Κυπραίον»

Και το τάμα του καθενός, ο Μεγαλόχαρος,  το περιμένει υπομονετικά και με επιμονή.  Δεν  το ξεχνά, όσα χρόνια κι αν περάσουν

Ένα από τα αμέτρητα θαύματα, προσωπικά βιώματα,  που εξιστορούν οι σφουγγαράδες κι οι θαλασσινοί μας θα περιγράψω όπως μου το αφηγήθηκε παιδικός φίλος, ναυτικός – καραβιέρος σε ποντοπόρα πλοία, όλη του τη ζωή.  Από τα δεκαπέντε του μπαρκάριζε σε πολύμηνα ταξίδια·  καραμάνι! Συνταξιδέψαμε πριν δυο χρόνια, για προσκύνημα στον Πανορμίτη. Μου αφηγήθηκε λοιπόν, με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση τα παρακάτω:

– « Ανήμερα του Παλερημνιώτη, 8 του Νοέμβρη, βρεθήκαμε με το πλοίο μας, ένα γκαζάδικο 200 τόνοι, ανοιχτά στην Πορτογαλία, όξω από τη Λισσαβόνα. Μες στην απεραντοσύνη του ωκεανού, την ώρα της βάρδιας μου πάνω στη γέφυρα, δεν ξέρω πώς, θυμήθηκα τότες που μικρός, μας έπαιρνε η μάνα μας και μας πήγαινε στη χάρη του Πανορμίτη στη Σύμη.

Πλήθος από καΐκια, σφουγγαράδικα που μόλις είχαν επιστρέψει από την Μπαρμπαριά, ανεμότρατες, καΐκια κάθε λογής, ταμένα από τον καπετάνιο τους να μεταφέρουν κόσμο στον Παλερημνιώτη. Κατάφορτο και   το θρυλικό πλοίο της Δωδεκανησιακής γραμμής το «ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ». Μαζί  μας συνταξιδιώτες στο κατάστρωμα  πλήθος  από προσκυνητές, φαμίλιες ολόκληρες, γυναικομάνι, παιδομάνι, κουκχουλωμένοι, ένα κουβάρι,  με μουσαμάδες του καϊκιού σαν ο καιρός  ήταν φρέσκος και  οι νερουπίες έλουζαν πατόκορφα τα  πλεούμενα, τυλιγμένοι με  κουβέρτες, με μπατανίες. Όλοι  με τα ταξίματά τους, φροκαλιές (σκούπες), λάδια, λαμπάδες.  Ως και ζωντανά κουβαλούσαν, όπως κατσίκια, αρνιά, που τα «ξεγέννησε» η Χάρη του Πανορμίτη, πετεινούς, πάπιες κ.α. που κι αυτά ήμερα, υπομονετικά αρμένιζαν για να εκπληρωθεί το τάμα!

Τα «Καλύμνικα» :  Από τους πρώτους μεγάλους  ξενώνες που κτίστηκαν (1896 μέχρι 1901) από προσφορές – τάματα Καλύμνιων σφουγγαράδων, σπογγεμπόρων και καραβοκύρηδων για να φιλοξενούνται οι προσκυνητές που κατέφθαναν  στον Πανορμίτη Σύμης.

Και κει, στον πάντα γαλήνιο Πάνω όρμο της Σύμης και στις βοτσαλωτές αυλές της Ιεράς Μονής,  στα θολωτά κελιά με την πληθώρα από τάματα, (κάθε λογής σύνεργα της ναυτοσύνης, της σφουγγαροσύνης,  μεγάλα πιθάρια του λαδιού,  ομοιώματα  καραβιών, σφουγγάρια), στις ευρύχωρες αίθουσες των επιβλητικών πετρόχτιστων  κτηρίων – ξενώνων, στα «Καλύμνικα»,  στα «Καντούνια» που έχτισε ο Συμιακός  μεγαλοσπογγέμπορας ο Καντούνιας,  στα «(Ν)υδραίικα» – το Αρχονταρίκι της Μονής – που οικοδομήθηκε   το 1783 από τον Υδραίο πλοίαρχο Παντελή Ζώρζη, για να φιλοξενούν  τον κόσμο που συνέρρεε στη γιορτή του απ’ όλη τη Δωδεκάνησο και όχι μόνο,  οι ψυχές των ευλαβών προσκυνητών  κάτω από το τρομερό, μα και προστατευτικό βλέμμα του φοβερού Αρχάγγελου, δέονταν όλη τη νύχτα με δάκρυα μετάνοιας στα μάτια, ελπίζοντας  πως για τον καθένα θα κάμει το Θαύμα του ο Ταξιάρχης!

Βρισκόμουν, συνεχίζει ο φίλος μου, ανοιχτά  στον  Ατλαντικό, μες στο καράβι, μα η ψυχή μου ταξίδευε  στη Σύμη, που τόσο πεθυμούσα να βρισκόμουν ν’ ανάψω ένα κερί· να με φυλάει ο Παλερημνιώτης!  Κάτι με παρακίνησε πως αυτό θα μπορούσε να γίνει. Να έστελνα τον οβολό μου μες σ’ ένα μπουκάλι. Παρακίνησα ένα  φίλο μου από τη Λήμνο να το στείλουμε μαζί. Δύσπιστος ο Λημνιός – « Απ’ τον Ατλαντικό στο Αιγαίο, στη Σύμη.;  Πολλά τα μίλια!  Και πώς θα περάσει το Γιβραλτάρ να μπει στη Μεσόγειο;»

Τελικά τον έπεισα, βάλαμε στο μπουκάλι, 20 δολάρια εγώ και 5 εκείνος και αφού γράψαμε τη διεύθυνση του Πανορμίτη και σαν αποστολέα τα στοιχεία του Λημνιού, το σφραγίσαμε και το ρίξαμε στα κύματα!

Πέρασαν κάποιοι μήνες. Ξέμπαρκοι κι οι δυο στα νησιά μας. Ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Λημνιός, περιχαρής μα και κομπιασμένος από ντροπή… για την απιστία του.

 – «Γιάννη το μπουκάλι μας έφτασε στον Πανορμίτη, μας άναψαν κερί και η επιτροπή της Ι. Μονής μου έστειλε ευχαριστήριο!»

Πώς έγινε αυτό; Το μπουκάλι μας ταξίδεψε μίλια στον ωκεανό. Τα ρέματα το πήγαν  βόρεια στις ακτές της  Ολλανδίας. Εκεί  το βρήκε ένας ψαράς. Σαν έφτασε στο λιμάνι άραξε το ψαροκάικό του πλάι σ’ ένα ποντοπόρο φορτηγό πλοίο, πού ’χε όνομα ελληνικό. Έδειξε το μπουκάλι στο πλήρωμα. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας ναύτης, από τη Σύμη.

 – « Καλέ φτο το καννίν (μπουκάλι) είναι για το Πανορμιτάκιν  μας!» είπε, το πήρε με ευλάβεια, το φίλησε και σταυροκοπήθηκε. Μαζί του κι όλοι οι άλλοι. Το «Συμιακάκι» σε λίγες μέρες θα ξεμπαρκάριζε για το νησί του. Τό ‘βαλε  στη βαλίτσα του και τό ’φερε στον Πανορμίτη. Μεγάλη η Χάρη του για όλο τον κόσμο!

Τα καραβάκια του Παλερημνιώτη

Ανάμεσα στα τόσα και τόσα  τάματα των πιστών προς τον Παλερημνιώτη  που εκτίθενται στους μουσειακούς χώρους – κελλάρια της Ι. Μονής, όπως προανέφερα, βρίσκονται δεκάδες ομοιώματα σκαριών – πλεούμενων, τα οποία κατασκεύασαν με θαυμαστή επιδεξιότητα  και μεράκι θαλασσινοί που είχαν και καλλιτεχνικές ικανότητες. Αυτά είτε τα προσέφερναν οι ίδιοι σε κάποια από τις επισκέψεις – προσκύνημτά τους στον Πανορμίτη, είτε «πετώντας» τα στη θάλασσα,  με ορθάνοιχτα πανιά, με τη βεβαιότητα – πίστη, ότι η θαυματουργική δύναμη του Πανορμίτη θα κάνει, αυτά τα καρυδότσουφλα, ν’ αρμενίσουν το φουρτουνιασμένο πέλαγος και θά ’ρθουν να ελλιμενιστούν κάτω από το μοναστήρι Του. Ένα τέτοιο περιστατικό, υπέρβαση στη λογική της πραγματικότητας, καταδεικνύει η παρακάτω μαρτυρία Καλύμνιου σφουγγαρά:

– « Δεν ήταν να γυρίσουμε, μες στον Οκτώβρη, από το καλοκαιρινό σφουγγαράδικο ταξίδι στην Μπαρπαριά, και πάνω που χαιρόμασταν την στεριανή ζωή (το σπιτικό μας και το νιο κρασί από τα γιοματάρια στις ταβέρνες), ο καπετάνιος μας ειδοποίησε πως θα λύναμε παλαμάρι για «υστεροτάξιδο». Το μικρό καλοκαιράκι του Αγίου Δημητρίου, με τα «στεγνά του γαλήνια» έπρεπε να το εκμεταλλευτούμε. Ένα σφουγγαράδικο ταξίδι στα γύρω νησιά της Δωδεκανήσου ή και των Κυκλάδων, ως να πάρουν οι κακοσύνες των χειμωνιάτικων καιρών,  θα μας βοηθούσε οικονομικά, να καλύψουμε καμιά «τρύπα» τις γιορτινές  μέρες που έρχονταν. Οι φαμίλιες είχαν ανάγκες και…η γλετζέδικη ζωή στο νησί ήθελαν  παρά!

Πριν λύσουμε παλαμάρι, το κουμάντο (υπεύθυνος) του καϊκιού μας πήρε και πήγαμε  εδώ κοντά, όξω ’που τον κάβο της  Χαλής,  στου «Σαρή» το νησί για «ξεμύξασμα», δηλαδή να κάμουμε μερικές δοκιμαστικές βουτιές, για να στρώσει  ξανά ο οργανισμός μας στο βούτθος, ε να βγάλουμε και κανένα θαλασσομεζελίκι.

Το λοιπόν, πάνω στη βουτιά μου, βλέπω ολοκάθαρα ένα μικρό ξύλινο καραβάκι με την αρματωσιά του να είναι ακουμπισμένο ολόρθο σε ένα βράχο, στα κοφτά νερά μιας ρέστας. Μες στα πολύχρωμα κοράλλια  έμοιαζε ν’ αρμενίζει ορθόπλωρα στα πέλαγα του απέραντου  γαλάζιου! Πιο κάτω όμως «γυάλεψα» – εντόπισα μέσα από τα κρύσταλλα της περικεφαλαίας – δυο τρία καλά σφουγγαράκια. Αμέσως σκέφτηκα. Θα κατεβώ πρώτα να πάρω τα σφουγγάρια και στο ανέβασμά μου να γυρίσω να πάρω και το καϊκάκι. Θα ήταν ένα κόσμημα ανάμεσα στα θαλασσινά ευρήματα  (σφουγγάρια, κοράλια και λαϊνάκια αρχαία) – τρόπαια της βουτιάς μου –  που είχα στο μπουρό (έπιπλο) του σπιτιού μου!

Με το που κίνησα όμως να κατεβώ το ξέχυμα προς τα σφουγγάρια, ένα δυνατό ρέμα, λες και ήταν ποταμός ορμητικός που σπάει το φράγμα, με κόλλησε πάνω στη ρέστα και πλάι στο βράχο με το καραβάκι. Ξαναδοκίμασα να πάω μπρος και κάτω, μα πάλι το ίδιο, το ρέμα με κρατούσε εκεί, στον ίδιο τόπο, ενώ γύρω μου χόχλαζε ο βυθός. Τα χρειάστηκα. Πρώτη φορά μου λάχαινε τέτοιο περιστατικό. Χτύπησα το σχοινί του κολαούζου  να με πάρουν πάνω, αφού πρώτα μάζεψα το πλεούμενο με προσοχή μην του κάνω ζημιά στ’ άρμενα. Με το που το σήκωσα όμως,  το ρέμα κόπηκε σαν από μαχαίρι. Η αντάρα στο βυθό κόπασε. Άρπαξα την ευκαιρία τά ‘δωσα κάτω και πρόκαμα να βγάλω και τα σφουγγαράκια.

Σαν ανέβηκα στην κουβέρτα του σφουγγαράδικου, τους εξήγησα τι μου συνέβη και τους έδειξα το καϊκάκι. ‘Όλοι θαύμασαν την ομορφιά του και απόρησαν πώς βρέθηκε σ’ αυτά τα νερά. Η εξήγηση δόθηκε με το που βρήκαμε στο αμπάρι του δυο μπουκαλάκια καλά σφραγισμένα, (το ένα είχε λάδι και το άλλο λιβάνι) και που διαβάσαμε  το όνομα που έγραφε στην πλώρη  του: « ΠΑΝΟΡΜΙΤΗΣ ΣΥΜΗΣ»  

– Σίγουρα είναι τάμα για τον Παλερημιώτη και ο Πανορμίτης με το ρέμα σε υποχρέωσε να σταματήσεις και να το πάρεις πάνω. Θα πρέπει να του το στείλουμε, μαζί με τα σφουγγάρια που έβγαλες, είπε κάποιος από το πλήρωμα.

– Εμείς θα Του το πάμε,  είπε με βεβαιότητα το κουμάντο, αν και δε μου είπε ο καπετάνιος, για τον τόπο που θα τραβήξουμε.  Θα δείτε πως ο καπετάνιος θα πάρει την απόφαση, το υστεροτάξιδό μας να γίνει στα κάτω μέρη· Κάσο – Κάρπαθο και θα περάσουμε από τον Πανορμίτη. Σαν τραβάνε Νότια οι θαλασσινοί μας ή έρχονται από το Νοτιά, είναι ασυγχώρητο να μην μπουν στον κόρφο του Πανορμίτη, ν’ ανάψουν ένα κερί στον Ταξιάρχη, να πάρουν την ευλογία του!

Το απόγευμα που γυρίσαμε από τη δουλειά, νά σου  στο παλαμάρι ο καπετάνιος. Ρώτησε αν είμαστε καλά, αν τα εργαλεία της δουλειάς λειτουργούσαν, σωστά και…αν του φέραμε κανένα αστακό ή καραβίδα, κανένα  ρουφάκι, τίποτις  φούσκες ή  στρείδια·  να το γλεντήσει το βράδυ με την παρέα του!

– Ε, και  που είστε, μας προειδοποίησε, στο υστεροτάξιδό μας λέω να πάμε Κάσο – Κάρπαθο. Μια και γιορτάζει σε λίγες μέρες ο Παλεριμνιώτης,  θα περάσουμε ’που τη Σύμη να του ανάψουμε ένα κεράκι. Όσοι θέλουν να κοινωνήσουν, να νηστέψουν. Σε μια δυο μέρες σαλπάρουμε!

 Όλοι  στο καΐκι κοιταχτήκαμε  με κρυφή χαρά μεταξύ μας. Από το μικροκάικο – τάμα που ψαρέψαμε ‘που το βυθό μια ευωδία, σαν  από λιβάνισμα, σκορπίστηκε  παντού. Βγάλαμε τα κασκέτα μας. Σταυροκοπηθήκαμε :

–   Μεγάλη η δύναμη  και η χάρη σου Μιχαήλ Αρχιστράτηγε,  Ταξιάρχη των Ουρανίων Δυνάμεων και  προστάτη των σφουγγαράδων,  Παλερημνιώτη μας!

* * *

Για τον Καλύμνιο σφουγγαρά  Σακελλάρη Κλωνάρη, έναν από τους οκτώ γιους (όλοι τους υπήρξαν δυναμικοί σφουγγαράδες)  του φημισμένου σφουγγαρά Θεοφίλη  Παντελή Κλωνάρη, του «Φατολίτη», από το Χωριό της Καλύμνου,  « ο Πανορμίτης της Σύμης» υπήρξε ο λατρεμένος προστάτης του ίδιου και συνεχίζει να είναι όλης της φαμελιάς του, των παιδιών του, των εγγονών  και δισέγγονών του.

Συντροφιά με τον Πανορμίτη Σακ. Κλωνάρη, παλιό Καλύμνιο σφουγγαρά,. Πρωινό στην ολόδροση και λουλουδιασμένη αυλή του σπιτιού του στο Μασούρι Καλύμνου.

= Δάσκαλε, μου εκμηστηρεύτηκε, μια και θα μιλήσουμε για τον  Παλερημνιώτη της Σύμης, θα πρέπει να γνωρίζεις ότι το όνομά μου είναι τάξιμο στον Πανορμίτη. Ο Μεγαλόχαρος ζητούσε επιτακτικά, σε απανωτά οράματα – «ονείρατα»  προς μέλη  της οικογένειά μας,  να του χαριστεί  το όνομα του παιδιού, που εγκυμονούσε η μάνα μου  η Νικητήαινα., η οποία δεν μπορούσε να «κρατήσει» – να στεριώσει μέσα της ζωντανό παιδί.  Ο πατέρας μου σαν του τό’ πανε,  πήγε να αντιδράσει, γιατί ήθελε να δοθεί το όνομα του δικού του πατέρα. Να διαιωνιστεί το όνομα του γενάρχη της φαμελιάς, αλλά ο φοβερός Αρχάγγελος το ξεκαθάρισε. = «Θέλετε παιδί;  Πανορμίτη θα το βγάλετε!» Έτσι με βγάλανε Πανορμίτη κι  έχουμε  την ευλογία Του, εγώ και τα παιδιά μου!

Κάνοντας παρέα με τον σεβαστό  μου φίλο Πανορμίτη Κλωνάρη (94 χρονών ), αγαπημένο φίλο απ’ τα παλιά και  του πατέρα μου, του Μαστρο = Αντώνη Γλάρου (έκαμαν μαζί και «δέθηκαν φιλικά» σε καλοκαιρινά σφουγγαράδικα ταξίδια στην Μπαρμπαριά τη δεκαετία του 1950), ανάμεσα στις σφουγγαράδικες ιστορίες – βιώματα  της ζωής του,  μου αφηγήθηκε με συγκίνηση και δάκρυα στα μάτια,  ιστορίες και για την θεία παρέμβαση του προστάτη τους «Παλερημνιώτη της Σύμης», που πραγματικά συγκλονίζουν. Μου ζήτησε να τις καταγράψω και να τις κάμω γνωστές. – «Να μάθουν οι νέοι, τι τραβήξαμε για να βγει το σφουγγάρι, αλλά και πόσο μας βοήθησε η Πίστη μας στο Θεό και στους Αγίους. Μας έδινε δύναμη και κουράγιο να παλέψουμε με τη θάλασσα και τις κακοσύνες των καιρών. Όλα τότες ήταν και … κρεμνιόταν από  ένα θαύμα, που το περιμέναμε!»

Του υποσχέθηκα πως θα τα γράψω, κατά πώς θα μου τα εξιστορούσε και ήταν σαν να το υποσχέθηκα στον ίδιο τον Παλερημνιώτη της Σύμης. Ας τον παρακολουθήσουμε λοιπόν σε δυο αφηγήσεις – «σφουγγαράδικες ραψωδίες», δοσμένες με το λυρισμό της  σφουγγαράδικης λαλιάς,  που έκρυβε στα  τρίσβαθα της ψυχής του:

 Α΄  Το τάξιμο του πεντόλιρου

– «  Στη δεκαετία του 1920, ο πατέρας μου ο Σακελλάρης με τον αδερφό του πήγαν δύτες στην Αμερική, στο Tarpons Springs στη Φλώριδα, όπου μαζί με άλλους σφουγγαράδες Αιγινήτες, Χαλκίτες, Συμιακάκια και Καλύμνιους έβγαζαν πολλά σφουγγάρια. Μια μέρα όπως ψάρευαν το σφουγγάρι, μες στο Κόρφο της Τάμπας, (Tuba – αρχ.ελλ. τύμβος) με γαλήνια νερά, ξεσηκώθηκε ένα μπουρίνι με ανεμοστρόβιλους – θρούμπες  κι  η θάλασσα αγρίεψε και φούσκωσε. Τα ρέματα ποταμός, τους πήραν και τους ξόρισαν  μίλια μακριά· χαθήκαν σε άγνωρους τόπους! Και το χειρότερο το καΐκι ήκαστε – σκάρωσε σε μια  ρηχή τούμπα  (αμμώδη ρηχοπατιά) και δεν ξεκολλούσε. Μες σε κείνο το κακό, που όλο το πλήρωμα τα «χρειάστηκε» ο πατέρας μου ήταξε στον Παλερημιώτη να τους γλυτώσει και κείνος θα του πή(γ)αινε ένα χρυσό πεντόλιρο, απ’ αυτά που λέει και το  τραγούδι : « Τα ριάλια ριάλια, τα σελίνια μονά και διπλά//  τα μονόλιρα, πεντόλιρα και ντούμπλες // κι οι πεζεβέγκηδες που τά ‘χουνε στις πούγκες…»

Δεν ήταν να ’ποσώσει τα λόγια του,  ένιωσαν το καΐκι να γλιστρά, από μόνο του και να βγαίνει στα βαθιά νερά, χωρίς να κάμουν καμιά ενέργεια για να το ξεσκαρώσουν, Ο Παλερημιώτης έβαλε το χεράκι του και σώθηκαν!

Σαν γύρισε από την Αμερική, ο πατέρας  πάλι δούλευε με σφουγγαράδικα και  βρέθηκε με το σφουγγαροκάικό τους στη Σύμη και μπήκαν στο γαλήνιο όρμο του Παλερημιώτη. Το τάξιμό του όμως το είχε αμελήσει.  Ένιωσε γι αυτό άσχημα. Πήρε όμως την απόφαση να πάει να προσκυνήσει στο Μοναστήρι και να ζητήσει συγχώρεση. Σαν έφτασε μπρος από την μεγαλεπήβολη  εικόνα του Παλερημιώτη, κοίταξε τη φοβερή μορφή του Αρχάγγελου και με τρόμο στην καρδιά θέλησε να την προσκυνήσει. Μια δύναμη όμως δεν τον άφηνε να πλησιάσει, αλλά  και μια   αγριεμένη φωνή, από τα σωθικά του, αντιβούησε στ’ αυτιά του   και τον ταρακούνησε:

= « Το πεντόλιρό μου Σακελλάρηηη…!»

= Συγχώρεσέ με Παλερημνιώτη μου,  μουρμούρισε, στο άλλο ταξίδι θα στο φέρω.

= «Κι αυτό   πού ’χεις στη χέρα σου τι είναι;»

Ο πατέρας μου ψάχτηκε και άγγιξε στη χέρα του το χρυσό του δαχτυλίδι, που ο χρυσοχός (χρυσοχόος) του τό ‘φτιαξε λιώνοντας ακριβώς  ένα χρυσό πεντόλιρο. Χωρίς δισταγμό έβγαλε το δαχτυλίδι, που κύλισε απ’ το δάχτυλο στη χούφτα του κι αμέσως …το βήμα του λευτερώθηκε. Προχώρησε και το απόθεσε  μπρος στην εικόνα. Την ασπάστηκε με δάκρυα στα μάτια. Ξανακοίταξε τώρα  τον Παλερημιώτη κατάματα. Η μορφή  Του  ήταν ολόφεγγη, γαλήνια και στα χείλη του ένα αχνό χαμόγελο απλώθηκε.  Γαλήνεψε και η δικιά του ψυχή!

***

Β΄ Το «λάλημα» του  Πανορμίτη Σύμης

Και ο αείμνηστος πια Πανορμίτης Σακ. Κλωνάρης = μας άφησε χρόνια τον περσυνό χρόνο= συνέχισε:

= «Προς τα τέλη του Σεπτέμβρη, του 1947, με το σφουγγαροκάικο όπου δουλεύαμε, (ο πατέρας μου δύτης και ‘γώ,  εικοσάχρονος τότε,  τριχαντηνιέρης και μοτορίστας) κάναμε περατζάδα το κακοπέρατο Λιβυκό πέλαγος, από τη Ντέρνα της Λιβύης,  και πιάσαμε τ’ αβεντικά της Κρήτης,  προς τον Κάβο = Σίδερο (Αγ. Ισίδωρο). Οι καιροί ήταν  καλοσυνάτοι ακόμα, έτσι πήραμε την απόφαση, να μην τραβήξουμε κατ’ ευθεία στην Κάλυμνο αλλά  να δουλέψουμε τα μέρη εκείνα, πού ‘ταν καρπερά σε σφουγγάρια.

 Με το τελείωμα μιας  βουτιάς του, ο πατέρας μου ανέβηκε στο καΐκι κουβαλώντας την απόχη του με μπόλικα σφουγγάρια και μ’ έναν γκαζοτενεκέ, απ’ αυτούς με το μεγάλο στόμιο, που ήταν σφραγισμένο με καλάι. Είχε όμως βουλιάξει, γιατί ο σαπισμένος από σκουριά πάτος του είχε γίνει τρύπιο σουρωτήρι από το αρμένισμά του, ποιος ξέρει πόσο καιρό, μες στις  κακοσύνες των κυμάτων; Τον ανοίξαμε με περιέργεια και μέσα του βρήκαμε μια γυάλα με βιδωτό καπάκι, απ’ αυτές που έβαζαν τότες  τη βανίλια (υποβρύχιο).  Η γυάλα λοιπόν μέσα της είχε μπόλικο λιβάνι, ένα εικοσαδόλαρο και έναν τεσσερέ  (σημείωμα) με ολόκληρο κατεβατό ονομάτων,  υπέρ υγείας προσώπων εν ζωή  και υπέρ αναπαύσεως της ψυχής  κεκοιμημένων. Και η διεύθυνση του παραλήπτη; Προς: «Πανορμίτη Σύμης». Θαυμάσαμε την πίστη του αποστολέα και  φυλάξαμε τη γυάλα στην κάμαρη – γέφυρα του καϊκιού,  προγραμματίζοντας να την πάμε με την πρώτη ευκαιρία στη Σύμη.  

Από εκείνη τη μέρα όμως, που βρέθηκε η γυάλα του Πανορμίτη, τα πράγματα άλλαξαν στη δουλειά. Οι βουτηχτάδες βουτούσαν και έβγαιναν πάνω με την απόχη άδεια – «σπάχο». Σκατζαίρναμε  συνέχεια τόπους,, από τα μαλακά  ρηχά νερά στα τρομαχτικά μαύρα νερά του Κάβο = Σίδερου, μα  οι βουτιές άκοπες, χωρίς sorta – τύχη.   Δεν εύρισκαν πουθενά σφουγγάρι  και σε μέρη γνώριμά τους πως ήταν καρπερά, λες και τα σφουγγάρια  «έφευγαν και χάνονταν  από μπροστά τους!» Και δεν έφτανε αυτό, ο καιρός χάλασε, άστραψε και βρόντησε ο Οστριο – Γάρμπης (νοτιοδυτικός καιρός) και τον γύρισε σε καργάτη Μαΐστράλα (βορειοδυτικός καιρός), με κύματα βουνά. Ευτυχώς που προλάβαμε, ορτσάραμε πανί και του δώσαμε δευτερόπρυμνα κατά την Κάσσο.  

Σαν μέρωσε η θάλασσα, βάλαμε μπρος για δουλειά, μα και πάλι το ίδιο δρομολόγιο, όπως στη Κρήτη. Τα σφουγγάρια άφαντα, τα νεύρα στη τσίτα, οι μέρες κυλούσαν στην ακοπία και… σκάτζα από δω, σκάτζα από κει περάσαμε στην Κάρπαθο. Πιάσαμε τον «Πάγκο του Μάγκου», (σήκωμα – ύψωμα ρηχό σε βαθιά νερά)  εκεί που, παλιά, ο Καλύμνιος καπετάνιος Μάγκος είχε βγάλει τόσα σφουγγάρια όσα δεν είχε βγάλει όλο το καλοκαίρι στη Μπιγγάζα (Βεγγάζη). Από τότες η «ξέρα – ρηχό» αυτή πήρε και το όνομα, αυτού που τη «έπιασε» – βρήκε.  Πέσαμε πάνω στο  κεφάλι (κορυφή) της καρπερής ξέρας = την γνώριζε καλά ο καπετάνιος μας = μα σαν αρχίσαμε τις βουτιές τα ρέματα κάτω ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσε δύτης να πατώσει.! Υπήρχε και φόβος να μας χτυπηθεί «άνθρωπος» – (δύτης) από το πολύ κοντράρισμα με τα ρέματα!. Είδαμε και αποείδαμε πως τίποτα δεν θα κάναμε, βάλαμε πλώρη προς τη Κατταβιά, βορινά  της Ρόδου και από κει στη Σύμη, με τα κύματα και τον καιρό να μας λαλούν ( να μας καθοδηγούν, να μας κατευθύνουν) και να μας μπάζουν στον πάντα γαλήνιο όρμο του Πανορμίτη.  

  Αράξαμε ακριβώς κάτω από τη Μονή του Παλερημνιώτη, πήραμε με προσοχή τη γυάλα, τάμα προς τον Ταξιάχη και αφού προσκυνήσαμε τον τρομερό Αρχάγγελο,  την παραδώσαμε στον ηγούμενο της Μονής, εξιστορώντας του και την περιπέτειά μας, αλλά  και την ακοπία μας, από τότες που βρήκαμε το τάξιμο.

= Από τη μέρα που βάλαμε στο καΐκι  τη γυάλα = τάμα στον Παλερημνιώτη, ο Μεγαλόχαρος να μας συγχωρέσει, «δεν σταυρώσαμε σφουγγάρι»! Όλα στραβά κι ανάποδα μας ήρθαν!

Ο  ηγούμενος χαμογέλασε  καλόκαρδα:

= « Ο Παλερημνιώτης φαίνεται ήθελε το τάμα του να ’ρθεί γρήγορα στη Μονή του, γι αυτό και σας «λάλησε» εδώ με το δικό του τρόπο. Έχετε πίστη σ’ Αυτόν. Είστε υπό την σκέπη των πτερύγων του κι όλα θα  σας έρθουν κατ’ ευχήν!»

Πράγματι, με το που βγήκαμε  όξω από τον όρμο Του, πιάσαμε  δουλειά και  δεν ξέραμε πού να βάζουμε τα σφουγγάρια.  Οι απόχες γιομάτες·  μπάλλα! Η κουβέρτα (κατάστρωμα) αναστέναζε κάτω από το βάρος τόσων σφουγγαριών, τα ξάρτια γιόμιζαν στη λιάστριά (λιάσιμο) τους. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στα πρόσωπα του καπετάνιου και  του πληρώματος. Σε λίγες μέρες όχι μόνο ισοφαρίσαμε τη χασούρα, από «τη γυάλα του Παλερημνιώτη», αλλά και από την αδουλεψιά από τα χασομέρια του καλοκαιριού στην Μπαρπαριά! Η χρονιά εκείνη μας βγήκε από τις πιο καλοδουλεμένες σε σφουγγάρια!

Τραβώντας πορεία για το νησί μας, το νιώθαμε όλοι, πως μας  λαλούσε η ευλογία του Παλερημνιώτη. Τον νιώθαμε ανάμεσα στα ξάρτια να αρμενίζει μ’ ολάνοιχτες τις ρτεού(γ)ες Του, να μας «σκέπει» όπως μας το ‘πε κι ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Του. Τον νιώθαμε  πίσω στο τιμόνι, πίσω στα ’πόνερα της προπέλας  του καϊκιού μας, να λαλεί τη ρώτα της σφουγγαράδικης  ζωής μας!

Και του χρόνου τέτοιες μέρες, στη χάρη Του, να αξιωθούμε να παρουσιάσουμε νέα θαύματα της πίστης, της λατρείας των θαλασσινών μας προς τον Παλερημνιώτη, που ολοφάνερα  καταδεικνύουν τη θαυματουργική  Δύναμη του Αρχιστράτηγου των Ουρανίων Δυνάμεων, αλλά και την αρωγή Του στους «χειμαζομένους εν τοις πελάγοις»  

***

Το μαύρο αρνί το Πανορμίτη

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία, παλιού Καλύμνιου σφουγγαροκαπετάνιου,

 για την ολοφάνερη δυναμική παρουσία και θεία παρέμβαση του Πανορμίτη, του τρομερού Αρχάγγελου Μιχαήλ, στο θέμα των αφιερωμάτων – ταξιμάτων προς Αυτόν. Δεν ήταν μόνο να εκπληρωθεί το τάξιμο = δεν το ξεχνά όσα χρόνια κι αν περάσουν = αλλά και να μην πειραχθεί τίποτε, ούτε τρίχα, από αυτό που του ανήκε, χωρίς τη συγκατάθεσή του!

= «Τελειώματα του Οκτώβρη, γυρίσαμε στο νησί από το καλοκαιρινό σφουγγαράδικο ταξίδι. Όλο το καλοκαίρι, από μήνα Μάη,δουλεύαμε τα νερά της Κρήτης. Τον πιότερο χρόνο τον περάσαμε στ’ αβεντικά, στη νότια Κρήτη, γιατί φυσούσαν δυνατά μελτέμια, που σάρωναν όλο το Αιγαίο. Σαν κόπασαν οι αγέρηδες, δουλέψανε τα σωφρανικά (βόρεια – πάνω μέρη). Βγάλαμε πολλά και καλά σφουγγάρια. Πήγε καλά η χρονιά· δόξα να ‘χει ο Μεγαλοδύναμος!

  Παρά την κούραση από την τόση δουλειά τόσων μηνών στο βούτθος, αφού ξεκουραστήκαμε για λίγο και τακτοποιήσαμε τα της δουλειάς (πούληση σφουγγαριών, δοσοληψίες με τους σφουγγαροεμπόρους και προμηθευτές, συντήρηση του καϊκιού κ.α.) πήραμε την απόφαση να βγούμε για «υστεροτάξιδο», όσο οι καιροί μας το επέτρεπαν. Το μικρό καλοκαιράκι του Αγίου Δημητρίου συνεχιζόταν. Στεγνά γαλήνια και να καθόμαστε στα καφενεία; Δεν ταίριαζε σε μας!

«Οι θαλασσινοί πρέπει ν’ αγοράζουν – εκμεταλλεύονται τους καλούς καιρούς!»

Κι  ο καπετάνιος συνεχίζει, πάντα συγκινημένος, με μάτια βουρκωμένα;

= « Βρεθήκαμε να δουλεύουμε το σφουγγάρι στο νησί της Σύμης. Γνωστή ήταν η Σύμη για τους άξιους και τολμηρούς σφουγγαράδες της – εξ ίσου δυναμικούς με τους Καλύμνιους= αλλά και για τα πανέμορφα σφουγγάρια (ψιλορούθουνα καπάδικα ολοστρόγγυλα σαν τυπάρια, φίνα μελάθια και ψιλομανταπάδες) που κρατούσαν τα νερά της. Σφουγγαράδες όμως Συμιακοί δεν υπήρχαν πια για να τα βγάλουν. Η ακμάζουσα σπογγαλιεία της ξέπεσε μετά τον πόλεμο και οι Συμιακοί, μετά τη δεκαετία του 1950, σκόρπισαν στη Ρόδο, στη ξενιτιά και όσοι έμειναν το γύρισαν στη ναυτηλία και τον τουρισμό. Έτσι τα σφουγγάρια της τα έβγαζαν οι Καλύμνιοι, που επέμεναν να κρατούν πεισματικά το πατροπαράδοτο  επικίνδυνο επάγγελμα του σφουγγαρά.

Πλησίαζαν όμως και οι μέρες που γιόρταζε ο Παλερημνιώτης της Σύμης και κάναμε στάση της δουλειάς, να τιμήσουμε τον μεγαλόχαρο, που για μας τους σφουγγαράδες είναι, μαζί με τον Άη – Νικόλα, μεγάλος προστάτης και βοηθός. Το ήθελα και γω και το πλήρωμά μου, να ξεκουραστούμε λίγο στον ήρεμο και γαλήνιο κοόρφο του, ν’ ανάψουμε ένα κεράκι στη Χάρη Του, να λειτουργηθούμε, να γαληνέψει κι η ψυχή μας, γιατί με το να σβαρνίζουμε τα πέλαγα, «μας έλειψε η εκκλησιά»!

Πραγματικά ζήσαμε ένα αξέχαστο τριήμερο, φουνταρισμένοι κάτω από το ιστορικό Μοναστήρι της Ι. Μονής, μαζί  με το πλήθος των πιστών που συνέρρεαν απ’ όλα  τα Δωδεκάνησα, την κατάνηξη των εσπερινών, των ολονύκτιων δεήσεων και παρακλήσεων, τη μεγαλοπρέπεια του εορτασμού ανήμερα της γιορτής του. Νιώσαμε την επιβλητική παρουσία της φεγγαρόλουστης μα αυστηρής μορφής του Παλερημνιώτη να πλανάται χαρούμενη για τν κοσμοσυρροή των πιστών, που παραβρέθηκαν προσκυνητές στη χάρη Του και να σκορπά απλόχερα την ευλογία Του, με…υψωμένη την ρομφαία του. Όλα καλά και ευλογημένα!

Την επαύριο κιόλας της γιορτής του, βγήκαμε πάλι για μεροκάματο. Καλοσυνάτος   ο καιρός, γιαλώσαμε σε μια κουστέρα (παραθαλάσσια περιοχή) με κοφτά – απότομα νερά, πού ‘κανε σφουγγάρια κι αρχίσαμε τις βουτιές, ο καθένας το νεπέτι (σειρά) του. Ξαφνικά είδαμε ένα αρνί, μεγαλόσωμο και μαύρο κατάμαυρο, να κατεβαίνει απ’ τα’ άγρια γκρεμνά και να φτάνει ως κάτω τ’ ακροβράχια του γιαλού, εκεί που σκάει το κύμα. Στεκόταν και μας παρακολουθούσε ήρεμο και ακολουθούσε το καΐκι μας, καθώς σκατζάριζε – μετατοπιζόταν. Το παρακολουθούσαμε  και μεις και …από το νου μας πέρασε η σκέψη, αν μπορούσαμε να το πιάσουμε. Είχαμε καιρό να φάμε φρέσκο κρέας και ποιός ξέρει, ξεμοναχιασμένο όπως ήταν και ποιος θα μας έβλεπε μες στην ερημιά; Πως όμως θα πιάσεις ένα άγριο και αδέσποτο ζωντανό στα κοφτερά γκρίφια μες σε άγρια κι αγκαθωτά κλατζιά και στα κατσάβραχα με τα μυτερά σπιρούνια;

Έλα όμως που βρέηκα η ευκαιρία. Το αρνί πήγε από μόνο του και «βραχώθηκε»- ζυ(γ)ώθηκε ανάμεσα σε κάποιους ψηλούς βράχους, πού ‘ χαν κατρακυλήσει από το βουνό στο γιαλό και δύσκολα θα μπορούσε να ξεφύγει, αρκεί να το προλάβαινες να μην στρέψει πίσω. Δεν χάνω στιγμή, αρπάζω το κοφτερό μαυρομάνικο Κρητικό μαχαίρι μου, δίνω βουτιά απ’ το καΐκι, βγαίνω στη στεριά και του φράζω το δρόμο διαφυγής. Τό ΄χα μπροστά μου και… του χεριού μου ·σίγουρα δε θα μου ξέφευγε!

Από κείνη τη στιγμή όμως τα πράγματα «παραξένεψαν»… Το άγριο μαύρι αρνί δεν αντέδρασε καθόλου, μόνο στεκόταν απαθές και με κοίταζε πονεμένα κατάματα, σαν να με παρακαλούσε να μην του κάμω κακό. Λιποψύχησα, το μαχαίρι κόντεψε να ξεγλιστρήσει από την κάθιδρη χούφτα μου. Τρεμούλιασα και μου κόπηκαν τα γόνατα! Ξεπέρασα όμως την ταραχή μου, το άρπαξα, το ‘φερα βολικά και του ΄κοψα το λαιμό. Αμέσως ξεπήδησε το αίμα χοχλαστό (αχνιστό), μόνο που δεν ήταν αίμα κόκκινο, αλλά μαύρο και πηκτό. Το αρνί ξεψύχησε στα γόνατά μου, με τα μάτια του εκεί να με κοιτάζουν πονεμένα.  Με μαύρη καρδιά, μουδιασμένος το ‘γδαρα, έκοψα τα ψαχνά του, τα υπόλοιπα τα πόντισα στη θάλασσα και μπήκα στο καΐκι. Δεν είπα όμως τίποτε στους συντρόφους μου για όλα αυτά τα «παράξενα» που με συγκλόνισαν.

Κόντευε μεσημέρι, ήταν το νεπέτι μου να βουτήξω. Προφασίστηκα κουρασμένος και είπα στους άλλους να συνεχίσουν τις βουτιές τους. Εγώ θα έβαζα πάνω το καζάνι να μαγειρεύεται το κρέας, για να ‘ναι το φαΐ έτοιμο σαν σχολάσουμε και πάμε στο λιμάνι. Με το που χόχλασε όμως το νερό, με το κρέας στο καζάνι, μια παράξενη μυρωδιά σκορπίστηκε στον δροσερό πελαγίσιο αγέρα. Δοκίμασα με το πηρούνι, να δω αν μαγειρεύεται το κρέας, μα ήταν σκληρό, σαν να καμάκωνες αγριοσφούγγαρο, που σαν λάστιχο κλωτσούσε το καμάκι του του γυαλά σφουγγαρά.

Και πάλι δε μίλησα, μόνο συμπλήρωσα δυο τρεις φορές νερό στο καζάνι, για να συνεχιστεί το μαγείρεμα, πιστεύοντας ότι το κρέας από το άγριο βουνήσιο ζώο ήταν σκληρό  και ήθελε περισσότερο βράσιμο. Αφού τελειώσαμε τις βουτιές, σχολάσαμε και με το σούρουπο μπήκαμε και λιμανιάσαμε στον γαλήνιο όρμο του Πανορμίτη, με το κρέας εκεί …να βράζει στο ζουμί του, σκληρό και σωμαυρισμένο. Το πλήρωμα πήρε χαμπάρι, ότι κάτι συνέβαινε και δεν ήθελε καθόλου να φάει απ’ αυτό. Πίστεψαν πως το μαύρο αρνί ήταν αρρωστημένο! Έτσι δειπνήσαμε κάτι πρόχειρο και πέσαμε να κοιμηθούμε, χωρίς να δώσουν –αυτοί τουλάχιστον= μεγάλη σημασία. Συμβαίνουν κι  αυτά, έχει ζώα που βρωμά το κρέας τους!

Ξημέρωσε ο θεός τη μέρα του. Με το χάραμα χτύπησαν οι καμπάνες απ’ το ψηλό καμπαναριό του Πανορμίτη. Είχε πρωινή λειτουργία. Βγάλαμε τα κασκέτθα μας και σταυροκοπηθήκαμε, συγυριστήκαμε, ασπρίσαμε τα πατημένα από βραδύς σφουγγάρια και κάναμε το πλάνο μας για το πού θα πάμε για δουλειά.

Έλα όμως που τα «παράξενα» είχαν συνέχεια. Έβαλα το κλειδί ν ‘ανάψει η μηχανή του καϊκιού, μα ούτε τσικ δεν έκανε. Ξαναδοκίμασα, τίποτε. Τι ήταν πάλι τούτο; Μια χαρά ήταν όταν τη σβήσαμε και ποτές δεν μας έδειξε σημάδια βλάβης. Την πρόσεχα σαν τα μάτια μου· ήταν καλοσυντηρημένο εργαλείο!

Όλοι ανησυχήσαμε κι αρχίσαμε να ψάχνουμε να βρούμε από πού προήλθε η βλάβη. Επικοινωνήσαμε  και με το μηχανουργό μας στην Κάλυμνο, ο οποίος μας ορμήνεψε τι να κάνουμε, μα τίποτις. Φάγαμε όλη τη μέρα να λύνουμε και να δένουμε εξαρτήματα (φίλτρα, μπεκ κ.α) Η μηχανή έμενε βουβή και άπραγη! Σκοτείνιασε και δεν βλέπαμε κιόλας. Πλαντασμένοι πέσαμε να κοιμηθούμε, με τη μεγάλη έγνοια τι θαγίνουμε χωρίς μηχανή, πάνω στο ταξίδι και μακριά απ’ το νησί μας. Ευτυχώς ήμασταν αραγμένοι σε σίγουρο αραξοβόλι κα δεν κινδυνεύαμε. Νιώθαμε σιγουριά!

Ξάπλωσα και γω μα δε μ’ έπαιρνε ύπνος. Τά ‘βαλα όλα κάτω στη σκέψη μου. Μαύρο αρνί ζαβλακωμένο,  μαύρο πηκτό αίμα, κρέας σωμαυρισμένο και  κακόβραστο που βρωμούσε, η μηχανή μας να μην ανάβει χωρίς αιτία: Είχα ακούσει και κάποιες ιστορίες, που ο Παλερημνιώτης δεν άφηνε να λύσουν παλαμάρι καΐκια, που κάποιος από το πλήρωμα κάτι πήρε κρυφά από το Μοναστήρι, όπως αυτός που έκλεψε και έφαγε μια πάπια που κολυμπούσε στον κόρφο του Πανορμίτη και κατέληξα. Μπας και το μαύρο αρνί ήταν του Παλερημνιώτη και ήκοψε (ξέφυγε) από το μάντρωμα που το ‘χαν οι μοναχοί και ήρθε και μας βρήκε στο γιαλό και ‘γω χωρίς να το ξέρω το ‘σφαξα; Φαίνεται πως ο διάολος μ’  έβαλε να σφάξω ξένο ζώο. Μετάνιωσα για την πράξη μου και προσευχήθηκα μέσα από την ψυχή μου.

=« Παλερημνιώτη μου, αν είναι έτσι,  συχώρνα με και … ‘γω θα σου στείλω ένα αρνί μαύρο σαν το δικό σου.»

Ξημέρωσε και πάλι ο θεός τη μέρα του. Στο Μοναστήρι ακούσγηκαν πάλι οι ουράνιες ψαλμωδίες, που υμνούσαν τις επουράνιες Αρχαγγελικές Δυνάμεις και μεις με βαριά καρδιά σκεφτόμασταν τι θα γίνουμε με την αναποριά που μας βρήκε στα καλά κοαθούμενα! Αφού σταυροκοπήθηκα έβαλα το κλειδί στη μηχανή και δοκίμασα να την ανάψω, με την ελπίδα ότι  ο Μεγαλόχαρος θα έβαζε το χεράκι του. Και ω του θαύματος, στη στιγμή η μηχανή άναψε σαν τσακουμάκι και κελαηδούσε σαν καλολαδωμένη  ραπτομηχανή SINGER. Όλοι σταυροκοπηθήκαμε και βγήκαμε απ’ το καΐκι για  ν’ ανάψουμε ένα κεράκι  και να προσκυνήσουμε την εικόνα  Του. Φαίνεται πως μας περίμενε. Κάτω από το αυστηρό βλέμμα του ένα αχνό χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη του, σαν να μας έλεγε :

-« Στο καλό να πάτε και με τις ευλογίες μου. Ε, και πού ’σαι καπετάνιο το αρνί που μού ‘σφαξες , μην το ξεχάσεις,  το θέλω πίσω και.. να ‘ναι μαύρο, ε!»

Αυτό μας έδωσε κουράγιο, λύσαμε παλαμάρι και συνεχίσαμε να ψαρεύουμε σφουγγάρια και ό,τι θαλασσινό είχε μεροκάματο (φούσκες για σπινιάλο, αστακούς, στρείδια κ.α) στα γύρω νησιά, μέχρι που οι καιροί  αγρίεψαν, μας πήρα από πίσω και γυρίσαμε στο νησί μας την Κάλυμνο ν’ απαγκιάσουμε. Ο χειμώνας άρχιζε να δείχνει τα δόντια του κι έπρεπε να λιμανιάσουμε!

Κύλησαν οι μέρες, κύλησαν οι μήνες, μπήκε και η Μ. Σαρακοστή. Οι καιροί μαλάκωσαν. Έφτασε ο καιρός για νέα τσουρμαρίσματα, για νέα ποκινήματα για νέα σφουγγαροτάξιδα. Κείνη τη χρονιά το Πάσχα έπεφτε πρώιμα και θα γιορτάζαμε την Ανάσταση στο σπίτι μας. Αυτό εμένα μου άρεσε. Χρόνια είχα να λειτουργηθώ τις άγιες μέρες της Μεγαλοβδομάδας και να συμμετάσχω στις εορταστικές τελετουργίες με τη φαμελιά μου!

 Τότες το πασχαλιάτικο – λαμπριάτικο  αρνί το παίρναμε ζωντανό από τις μάντρες, από φίλους βοσκούς ή από χασάπηδες που γύριζαν με τ’ αρνιά τους στις αλάνες και τα μοστράριζαν για πούληση. Όλοι σχεδόν αγόραζαν ζωντανό το αρνί και τα παιδιά σαν έκαναν διακοπές, παρέες παρέες τα πήγαιναν να βοσκήσουν στα γύρω χωράφια, στα χλοερά πλαΐτζια, μέχρι το Μ.Σάββατο  που θα τα σφάζαμε στην αυλή του σπιτιού και θα τα βάζαμε στο μουούρι και θα τα ψήναμε σε παραδοσιακούς  φούρνους

 Πριν τη Μεγαλοβδομάδα, συνεχίζει ο καπετάνιος, ανέβηκα στο Άργος, όπου ήταν  η μάντρα φίλου τσοπάνη, να διαλέξω  το λαμπριάτικό μας αρνί. Καθώς προσπαθούσα να ξεχωρίσω το πιο μεγάλο και το όμορφο (μαυρομμάτικο και πλατονώρικο) πέφτει το μάτι μου, εκεί στη άκρη της μάντρας,  σ’ ένα ξεμοναχιασμένο αρνί ολόμαυρο. Τι ήταν πάλι τούτο; Το αρνί ήταν ολόιδιο μ’αυτό του Παλερημνιώτη, πού’ σφαξα και που τού ‘ταξα να του το στείλω. Και πάλι ένιωσα  μέσα μου κείνα τα παράξενα που μού ‘λαχαν στη Σύμη. Το αρνί με κοιτούσε με κείνο το παράξενο βλέμμα , που ποτέ δε επρόκειτο να το ξεχάσω.

Αμέσως κινήθηκα προς το μέρος του, το μπλησίασα. Δεν έκαμε καμιά κίνηση να απομακρυνθεί. Στάθηκε ήρεμο στη θέση του και  δέχτηκε μάλιστα το το χαϊδέψω στο κεφάλι. Ο βοσκός τά ‘χασε βλέποντάς με  νά ‘μια φιλικά κοντά στο μαύρο αρνί.

    -«Παράξενα πράγματα βλέπω καπετάνιο. Αυτό το αρνί είναι το πιο άγριο της μάντρας μου και δεν πλησιάζεται. Εγώ που τα βόσκω και δύσκολο να το κάνω ζάφτι! Ε… και μαύρο αρνί διάλεξες για το Πάσχα;

Χωρίς να διστάσω,  στράφηκα και του ‘πα.

    = «Αυτό το αρνί το θέλω οπωσδήποτε.»

«Καπετάνιο λυπάμαι αλλά δεν τόχω για πούλημα. Το ‘χω τάξει στο σύντεκνό μου το Σεφίλη πού χει τη μάντρα του στα Σκάλια. Το θέλει για λατάρι στο κοπάδι του, να πιάσει ράτσα, να  το ‘ χει και για γούρι. Τελευταία, τα μαύρα αρνιά ηξέβγασι που τις μάντρες! Παλιά όλα τα μαντριά είχασι μαύρες πραάτες και τα θρέφαμε γιατί ήταν γερά ζα, είχασι νόστιμο κρέας, αλλά και για το μαύρο μαλλί τους. Μ’ αυτό ημπλέκασι μαύρες κοντραφανέλλες που τις  φορούσαν κατάσαρκα οι θαλασσινοί κι οι σφουγγαράδες, αλλά και για να βάζουν οι ανυφαντούες (υφάντρες του αργαλιού)  το ργούι (νήμα) τους πλουμί στα μάλλινα  Καλύμνικα χράμια.  Ας το  λοιπόν αυτό τ’ αρνί και διάλεξε όποιο άλλο θέλεις!

Σαν του εξήγησα όμως τα όσα παράξενα συνέβησαν με τον Παλερημνιώτη στη Σύμη και με το μαύρο αρνί  και πώς ήταν τάξιμο γι Αυτόν, χωρίς άλλο λόγο δεν μου έφερε καμιά αντίρρηση

        =  Αφού είναι για τον Παλερημνιώτη μας, χαλάλι ντου. Στείλε του το. Και πού ‘σαι θα του στείλω και γω ένα μαζί, για να βάλει το χεράκι του να ξεγεννούσι καλά τα ζα μου. Καταφέρνει τα σ’ αυτά!

Έτσι ο Πανορμίτης, όχι μόνο πήρε πίσω το μαύρο αρνί του, αλλά του στειλαν κι άλλο ένα για … αποζημίωση, Κανένας δεν τον ξεγελά!

«  Χρόνια πολλά σ’ όλους και ιδιαίτερα στους εορτάζοντας»

Και του χρόνου, τέτοιες μέρες, να μας αξιώσει η Χάρη του να παρουσιάσουμε κάποιο από τα αμέτρητα θαύματα, που καταδεικνύουν ολοφάνερα τη θαυματουργική δύναμη και αρωγή προς τους «χειμαζομένους εν τοις πελάγοις» θαλασσινούς μας,  του Αρχιστράτηγου των Ουρανίων Δυνάμεων, Μιχαήλ του Παλερημνιώτη της  Σύμης.

                                          Γιάννης Αντ. Χειλάς

Δάσκαλος, Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου