Κωπηλατώντας με τον Ελπήνορα…! -Γράφει ο Γιάννης Χειλάς

1152

Μνήμη Θαλασσινών και Σφουγγαράδων

Του συνεργάτη μας ΓΙAΝΝΗ ΧΕΙΛΑ για το kalymnos-news.gr

Νά ’μαστε ξανά αντάμα με τους θαλασσινούς μας, τους «χειμαζομένους εν τοις πελάγοις»  (ναυτιλλόμενους, σφουγγαράδες, ψαράδες). Αυτή τη φορά όμως όχι με τους ζωντανούς αλλά με τους αποθαμένους, σ’ ένα μνημόσυνο  ευλαβικής προσφοράς σ’ αυτούς που διέσωσαν και  κράτησαν ζωντανή την ναυτική  μας παράδοση.

Σε μια από τις επισκέψεις «μνήμης και χρέους» προς τους νεκρούς μας,  στο κοιμητήρι του Ταξιάρχη στη Χώρα –  «Χωριό» Καλύμνου, έμεινα «έκθαμβος» μπρος σ’ ένα μνήμα, όπου στα πόδια του αποθανόντος υπήρχε μια «σκανταλόπετρα» από πελεκητό κόκκινο μάντωμα – πέτρωμα  της Τελένδου. Είδα τη φωτογραφία, διάβασα τ’ όνομα στο κεφαλάρι. Γνωστό μου πρόσωπο ο αείμνηστος νεκρός. Σφουγγαράς με το σκαντάλι – «σκανταλάς»,  μια ζωή βουτούσε αγκαλιά με τη βαριά σκανταλόπετρα σε βαθιά – «μαύρα νερά», σ’ ανοιχτά άγνωρα πέλαγα, να βγάλει το πυρόξανθο σφουγγάρι, να ζήσει τη φαμελιά του!

Η παραπάνω σκηνή κάτι μου έφερνε στο νου και δεν κατέχω πώς; εκείνη την «αλαφροΐσκιωτη στιγμή» που προσπαθούσα να «ξεντριάρω» – ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, ψυχανεμίστηκα τη σεπτή μορφή του ποιητή, του «Θείου Όμηρου» να πλανάται γύρω και να μου ψιθυρίζει :

– «Ενθάδε κείται το πνεύμα του Ελπήνορά μου…!» ( Εδώ βρίσκεται – πλανάται η ψυχή και το πνεύμα του κουπά μου  του Ελπήνορα).  Αρμένισε λοιπόν στην Οδύσσεια, άραξε στη Ραψωδία Λ΄  και …«εμβάθυνε» με  «λααστή βουτιά»* στους στίχους  51 – 80 και θα καταλάβεις!

Πριν προλάβω να αντιδράσω,  ο Ποιητής, έτσι  όπως ήρθε  ξαφνικά έτσι και χάθηκε, πάλι ψιθυρίζοντας αινιγματικά :

– «Μάθετε να ερμηνεύετε τους ποιητές και να ξεχωρίζετε  τους ήχους της λύρας τους!»

Τα λόγια του με έβαλαν σε μεγάλη  περισυλλογή.  Για τον Ελπήνορα που μου μίλησε, γνώριζα μέσες – άκρες.  Ήταν, απ’ ότι θυμάμαι απ’ τα γυμνασιακά διαβάσματα στα Ομηρικά Έπη, ένας απ’ τους κουπάδες του Οδυσσέα. Μου έκανε όμως τότες εντύπωση και  χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου, το ότι σαν πέθανε, αυτός ο απλός θαλασσινός – ναύτης, ζήτησε να τον θάψουν κατάγιαλα και να βάλουν ένα κουπί στον τάφο του. Τον ταύτισα με τους ανθρώπους που ανάμεσά τους αναθράφηκα και μεγάλωσα, τους αγαπημένους μου θαλασσοτυραννισμένους κουπάδες, και ψαράδες, τους απλούς θαλασσινούς, εκείνους που θαλασσοβρεγμένοι ως το κόκαλο «τράβηξαν κουπί» όλη τους τη ζωή και παρότι η θάλασσα τους «έψησε το ψάρι στα χείλη» αυτοί την λάτρευαν.  Και πράγματι «ήθελαν να ’ποθάνουν και να  βλέπουν θάλασσα!». Μάλιστα, όταν οργανωνόταν το κοιμητήρι της Παναγιάς του Λαφασιού – των Λουβών, μετά τη δεκαετία του  1950,  στο εκεί πλαΐ  (πλαγιά) που κατέβαινε ως κάτω το γιαλό,  για να καλυφθούν οι ανάγκες ταφής των ενοριτών της μεγάλης ενορίας του Αγίου Στεφάνου, που όλοι σχεδόν ήταν θαλασσινοί, τους άκουγα  να εκφράζουν την «χαρά» – ικανοποίησή τους.

 – «Θα έχουμε την άπλα της θάλασσας μπροστά μας, θα νιώθουμε την αλμύρα της, θα βλέπουμε τα καΐκια μας πού ‘ρχονται απ’ το ψάρεμα, απ’ το σφουγγάρι, να μας φέρνουν τα πικρά χαιρετίσματα απ’ τους άλλους συντρόφους, που  «έλιωσαν» αλειτούργητοι  στις αμμουδιές και στα ξερονήσια της Μπαρμπαριάς  και… γιατί όχι σαν νυχτώνει να  βγαίνουμε και  για καμιά πυροφάνα!»

            Αυτά τα απλά πίστευαν για τις ψυχές και …παράξενο μέρευε η θαλασσοδαρμένη μορφή τους κι αλάφρωνε η ψυχή τους!

Αλλά καιρός να  γνωρίσουμε τον Ελπήνορα μέσα από τον Όμηρο. Ο Οδυσσέας λοιπόν,  σαν κατέβηκε στον Άδη για να πάρει χρησμό από τον  μάντη Τειρεσία, για το πώς θα μπορέσει να γυρίσει στην Ιθάκη, την πρώτη ψυχή που συναντά είναι του Ελπήνορα του κουπά του, τον οποίο όμως πίστευαν πως τον είχαν  αφήσει  ζωντανό στο νησί της Κίρκης. Μαθαίνει απ’ αυτόν, ότι μεθυσμένος όπως ήταν έπεσε από το δώμα του παλατιού της Κίρκης και σκοτώθηκε. Οι άλλοι δεν τον πήραν είδηση και έμενε  ακόμα άταφος.

Εκεί λοιπόν, κάτω στον μαύρο Άδη, ο κακοθανατισμένος και άθαφτος ακόμα στον απάνω κόσμο Ελπήνορας, ζητά από τον καπετάνιο του τον Οδυσσέα να τον θάψει με τις τιμές που ταιριάζουν σε θαλασσινό που αγάπησε τη θάλασσα, που τράβηξε κουπί  μια ζωή και πάλεψε με το κύμα,

                        « ………  …..           άναξ, κέλομαι  μνήσασθαι εμείο

                            μη  μ’ άκλαφτον, άθαπτον ιών   όπισθεν καταλείπειν

σήμα τε μοι χεύαι πολιής επί θινί θαλάσσης

ανδρός δυστήνοιο και εσσομένοισι πυθέσθαι »

                             Ταύτα τε μοι τελέσαι πήξαι τ’ επί τύμβω ερετμόν

τω και ζωός έρρεσον  εών μετ’ εμοίς ετάροισιν.    Οδ. Λ΄ 71- 78

(Σ’ ορκίζω να με θυμηθείς και μένα βασιλιά Οδυσσέα κι άθαφτο μήτε άκλαφτο  μη φύγεις (απ’ το νησί της Κίρκης) και μ’ αφήσεις, κι ούτε να με παραμελήσεις, μον’ κάψε το κουφάρι μου με την αρματωσιά μου και μνήμα στήσε μου κοντά στ’ αφροντυμένο κύμα, για να θυμούνται κι οι στερνοί το δόλιο παλικάρι )            

Κι είναι τόση η έγνοια του για τις μεταθανάτιες τελετές, για  εκπλήρωση της επιθυμίας του να ταφεί  κατάγιαλα, εκεί που σκάει το κύμα,  ώστε τον «φο(β)ερίζει» προειδοποιώντας τον:

 « μη τι θεώ μήνιμα γένομαι αλλά με κακκήαι συν τεύχεσιν, άσσα μοι έστιν»  Οδ. Λ΄ 73 – 74 ( Λάαζε- κοίταζε μπρος σου – έχε το νου σου Οδυσσέα, μήπως με κάμουν οι Θεοί κακό στοιχειό για σένα!) 

Ζητά ακόμη τη δικαίωση, την αναγνώριση του έργου που προσέφερε  στο πόστο του σαν κουπάς  και επιθυμεί να του στήσουν μνήμα, να τον θυμούνται οι κατοπινοί.  Κι ο Καπ – Οδυσσέας κράτησε την υπόσχεσή του!

                        τύμβον χεύαντες και επί στήλην ερύσαντες

πήξαμε ακροτάτω τύμβω ευήρες ερετμόν»   Οδ. Μ΄ 15

                       Μνημούρι εκεί του κτίσαμε κι υψώσαμε μια στήλη

                       κι ίσιο κουπί του μπήξαμε κατάκορφα στον τάφο

Κι έγινε το καλοτράβηχτο ίσιο κουπί (σύμβολο της επαγγελματικής ιδιότητάς του), κατάκορφα μπηγμένο σε μνημούρι, στερνή πεθυμιά του Ελπήνορα, κουπωλάτη κι αγαπημένου συντροφοναύτη  του Οδυσσέα, «σήμα» – δείγμα – σημάδι γνώρας ναυτικού που λάτρεψε πλεούμενα και θάλασσα, σταυρός σ’ αμμόλακχο   θαλασσοπνιγμένου  κουπά  και σφουγγαρά, στις « Μαύρες ερημιές»* κοντά στ’ αφροντυμένο κύμα.

« τω και ζωός  έρεσσον  εών  μετ’ εμοίς  ετάροισιν»  ( Οδ. Λ΄ 78 )

… αυτό το ίδιο το κουπί που ζώντας έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.

……………………………………………………………………………

Το ίδιο ακριβώς ζητά και ο Καλύμνιος κουπφάςαπό το «σφουγγαροκαπετάνιο» του, να του αποδώσει το σεβασμό και τις ανθρώπινες τιμές που του ταιριάζουν και το εκφράζει  με θυμό άγριας θάλασσας, γιατί τον παραμέλησαν, τον είχαν «παραριξιμιό». Ήθελε την αναγνώριση του έργου το οποίο πρόσφερε στο απλό μα ουσιώδες πόστο του. « Με – (μα) και ο κουπφάς;  Φτος δεν είναι θαλασσινός; Πάνω του δεν στηρίχτηκε η ναυτοσύνη,  η σφουγγαροσύνη;»

Αυτό  ζητά και  κάθε  θαλασσινός ναυτιλλόμενος, που λάτρεψε τη θάλασσα και πέρασε όλη τη ζωή του στο καράβι, να τον θάψουνε κατάγιαλα,  εκεί που σκάει το κύμα:

Το ναύκληρο παρακαλεί και τον καραβοκύρη

να μην τον θάψουν σ’ εκκλησιά, μηδέ σε μοναστήρι (νεκροταφείο)

μόνε  στην άκρη του γιαλού, στον άμμο από κάτω

εκεί οι ναύτες νά ‘ρχονται ν’  ακούει τη φωνή τους

…………………………………………………………

«εκεί στη ρίβα του γιαλού κάτω στο περιγιάλι,

ν’ ακούει αχνιά της θάλασσας και ταραχή αγέρα ,

ν’ ακούει και τους συντρόφους του να λεν το έγια μόλα

 ν’ ακούει ταραχή καιρού και ταραχή θαλάσσης,

να βλέπει  και τα ναυτόπουλα σαν σύρουν το καράβι»

           …………………………………………………………………………..

                                           (Δίστιχα από Δημοτικά θαλασσινά τραγούδια)

Πηγές: Ι. Προμπονάς, « Τα Ομηρικά έπη και το Νεοελληνικό Δημοτικό Τραγούδι»

……………………………………………………………………………

* * *.  

Σαν ποθάνω μην ξεχάσεις, κεια στο νάμμο να με θάψεις

Βάλε μου για μαξιλάρι,  μιαν απόχη με σφουγγάρι!

σφουγγαράδικο δίστιχο

Στερνή πεθυμιά και  του σφουγγαρά που πάλευε για το σφουγγάρι κι  άφησε τη τελευταία πνοή του στ’ ανήλια βάθη της θάλασσας της πικροκυματούσας. Γνώριζε τη αδυσώπητη μοίρα του. Οι σύντροφοί του θα τον έθαβαν υποχρεωτικά  κατάγιαλα στον άμμο, σε κάποιο βρικολακιασμένο ερημονήσι ή σε κάποια αμμουδερή παραλία στις «μαύρες ερημιές» της Αφρικάνικης κουστέρας, χωρίς παπά και λόγια της ταφής, παρά μόνο…

«μ’ ένα σταυρό στον τάφο του, μόνο στολίδι,

                            κακοφτιαγμένος θα μαρτυρά,

                                       με θαλασσόβρεχτο σκεβροσανίδι,

                           να γράφει πάνω με το μολύβι,

                          εδώ ’ναι ο τάφος του ΣΦΟΥΓΓΑΡΑ»

Γιάννης  Γεράκης « Από τη Ζωή της Καλύμνου»

Ο Καλύμνιος « Ποιητής της Σφουγγαροσύνης» Γιάννης Γεράκης στο έργο του «Από τη Ζωή της Καλύμνου» έκδοση 1952, αυτούς τους ανώνυμους και αφανείς Καλύμνιους ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ εξυμνεί και δίνει με το δωρικό του Λόγο τη δυναμική της προσωπικότητά τους. Αυτό ήταν που  εννοούσε  και ο Όμηρος στη δική του προτροπή – «Μάθετε να ερμηνεύετε τους ποιητές»

 Να λοιπόν πως μας τους παρουσιάζει:

«Λεβέντες τιμημένοι, που αγωνίζεσθε στης θάλασσας τα βάθη, στη βάρκα τη γυαλάδικια με πέτρα με σκαντάλι, στης Μηχανής το φόρεμα με περικεφαλαία, στον κολαούζο, στο Φερνέζ, ω νιάτα θαρραλέα!

 Παλικάρια αφανή, λεβέντικα παιδιά μ’ ηλιοκαμένο το κορμί, αρμυρονεθρεμένοι  κι ηλιοδαρμένοι, δεινοί θαλασσομάχοι, ατρόμητοι, αδάμαστοι γενναίοι.

Παιδιά του ήλιου, του ανέμου, θαλασσογενημένοι.

Κολασμένοι κι άμοιροι,  της θάλασσας οι σκλάβοι,

 αυτοί που δώσαν  σφρίγος και ζωή, την τελευτεία τους πνοή για του νησιού τη ζήση, κι  η ανθρωπίνη  δίκη τους δίνει ξύλινο σταυρό, ραβδί και δεκανίκι.

Απόκληροι και καταφρονεμένοι, τρισεφτακακόμοιροι και ζωντανοπεθαμένοι»*

Αλλά κι ακόμα μερικά γνωρίσματα, όπως τους θυμούνται οι άνθρωποι της σφουγγαράδικης πιάτσας.

Κορμοστασιά αγέρωχη. Έχουν τον αέρα του άντρα στη περπατηξιά.  Με κορακάτη μπόρκα τα μαλλιά, με τη μισκοκαρφιά ή το κλωνί το βασιλικό στ’ αυτί, σκορπούν  τον έρωτα της ζωής  στους σφουγγαρομαχαλάδες. Μερακλήδες, χουβαρντάδες  και γλεντζέδες, χαίρονται κάθε στιγμή την  πολυτάξιδη και πολυκύμαντη  ζωή τους.

Με πρόσωπο σκαμμένο απ’ την αρμύρα, με βλέμμα στοχασμένο και βαθύ,  που μέσα του κλείνει όλο το βυθό της θάλασσας με τους σφουγγαρότοπούς της και το χαροπάλεμά για το σφουγγάρι!




Ο Καλύμνιος Σφουγγαράς, όπως  φιλοτεχνήθηκε σε υπερμεγέθη πίνακα από Πειραιώτη ζωγράφο, για να κοσμήσει την αίθουσα του Ναυτικού Ομίλου Καλύμνου. Ο καλλιτέχνης, ο οποίος κράτησε την ανωνυμία του,  επισκέφτηκε την Κάλυμνο ύστερα από πρόσκληση του αείμνηστου Δημάρχου Αντώνη Καλογιάννη (1961 -62),   είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή και να γνωρίσει – ήπιαν κρασί μαζί –   τους Καλύμνιους σκαφανδροδύτες. Μόνο έτσι  μπόρεσε να «συλλάβει» τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους,  και να εκφράσει τη δυναμική φυσιογνωμία του ανώνυμου σφουγγαρά, που εκπροσωπεί επάξια  το σύνολο των Σφουγγαράδων. Ο πίνακας βρίσκεται σήμερα στο εστιατόριο (παλιό Ναυτικό Όμιλο) των αδελφών  Γλυνάτση, πίσω από το Λιμεναρχείο.  Αξίζει να τον επισκεφτείτε!



Παράσταση καταδύσεως από τοιχογραφίες στον  «τάφο του βουτηχτή», κοντά στην Ποσειδωνία της Μ. Ελλάδας ( Magna Grecia) – Κάτω Ιταλία, γύρω στο 480 π.Χ.  (Μουσείο Paestum). Είναι βέβαιο πως ο διακοσμημένος τάφος με παραστάσεις βυθού και καταδύσεων θα ήταν επιθυμία του σφουγγαρά! Την ίδια επιθυμία είχε και ο Καλύμνιος σφουγγαροκαπετάνιος  Γεράσιμος .Κουκουβάς, που ζήτησε να βάλουν στον τάφο του ζωγραφιστό το σφουγγαράδικο αχταρμά του. «Ν’  αρμενίζει και να βουτά,  σαν το πεθυμά η καρδιά του!»  Η επιθυμία του, την οποία μου εξέφρασε η γυναίκα  και καπετάνισσα της ζωής του   η Ειρήνη,  εκπληρώθηκε. Εγώ ο ίδιος προσωπικά ζωγράφισα σε καραβόξυλο τον υπέροχο αχταρμά του, «ΚΑΠ – ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ν. ΚΑΛ. 67», τον οποίο μάλιστα είχε κατασκευάσει – σκαρώσει ο πατέρας μου, ο Μαστρο – Αντώνης  « Ο Γλάρος». 


Έτσι,  στο ίδιο πνεύμα, ακόμα σήμερα  στο νεκροταφείο του Ταξιάρχη στη Χώρα Καλύμνου,  στέκει η  βαριά σκανταλόπετρα στον τάφο του, εκεί στα πόδια του σκανταλά  σφουγγαρά Σισώη Παντελή. Είναι  η ίδια σκανταλόπετρα, που χρόνια κρατούσε αγκαλιά βουτώντας για σφουγγάρια. Πέθανε γέρος στο σπιτικό του και η  τελευταία του θέληση, προς τους δικούς του,  ήταν – « Σαν θα πεθάνω βάλτε μου τη σκαντλόπετρά μου στον τάφο μου, στα πόδια μου, όχι σε πλάκα από  μάρμαρο αλλά  πάνω σε χαλίκια μαζεμένα απ’ το γιαλό. Να βλέπουν οι Χωριανοί πως ήμουν σφουγγαράς με το σκαντάλι!»

Και έχουν να λένε, πως οι πραγματικοί λεβέντες σφουγγαράδες ήταν οι σκανταλά(δ)ες. Αυτοί, γυμνοί και μόνο με την ανάσα τους, βουτούσαν στα ίσα με τους σκαφανδροδύτες και στα ίδια νερά!

«Έχω σε για να αγαπάς ’πο μέσα  ’που τα Θένια (Χωριό-Πρόδρομος)

             εκεί που μεταδένουσι  τα δυο σκαντάλια (σκανταλόσχοινα) σ’  ένα»

σφουγγαράδικο δίστιχο – «Καλημέρισμα»

       Αλλά κι εκεί στο άλλο κοιμητήρι του νησιού της Καλύμνου, τον Άγιο Βασίλειο, ένα άλλοσημάδι γνώρας θαλασσινού. Στον τάφο του Γιάννη Στεφανίδη,       μηχανικού, αξιωματικού του Εμπορικού Ναυτικού, που πνίγηκε σε ναυτικό ατύχημα, σε ηλικία μόλις 29 ετών, βρίσκεται στο κεφαλάρι του μνήματος, μαρμάρινος σταυρός με άγκυρα, «σήμα» – σύμβολο της ναυτικής επαγγελματικής του ιδιότητας.

Ακολουθώντας λοιπόν τις ορμήνιες του Όμηρου, εμβαθύνοντας  και ερμηνεύοντάς τον,  «Με το Πνεύμα και το Λόγο των ίδιων των Θαλασσινών», πιστεύω ότι και σεις θα μείνατε «έκθαμβοι» από τον πλούτο των γλωσσικών και πολιτισμικών στοιχείων που αναδύθηκαν μέσα από τη ναυτική μας  παράδοση, στην παρούσα πραγματεία μνήμης στους Θαλασσινούς μας «Κωπηλατώντας με τον Ελπήνορα» – ( Τραβώντας κουπί με τον Ελπήνορα).  Νιώθουμε όμως κυρίως μέσα απ’ όλα αυτά, θαυμασμό και περηφάνια για την καταγωγή μας ως Καλύδνιοι, Έλληνες  από τα γεννοφάσκια μας μαζί με τους ομοαίματούς μας Πανέλληνες, κοσμοξάκουστοι «κυβιστητήρες – αρνευτήρες» (καταδύτες – σφουγγαράδες) πως,  όλα στην Κάλυμνο θυμίζουν και επιβεβαιώνουν τον Όμηρο και πως ο «Παππούλης των Ελλήνων» έχει δίκιο όταν λέει, ότι   οι Καλύμνιοι   ακόμη βιώνουν τον Κόσμο ο οποίος γεννήθηκε και ήκμασε  στα Ολογάλανα Ομηρικά ακρογιάλια, που τον κατέγραψε και τον τραγούδησε με τη λύρα του, γιατί  τον κουβαλούν  μέσα τους από γενιά σε γενιά. Αυτόν όμως τον πολύτιμο  πολιτισμικό θησαυρό, που είναι και η ταυτότητά μας, «ποιοι λυράρηδες και ποιοι αοιδοί – τραγουδιστάδες θα βρεθούν να συνεχίσουν να τον τραγουδούν, αφυπνίζοντας, διδάσκοντας και καλλιεργώντας την ιστορική και πολιτιστική  αυτογνωσία στις νέες γενεές;

Είναι ακριβώς αυτό που εκφράζει με αγωνία, αλλά και δείχνει τη ρότα,  ο Μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, στο έργο του «Άξιον Εστί»

«Μονάχη έγνοια η Γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…!»

Γιάννης Αντ. Χειλάς

Δάσκαλος , Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου

Γλωσσάρι:

* «λααστή βουτιά»  Από το γλωσσικό ιδίωμα της Καλύμνου, λαάζω ( Ομηρ. – Δωρ.  ρήμα λάω), που σημαίνει κοιτάζω, βλέπω  με προσοχή, έχω το νου μου  (φρ. λάαζε μπρος σου) αναζητώ κάτι μέσα από το ανεξιχνίαστο.

Οι σφουγγαράδες πολλές φορές  βουτούσαν σε άγνωρα,  βαθιά, σκοτεινά και ανήλια νερά. Με τη «λααστή βουτσά»,  λάαζαν  εντείνοντας τις αισθήσεις τους για να ξεκαθαρίσουν το βυθό και να εντοπίσουν  τα σφουγγάρια.

*ζωντανοπεθαμένοι : Ένα από τα συμπτώματα της νόσου των δυτών ήταν η νεκροφάνεια. Οι «κτυπημένοι» μηχανικοί δεν έδειχναν καθόλου σημάδια ζωής· έμοιαζαν πεθαμένοι! Υπήρξαν περιπτώσεις, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι οι σφουγγαράδες, που οι σύντροφοι περνώντας τους για νεκρούς τους έθαβαν βιαστικά, όπως κι όπως, κατάγιαλα στον άμμο. Όταν όμως τους ερχόταν «μεταφορά» και ξαναζωντάνευαν, αυτοί οι «ζωντανοπεθαμένοι» και «ζωντανοθαμμένοι» αν λάχαινε και ήταν ρηχοθαμμένοι κατάφερναν να βγουν  από τον αμμόλακχό τους,   έσμιγαν πάλι με τους ζωντανούς και συνέχιζαν τις βουτιές τους.