Οι πίστες – Από το βιβλίο «»ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΥ» του Γεωργίου Ι.Χατζηθεοδώρου*

1534
Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι συγγραφεας-χατζηθεοδωρου-1024x322.jpg

Τέλος της δεκαετίας του 40 και οι νέοι οτην Κάλυμνο αισθάνονται έντονη την ανάγκη της διασκέδασης. Μιας διασκέδασης που τους έλειψε εξ αιτίας του πολέμου. Άλλωστε, η ανάμνηση της φοβερής αυτής εποχής ήδη άρχιζε να απομα­κρύνεται και οι άνθρωποι πέραν και έξω από τον αγώνα της επιβίωσης ζητούσαν δικαίωμα ικανοποίησης της ύπαρξής τους, κάτι που ασφαλώς το έδινε η ψυχαγω­γία. Πάντα βέβαια μέσα στα μέτρα και τις δυνατότητες της μεταπολεμικής περιό­δου, πάνω στο μικρό και ξερό νησί της Καλύμνου.

Οι πιο παλιοί, δύτες και άλλοι, «την έβρισκαν» με τον παραδοσιακό τρόπο διασκέδασης. Δηλαδή με τα νησιώτικα όργανα, τα παιχνίτζια, τη ρετσίνα στις ταβέρνες και στα καφενεία, στους γάμους, τις βαφτίσεις και τα θρησκευτικά πα­νηγύρια, όπως της Παναγιάς στην Τέλεντο, ταΛργινώντα, το Βαθύ, τη Ψέριμο, του Αγίου Χαραλάμπου και του Προδρόμου στο Χωριό, του Σταυρού στη Νερά κ.α.

Οι νέοι όμως διψούσαν για άλλου είδους διασκέδαση. Νέα, μοντέρνα, και σύμφωνη με τα όσα άκουγαν από τους ταξιδιώτες ή τα λιγοστά ραδιόφωνα της εποχής ή ακόμα και τις λιγοστές εμπειρίες τους από την επαφή τους με στρατιώ­τες άλλων περιοχών της Ελλάδας, ή και των συμμάχων.

Με δεδομένα τα παραπάνω δεν ήθελαν να ακούσουν για τα δικά μας τα πα­ραδοσιακά. Ήθελαν τα ευρωπαϊκά…

Ευρωπαϊκά ναι, αλλά πώς; Με μια υποδομή που δεν υπήρχε τίποτα; Και ό­μως η λύση βρέθηκε σχετικά εύκολα- επινοήθηκαν οι πίστες. Όταν λέω πίστες, εννοώ πίστες χορού. Βρίσκανε ένα υπαίθριο χώρο, ένα χωράφι, τσιμεντώνανε κυκλικά ένα του σημείο – η πίστα είχε διάμετρο περίπου τέσσερα πέντε μέτρα – και έτοιμος ο χώρος του χορού και της διασκέδασης, της «ευρωπαϊκής». Λέω δε «ευρωπαϊκής», γιατί εκεί στις πίστες υποτυπώδεις ορχήστρες, ευρωπαϊκές όπως τις λέγανε, που αποτελούντο από ένα ή και δύο βιολιά, μαντολίνο, και κάνα δυο κιθάρες, έπαιζαν ευρωπαϊκά, δηλαδή ταγκό, βαλς, φοξ-τροτ, μαζούρκες, τσάρλε­στον, σάμπα και άλλους χορούς του «συρμού». Το παίξιμο αυτό συνοδευόταν και με τραγούδι από αυτοσχέδιους και αυτόκλητους ως επί το πλείστον τραγουδιστές με ρεπερτόριο ελαφρών ελληνικών κυρίως και ξένων τραγουδιών.

Κάπου δίπλα στην πίστα στήνανε και μια καλύβα για την περιποίηση των θαμώνων. Εκεί σερβίρανε ό,τι σε ένα καφενείο, καθώς και μπύρα που τότε πρωτόρθε στην Κάλυμνο, ενώ έμπαινε η δεκαετία του 50. Η μπύρα ήταν πλέον το πο­τό των μοντέρνων νέων.

Γΰρω από τις πίστες αραδειάζανε και μερικές καρέκλες, για να κάθονται οι πελάτες, πλην όμως οι πιο πολλοί στεκόντουσαν όρθιοι πίσω από τη σειρά με τις καρέκλες. Πιο πίσω πλήθος ακροατών και θεατών, οικογένειες με τα παιδιά τους, πάσης ηλικίας παρακολουθούσαν το γλέντι – βλέπετε τζάμπα θέαμα και α­κρόαμα – μέχρι το τέλος του. Αυτό δε γινόταν κάθε Σαββατοκύριακο όλο το κα­λοκαίρι, γιατί βέβαια πίστες λειτουργούσαν μόνο τότε.

Και χόρευαν οι λιμοκοντόροι της εποχής ώρες πολλές και ασταμάτητα τους κολλητούς, έτσι έλεγαν τους χορούς που αγκαλιαζόντουσαν τα ζευγάρια, με ντάμες τις αδελφές τους ή τις γυναίκες τους όσοι ήταν παντρεμένοι, που και που δε καμιά κοπέλα πολύ γνωστής τους οικογένειας. Βλέπετε δεν ήταν και εύκολο να ζητήσει κανείς κοπέλα όχι πολύ γνωστή και από άλλη συντροφιά, μάλιστα για χορό κολλητό. Οι δε λοιποί θαμώνες παρακολουθούσαν, σχολίαζαν επικριτικά για τους χορούς τους κολλητούς, μα στο βάθος καμάρωναν την αξιωσύνη της νε­ολαίας στους νέους μοντέρνους χορούς ή ακόμα και ζήλευαν, γιατί δεν ήταν αυ­τοί στη θέση τους.

Η πρώτη πίστα που έγινε στην Κάλυμνο, ήταν αυτή στο Γαϊδουρόραχο. Πλάι της κτίστηκε και ένας τοίχος σε σχήμα γάμμα, συμπληρώθηκε το υπόλοιπο κενό με πάννες δίπλα και φυλλάες, δηλαδή πικροδάφνες, από πάνω και έτοιμη η καλύ­βα για το καφενείο της πίστας.

Μεγάλες δόξες τότε το Γαϊδουρόραχο. Ήταν βέβαια και η υπέροχη θέα του, η οποία ενέπνεε στη νεολαία τα πιο ρομαντικά αισθήματα και καταλαβαίνετε!

Για δυο τρία καλοκαίρια η πίστα αυτή ήταν ο αδιαφιλονίκητος ψυχαγωγι­κός χώρος της Καλύμνου. Μετά έγινε άλλη πίστα στις Ελιές. Νέα δόξα, ακόμα μεγαλύτερη, εκεί. Στη συνέχεια έγινε μια ανεπιτυχής προσπάθεια αναβίωσης της πίστας του Γαϊδουροράχου, οπότε έκαμε κάτι σαν πίστα κάτω στις Μυρτιές ο Στάλας στο νεόκτιστο κέντρο του. Τέλος η πίστα αναβίωσε και πάλι στις Ελιές, όπου και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γνώρισε το άκρον άωτον της επιτυ­χίας, πριν ο θεσμός της εγκαταλειφθεί, προς χάριν των κέντρων διασκέδασης με πιο σύγχρονη μορφή και οργάνωση που άρχισαν να λειτουργούν από την αρχή της δεκαετίας του 60, σε διάφορα σημεία της Καλύμνου. Πάντως, μέχρι και σή­μερα, ακόμα σώζεται ο χώρος της πίστας και η ίδια, αν και δε γνωρίζουν οι νέοι τις προτινές της δόξες, αφού τώρα πια παίζουν πάνω της μόνο κυνηγητό τα παι­διά της γειτονιάς και μόνο μια φορά το χρόνο, την Καθαρή Δευτέρα, χορεύουν λίγο μερικοί, τώρα τα τελευταία χρόνια.

Όσο για τους πρωταγωνιστές της, δηλαδή τους μουσικούς και τους τραγου­διστές; Ε, διακρίθηκαν οι αδελφοί Γουρλά, τα Γουρλάτζια, ως μέλη της ορχή­στρας – αυτοδίδακτοι όλοι με πραγματικό ταλέντο και μεράκι – οι οποίοι κράτη­σαν τα σκήπτρα της καλύμνικιας «μοντέρνας» διασκέδασης για αρκετά χρόνια. Στο τραγούδι πολλοί ήταν αυτοί που τραγουδούσαν, αφού η Κάλυμνος διαθέτει, δόξα τω Θεώ, πολλές εξαιρετικές φωνές, όμως το μεγάλο όνομα, ο σόου – μαν, ή­ταν ο Ζουλουφός. Δανδής της εποχής με μεγαλόπρεπο παράστημα, τραγουδι­στής και ψάλτης παράλληλα, επίσκιαζε κάθε άλλο τον καιρό εκείνο.

Μετά άρχισαν να ανοίγουν «σύγχρονα» κέντρα, οι ορχήστρες με πιο νέους ανθρώπους να χρησιμοποιούν ηλεκτρικά αρμόνια, ντραμς και σε λίγο ηλεκτρικές κιθάρες, μπουζούκια κ.α. και πάει η μαγεία, ο αυθορμητισμός, η απλότητα και ο ρομαντισμός που εξέπεμπαν όχι μόνο οι πίστες, αλλά γενικά η όλη διασκέδαση της μεταπολεμικής περιόδου.