«Η πόλις εάλω»
Ήταν πρώτες πρωινές ώρες της αποφράδας Τρίτης της εικοστής ενάτης Μαΐου του 1453 όταν ακούσθηκε αυτή η γραυγή. «Η Πόλις εάλω» και τον ήχο της τον πήρε άνεμος και τον σκόρπισε στα πέρατα της γης. Σαν μαχαιριά πύρινη καρφώθηκε στη ψυχή της Ρωμιωσύνης η αναπάντεχη είδηση.
«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, θλίψις απαραμυθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις», μας λέει ο Κύπριος λαϊκός ποιητής εκείνων των χρόνων Κριαράς. Σε ένα χειρόγραφο που έχω υπ’όψιν μου, ένας μοναχός, ενώ γράφει σημάδια της βυζαντινής μουσικής, σταματά και σημειώνει στο παράφυλλο της σελίδας που έγραφε. «Στις 29 του μήνα, ημέρα Τρίτη και ώρα 3, ο Μουχαμέτθης επάτησε, δια τας αμαρτίας μας την Πόλη και εγένετο θρήνος και οδυρμός σε όλην την οικουμένην».
Όντως, το μαντάτο της Άλωσης έπεσε σαν κεραυνός και συγκλόνισε, «όλην την οικουμένην», γιατί ήταν γεγονός παγκόσμιας σημασίας. Γεγονός που άλλαξε τον ρουν της ιστορίας όχι μόνο της Ρωμιωσύνης και της Ευρώπης, αλλά γενικότερα του πολιτισμένου κόσμου.
Παρά τον ισχυρο κλονισμό, η ψυχή του Γένους μας, από την πρώτη στιγμή επαναστάτησε. Δε δέχθηκε το γεγονός της σκλαβιάς του και μέσα από τους θρύλους, τις παραδόσεις και τη δημοτική του μούσα, άφησε ευθύς εξ αρχής, να φυτευτεί ο σπόρος της ελπίδας για την εθνική του αποκατάσταση, η ελπίδα της λευτεριάς! Ήδη από τα πρώτα τραγούδια που δημιούργησε, όπως το θρήνο για την Άλωση: «Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη σημαίνουν τα ουράνια…», συναντούμε εκτός από τη βαθειά συναισθηματική φόρτιση και τη ρεαλιστική προσαρμογή προς τη σκληρή πραγματικότητα. Με τους στίχους του περίφημου αυτού Θρήνου έρχεται το άτομο και ο λαός πιο κοντά στη γνωριμία με την πραγματικότητα. Εδώ βλέπομε ο λαός να θρηνεί για την απώλεια της Πόλης και της ελευθερίας του, αλλά με τρόπο που τελικά οδηγεί στο ξαλάφρωμα της ψυχής του και οδηγείται στην κάθαρση, με αποτέλεσμα να αρχίζουν νέες ελπίδες για τη ζωή, νέος ξαναγεννημός. Έτσι, λαός δεν θα είναι πια ένας όχλος δειλών αιχμαλώτων, που απλώς κάθεται μοιρολατρικά «επί των ποταμωόν Βαβυλώνος» και θα κλαίει «εν τω μνησθήναι της Σιών». Από αυτό το τραγούδι, αυτόν τον θρήνο, η ζωή ξαναρχίζει με ένα σπουδαίο ιδανικό, την απελευθέρωση, που την υποσχέθηκε ο ίδιος ο Θεός στην Παναγία: Πέρασε μέσα από τους θρύλους της παραδόσεις του και το δημοτικό του τραγούδι την ελπίδα ότι τίποτα δεν τέλειωσε. Ότι η λειτουργία μπορεί να σταμάτησε πάνω στο χερουβικό, αλλά θα συνεχιστεί μετά από χρόνους και καιρούς από τον κρυμμένο παπά μέσα στη Αγιά Σοφιά, που κρατά σφικτά ο άγιο δισκοπότηρο, για να κοινωνήσει, παρόντος του μαρμαρωμένου Βασιλιά, το γένος. Και βλέποντας την Παναγιά να δακρύζει της λέει να μην «πολυδρακύζει», γιατί με χρόνους και καιρούς πάλι δικά της θα’ναι.
Μέσα λοιπόν από τη λαϊκή μνήμη, κρατήθηκε ζωντανή και η ιστορική μνήμη. Σε αντίθεση με τους διανοούμενους του 18ου -19ου αιώνα που υποβάθμισαν τη σημασία του γεγονότος και του ίδιου Βυζαντίου, λόγω των ουμανιστικών απόψεων και των εντολών του διαφωτισμού – όρα και σημερινή παγκοσμιοποίηση – Μάταια φώναζε ο περίφημος ιεροκήρυκας του 17ου αιώνα Ηλίας Μηνιάτης « Έπεσεν έπεσεν το γένος το βασιλικόν, τις εγερεί αυτό» Ευτυχώς που βρέθηκαν μερικοί ξένοι μεταξύ των οποίων, ο Πίτρα και ο Κρουμβάχερ που ανέδειξαν τον βυζαντινό πολιτισμό, και ο Φωριέλ τη σημαντικότητα τη Δημοτικής μας Μούσας.
Μεγάλη επομένως η σημασία της λαϊκής μνήμης, των θρύλων δηλαδή των παραδόσεων, των ηθών και εθίμων και των δημοτικών μας τραγουδιών. Σήμερα δε η διατηρησή της καθίσταται ιδιαίτερα απαραίτητη, αφού μπορεί να σταθεί ως ανάχωμα στην ανιστόρητη και εν πολλοίς ξενοκίνητη αμφισβήτηση, κάθε θρησκευτικού, ιστορικού, εθνικού , πολιτιστικού και ορθού κοινωνικού λόγου του γένους μας, από πολλούς ξένους μα δυστυχώς και δικούς άθλιους θυρανοίχτες της κερκόπορτας.